Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια.

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια.

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσα. Ένα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικο. Η ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντων.

  1. Ωραίος άνθρωπος ο πεθερός σου, κιμπάρης... Λίγα λέει, πολλά καταλαβαίνει... Και παλτουδιά κασμίρι... Κι αυτή η αλυσιδίτσα που έφερε για το μωρό 22 καράτια είναι, ξέρω εγώ από τέτοια...

  2. Τι να σου πω, αγόρι μου... Δικό σου είναι το σπίτι είναι και δικιά σου και η τσέπη... Αλλά αυτό είναι άλλο πράμα, κιμπάρικο... Κάνει κάτι παραπάνω αλλά τ' αξίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά, μεταλλικό σφαιρίδιο.

Κουρσούμια λέγονται, μεταξύ άλλων, οι μπίλιες των ρουλεμάν, τα σκάγια για τις σφεντόνες και οι μεταλλικές γκαζές. Έχουν και μια εφαρμογή στους ναργιλέδες.

Μεταφορικά, κουρσούμι είναι κάτι βαρύ, συμπαγές, δυσκίνητο, ακόμη και δύσπεπτο. Μπορεί να σημαίνει και κάποιον χαζό, που δεν παίρνει πολλές στροφές.

  1. Σ' αυτο το παιχνίδι παίζαμε και με "κουρσούμια", δηλαδή μπίλιες σιδερένιες από ρολιμάν. Υπήρχαν και απο αυτές πολλές στο εργοστάσιο της Αμπραβανέλ που έκανε οβίδες. (Από το διαδίκτυο).

  2. - Αμάν αυτό το τηγάνι για τις ομελέτες ... ασήκωτο είναι ... κουρσούμι σκέτο.

  3. PS: Το gothic 3 τζαμάτο παιχνίδι αλλά κουρσούμι από απαιτήσεις, θέλει πάνω από 1.5gb ram για να μην lagαρει... (από διαδικτυακό forum).

  4. - Πολύ σκορδαλιά έφαγα το μεσημέρι ... κουρσούμι μού 'κατσε ... βαρυστομάχιασα άσχημα ... πιάσε μια Σουρωτή.

  5. Καλά, τι κουρσούμι ειν' αυτός ο αδερφός σου, ρε ... μία ώρα του εξηγούσα, τίποτα δεν κατάλαβε ...

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγαλύτερος σε μέγεθος βόλος. Κάτι μεταξύ μπίλιας και ογκόλιθου. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αμερική λεγόταν boulder που σημαίνει ογκόλιθος, κροκάλα.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Οι βόλοι αυτού του μεγέθους ήταν κυρίως πήλινοι και άσπροι - εξ ου και η ονομασία. Συχνά, μέσα στο άσπρο υπήρχαν και νερά, φλέβες σε άλλο χρώμα.

Οι γαλατάδες ήταν εντυπωσιακοί αλλά στο παιχνίδι είχαν περιορισμένη χρησιμότητα. Ήταν πολύ ογκώδεις να τους έχεις για αμάδες και δεν είχε νόημα να τους έχεις στόχο γιατί δύσκολα μπορούσες να τους κουνήσεις χτυπώντας τους με άλλες μπίλιες. Τους βάζαμε όμως για σημάδια - μάνα στο μπαζ-παραμπάζ και μπάστακα στο δελτάκι. Είχαν και μια ειδική αποστολή: όταν η γκαζά σου σχεδόν ακουμπούσε σ' ένα βόλο-στόχο είχες, κατόπιν συμφωνίας, το δικαίωμα την επόμενη φορά να σταθείς όρθιος και να ρίξεις τη μπίλια σου κατακόρυφα -το λεγόμενο ματάκι- και γι' αυτή τη δουλειά ο γαλατάς ήταν τέλειος και μπορούσες να τον χρησιμοποιήσεις αντί της γκαζάς, επίσης κατόπι συμφωνίας.

Ο μικρός ήρωας μπορούσε να ανταλλαγεί. Ως σκληρό νόμισμα! Με γκαζές, βόλους γαλατάδες, κλασσικά εικονογραφημένα, Καραγκιόζηδες, παραμύθια, Πηνελόπη Δέλτα, Ιούλιο Βερν και -στις καθώς πρέπει συνοικίες- ακόμη και με τη Διάπλαση των Παίδων. (Από blog)

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρότερος σε μέγεθος βόλος.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Τα τζιτζιλόνια -άλλως και τζιτιζιλονάκια- ήταν πολύ μικρά για νά' χουν πρακτική αξία στο παιχνίδι - τι βάρος είχαν και τι να χτυπήσεις μ' αυτά και να πάει έστω και μια πιθαμή παραπέρα; Αλλά ήταν πολύ όμορφα, συχνά με φωτεινά νερά μονόχρωμα μέσα στο γυαλί. Είχαν και συναισθηματική αξία και γιατί συνήθως είχαμε λιγότερα από δαύτα και διότι η άγραφη σύμβαση ήταν ότι τα τζιτζιλόνια τα έδινες τελευταία σ' αυτόν που κέρδιζε - έπρεπε, δηλαδή, νά' χεις χάσει σχεδόν όλους τους άλλους βόλους σου για να σου πάρουν και τα τζιτζιλονάκια.

