Ξυλοδαρμός.
- Έφαγε σόπι: έφαγε γερό ξύλο.
Κατά αντιστοιχία του αγγλικού Foo Bar
Χρησιμοποιούνται ως λέξεις που καταλαμβάνουν χώρο άλλων λέξεων, που δεν γνωρίζουμε, κυρίως σε συμφραζόμενα σχετικά με πληροφορική.
...μετονόμασε το αρχείο σε κοκό λαλά τελεία exe για να μπορείς να το τρέξεις...
Got a better definition? Add it!
λαλάκια: χρήματα, λεφτά. Χρησιμοποιείτε στην πάτρα.
«Τέλος τα λαλάκια, τέλος και η αγάπη», πατρινιά εγκατάλειψε το συνοδό της στην Κωνσταντινούπολη όταν έμεινε ρέστος
Got a better definition? Add it!
Λέξη πασπαρτού που χρησιμοποιείται για να κατονομάσει αντικείμενα ή συσκευές που είτε δεν έχουν όνομα είτε το αγνοούμε.
Συνήθως χρησιμοποιείται για αντικείμενα τα οποία εκπληρώνουν κάποιο σκοπό.
Πρβλ. και μαρκούτσι (και τα αναφερόμενα εκεί λήμματα).
Got a better definition? Add it!