Ούμπαλα
Παράδειγμα: Ακου να σου πω μας έπρηξες τα ούμπαλα με τις βλακείες σου συνεχώς. Αει σιχτίρ !
Ούμπαλα
Παράδειγμα: Ακου να σου πω μας έπρηξες τα ούμπαλα με τις βλακείες σου συνεχώς. Αει σιχτίρ !
Got a better definition? Add it!
Published
Το αιδοίο.
Ο Μήτσος είπε στον άλλον «της μάνας σου το πρικιδώνι». Φαγώθηκε ο άλλος να μάθει τι σημαίνει πρικιδώνι. Σιγά μην το έμαθε!
από εδώ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
σακαρίμι = Ο διαλυμένος άνθρωπος λόγω γηρατειών ή αρρώστιας
Παράδειγμα: Μωρή Μαγδάλω, αυτό το σακαρίμ' θα πάρς;
Got a better definition? Add it!
Published
Σκαπετάω =Απομακρύνομαι μακρυά.
Παράδειγμα: Μωρ' Μήτσαινα μηνκι είδς του μλάρ; Τώραα, σκαπέτσε!
Got a better definition? Add it!
Published
Σουργούνι = Ρεζίλι.
Παράδειγμα: Ούι Γιόρ η τσούπρα, μέκανε σουργούν στο χωριό.
Got a better definition? Add it!
Published
Στάκα = Προστακτική του στέκομαι, περίμενε.
Παράδειγμα: Ω Κατίνα στάκα ντε να σε προλάβω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στυλιάρι = Ξύλο που τοποθετείται σε διάφορα αγροτικά εργαλεία. Επιπλέον η παρούσα λέξη χρησιμοποιείται για να αναφερθούμε στα πολύ αδύνατα άτομα.
Παράδειγμα: Τνίδες αυτήνα; Ούϊ ντίπ στλιάρ...αυτήνα θαπαρς ωρέ;
Got a better definition? Add it!
Published
Τζιαμπουνάω = Φωνάζω δυνατά, ακατάπαυστα.
Παράδειγμα: Τι μ' τζιαμπουνάς ιδώ πέρα μωρ' συ α ;;;
Got a better definition? Add it!
Published
Ζούφιος = Ο άδειος, ο κούφιος, ο χαλασμένος.
Παράδειγμα εδώ Μωρ'συ ουάντρας ίνι τζούφιος τουξερες;
Got a better definition? Add it!
Published
Τσάκνα = Τα ψιλά κλαδιά που χρησιμοποιούμε για προσάναμα. Επιπλέον χρησιμοποιείται για να δείξουμε κάποιον πολύ αδύνατο
Παράδειγμα: Τήρα τον ωρέ τούτο είνι ντίπ για ντίπ τσάκνο.
Got a better definition? Add it!
Published