Απαντάται και ως η τζιτζιλόνα και σημαίνει γενικώς την αγοραστή γυάλινη μπίλια.

- Το κίτρινο το τζιτζιλονάκι, το αλλάζεις; Πέντε μπίλιες θα σου δώσω.
- Το πουλάω. Πενήντα λεπτά. Κι άμα θες.

(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βόλος-όπλο. Η μπίλια-εργαλείο.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Τη γκαζά την ακουμπούσες στο λυγισμένο δείκτη ή μεταξύ δείκτη και μέσου, την εκφενδόνιζες με το τίναγμα του αντίχειρα και χτυπούσες τις στημένες μπίλιες - και ενίοτε και τη γκαζά του αντιπάλου, αν είχε ξεμείνει εκεί που δεν έπρεπε. Το χτύπημα, η κρούση του βόλου-στόχου λεγόταν τσάφκο(ς) ή κάφκο(ς). Ορισμένοι έλεγαν τη γκαζά τους και αμάδα, που παραπέμπει, βέβαια, σε άλλο, αρχαίο παιχνίδι και φωτίζει και την καταγωγή των βόλων.

Οι γκαζές ήταν κατά τι μεγαλύτερες από τις στάνταρ μπίλιες και πιο βαριές. Ήταν δε πιθανότερο να είναι από πηλό - οι μπίλιες, γενικά, ήταν γυάλινες. Παλιά, οι γκαζές ήταν οι μπίλιες που βούλωναν τα μπουκάλια της γκαζόζας - και επειδή αυτή είναι η ετυμολογία είναι, νομίζω, πιο σωστό να λέμε γκαζά παρά γκαζ-ι που λένε ορισμένοι.

Η λέξη χρησιμοποιείται πολλές φορές για να δηλώσει τους βόλους, τις μπίλιες γενικά.

Υπήρχαν και οι κοινές γκαζές που τις βγάζαμε από τα πώματα της γκαζόζας. Από αυτές είχαμε πολλές, γιατί στο Κορδελιό υπήρχε εργοστάσιο γκαζόζας. (Από το διαδίκτυο).

(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στάνταρ βόλος, ο βόλος αναφοράς.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Οι νορμάλ μεγέθους μπίλιες ήταν αυτές που έστηνες, κυνηγούσες, χτυπούσες. Έμπαιναν, π.χ. στις κορυφές και μέσα στο τρίγωνο στο παιχνίδι το γνωστό ως δελτάκι ή τριγωνάκι ή στήνονταν στη γραμμή στο μπαζ-παραμπάζ. Τις έβαζες στόχο, τις χτυπούσες, τις έπαιρνες, τις έβαζες στην τσέπη. Ήταν, με αυτή την έννοια, και το βασικό νόμισμα του παιχνιδιού.

Η λέξη, βέβαια, χρησιμοποιείται και για τους βόλους γενικά.

Τα παιδιά τοποθετούσαν τις μπίλιες σε σχήμα Δέλτα. Ο κάθε παίκτης έπαιρνε από μια μπίλια και βαρούσε το Δέλτα, προσπαθώντας να βγάλει έξω όσο το δυνατόν περισσότερες μπίλιες. Όταν κάποιος έσπαγε το Δέλτα κέρδιζε. Αν όμως δεν το έσπαγε και η μπίλια του έμενε μέσα, την άφηνε εκεί και βαρούσε ο επόμενος. Αυτός που θα χτυπούσε τη μπίλια του προηγούμενου, έπαιρνε όλες τις μπίλιες. (Από το διαδίκτυο)

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομπιούτερ, εννοείται.

Ντέσκτοπ, υπολογιστήρας γραφείου σε αντίθεση με το λάπτοπ, τον φορητό υπολογιστή.

Πώς λέμε στα τηλέφωνα κουνιστό και σταθερό; Α να γειά σου.

- Έγω, μάγκα μου, πάλι καθιστό θα πάρω. Με τα ίδια specs το λάπτοπ είναι τετρακόσα ευρώπουλα παραπάνω. Και γιατί να τα χώσω;

Got a better definition? Add it!

Published

Το τρίτο το μακρύτερο το παίρνουμε όταν, βασικά, δεν παίρνουμε τίποτα και μένουμε στον άσσο. Ή, στην καλύτερη περίπτωση. παίρνουμε κάτι πολύ λιγότερο απ'αυτό που ελπίζαμε.

