Ξυλοδαρμός.

- Έφαγε σόπι: έφαγε γερό ξύλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά αντιστοιχία του αγγλικού Foo Bar

Χρησιμοποιούνται ως λέξεις που καταλαμβάνουν χώρο άλλων λέξεων, που δεν γνωρίζουμε, κυρίως σε συμφραζόμενα σχετικά με πληροφορική.

...μετονόμασε το αρχείο σε κοκό λαλά τελεία exe για να μπορείς να το τρέξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λαλάκια: χρήματα, λεφτά. Χρησιμοποιείτε στην πάτρα.

«Τέλος τα λαλάκια, τέλος και η αγάπη», πατρινιά εγκατάλειψε το συνοδό της στην Κωνσταντινούπολη όταν έμεινε ρέστος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη πασπαρτού που χρησιμοποιείται για να κατονομάσει αντικείμενα ή συσκευές που είτε δεν έχουν όνομα είτε το αγνοούμε.

Συνήθως χρησιμοποιείται για αντικείμενα τα οποία εκπληρώνουν κάποιο σκοπό.

- Δεν μπορούσα να μετρήσω των πυκνωτές και έφτιαξα ένα λαλάκι για να το κάνω.
- Τι λαλάκια και λαλακίες μου λες, γέφυρα λέγεται.

- Χρειαζόμαστε ένα λαλάκι να μεταφέρει τα δεδομένα από τον σέρβερ.
- Εφαρμογή ή σκριπτάκι θες;

Πρβλ. και μαρκούτσι (και τα αναφερόμενα εκεί λήμματα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

υποκοριστικό του σκριπτ

- κομμάτι κωδικά γλώσσας προγραμματισμού (συνήθως μικρής έκτασης) γραμμένο σε γλώσσες με διερμηνέα (python, perl, bash κ.α.)

σκατά μπακάπ τράβηξε το σκριπτάκι σου, κάτσε ξαναγράψτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified