Αλιά = Αλίμονο.

Παράδειγμα: Αλιά απ' αυτόν που πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γανώνω= γαμάω

Σιαφάκωμα = Το γαμήσι.

Σιαφακώνω = Γαμάω.

Απαφτώνω= Κάνω έρωτα.

Γάμσα = Αόριστος του γαμώ. Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά π.χ. Χθες γάμσα μια μανάρα αλλά και μεταφορικά όπως στις εκφράσεις: "Την γάμσα" δηλαδή έπαθα ζημιά, πόνος, αρρώστια κ.λ.π.

Παράδειγμα: Γαμάω την γκόμενα. Τν γάνωσε. Την καβάλισι στουν πάτο απ' το χωράφ'. Ντρουπές πράματα αμ' πώς.. τς είδαν ούλοι σλέω!

Παράδειγμα: Τη σιαφάκωσι ο Γιορς τη Μαγδάλω.

Παράδειγμα: Τς πιάσαν ωρέ στ' αχούρ του Γιορ ν' απαφτώνονται. Ούϊ ντρουπή......

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα: Ζμπούτσαμ = Στην πούτσα μου. Αδιαφορώ. Κιτι μι νιαζ΄ ιμένα πουτονει α; Ζμπούτσαμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιόκος = Το πέος

Παράδειγμα: Τι θα μκάνς ρε; Θα μου αποφτώϊς τον τσιόκο μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήβρα = Βρήκα

Παράδειγμα: Πού τον ήβρες μωρή αυτόν τον σιαφλακωμένο;

Ντίπ μπανταλό είνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δραγουμάνος = Ο διερμηνέας

Παράδειγμα: Τι δεν νογάς; Θέλς δραγουμάνο για να πάρς φουτιά; Ηξιρα τισι αλλά για τζερεμέ δεσιξιρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράδειγμα: Τα βάτα.

Πούσουν ωρέ χαμένου κι γρατζουνίθκες α; Σι κάτ βατσνιές ιδώ σιακάτ.

Got a better definition? Add it!

Published

Βουζοκράτ'= Ο στηθόδεσμος

Παράδειγμα: Πού τόχς μαρή το βουζοκράτ' α; Τισει έτς;

Got a better definition? Add it!

Published

Γκαλιουρίζω = Αλληθωρίζω.

Παράδειγμα: Τι να τον καμς μαρή τον Γιορ α ; Ίνι γκαλιούρς! Τήρα τον ωρέ ντίπ γκαλιούρς είνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Έφκα = Αόριστος του ρήματος φεύγω.

Παράδειγμα: Ιγώ έφκα πάω σιακάτ ντάξ' ;

Got a better definition? Add it!

Published