Αν το τρίτο το μακρύτερο είναι το καβλί, τότε το πρώτο είναι, ασφαλώς, το αρχίδι # 1 και το δεύτερο το αρχίδι # 2. Δεν διευκρινίζεται αν η έκφραση εξακολουθεί να ισχύει αν κάποιος είναι μονάρχης ή αν, σπανιότερα, έχει τρεις αρχιδοπούλες.

Το τρίτο το μακρύτερο πάντοτε το παίρνουμε. Π.χ. δεν το τρώμε, δεν το τσιμπάμε κ.ο.κ. Επίσης, δεν το δίνουμε.

Συγγενείς έννοιες είναι: πήραμε έναν πούτσο, πήραμε τ' αρχίδια μας, πήραμε τα τρία μας, γαμώ τη γκαντεμιά μου μέσα κλπ.

  1. - Δε μας χέζεις ρε και συ κι ο Τζίγγερ ... όχι πρωτάθλημα θα πάρουμε ... όχι κύπελλο θα πάρουμε ... όχι νταμπλ θα πάρουμε ... τελικά, το τρίτο το μακρύτερο πήραμε πάλι κι ο γαύρος ακόμα γελάει ...

  2. - Ρε συ, το είδες το λόττο; Τεσσάρι, νομίζω, πιάσαμε ... πήραμε τίποτα; - Πήραμε, πώς δεν πήραμε ... το τρίτο το μακρύτερο πήραμε ... έντεκα ευρώ ... δεν ξαναπαίζω ρε μαζί σου ... γκαντέμαρχε ...

Got a better definition? Add it!

Published

Βιαστικός, απρόσεκτος και τσαπατσούλης.

Τα κάνει όλα με την ψυχή στο στόμα και σε χρόνο dt – αλλά άνευ λόγου και αιτίας. Και όποια δουλειά αναλαμβάνει καταλήγει σε πασάλειμα – κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Γνωστός, ενίοτε, και ως βιαστικοθοδώρα.

Μην είσαι τέτοιος παπαφούριας, ρε Πέτρο. Πρόσεχε λίγο, πάλι πασάλειψες τα πάντα. Μια ομελέτα κάνεις και μετά η κουζίνα θέλει βάψιμο.

(από Khan, 09/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια κραυγή απελπισίας μπροστά στη μαλακία που καταφανώς δέρνει τον συνομιλητή μας.

Έκφραση που ταιριάζει τέλεια όταν κάποιος επιμένει στη βλακεία που ξεφούρνισε, παρά το γεγονός ότι μπήκαμε στον κόπο να του εξηγήσουμε υπομονετικά ότι τα πράγματα μπορεί και να μην είναι ακριβώς έτσι που τα λέει. Ακάθεκτος επανέρχεται, κάνει τα νεύρα μας τσατάλια, εξαντλεί κάθε ίχνος της υπομονής μας - τι άλλο μένει να του πούμε πέραν του 'το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος';

Διευκρίνιση # 1: Είναι 'λίρα' και όχι 'λύρα', όπως γράφεται μερικές φορές. Με το 'λίρα' ψιλοβγαίνει νόημα, με το 'λύρα' ο σουρεαλισμός είναι too much.

Διευκρίνιση # 2: Ο εν λόγω μπογιατζής δεν είναι ελαιοχρωματιστής. Τόψαξα αυτό. Είναι βαφέας και συγκεκριμένα δουλεύει σε βαφείο ρούχων. Και ο κόπανος είναι το χοντρό ξύλο με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα στο πλύσιμο. Αυτά παλιά, εννοείται.

Συγγενή λήμματα: απ' τα γκόλια μόλια, γεια σου παππού μου ξάδελφε, αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά,

- Ευανθία, εκείνο το οικόπεδο στον Μαρμαρά που έχουμε από τη γιαγιά σου, να βάλουμε μπρος να το πουλήσουμε ... μου έκαναν μια πρόταση να μπω συνεταίρος σε μια καινούργια επιχείρηση ... σίγουρα κέρδη ...
- Μα Θρασύβουλέ μου, είσαι σίγουρος; Εγώ βέβαια δεν ξέρω απ' αυτά, αλλά τα οικόπεδα στη Χαλκίδική δεν χάνουν την αξία τους ... και είναι καλή στιγμή τώρα να ανοιχτούμε, με την κρίση που υπάρχει παγκοσμίως στην οικονομία, που λέει κι η τηλεόραση; - Ευανθία, αυτό που είπα θα γίνει ... τα οικόπεδα είναι σκλαβωμένα λεφτά και για τους τολμηρούς οι κρίσεις είναι ευκαιρίες ... στη βράση κολλάει το σίδερο ... Καλά είπες, εσύ δεν ξέρεις ...
- Έγω ένα ξέρω, Θρασύβουλε ... το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος ... άει παράτα με ... εγώ δεν υπογράφω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified