Μακριά.

Αλάργο, αλάργο να αγαπιόμαστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελός, ανόητος, επιπόλαιος.

- Βρε κουζουλέ, πού πας ξεβράκωτος στα αγγούρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί στα κρητικά. Κυρίως αναφέρεται για τα αγόρια. Το θηλυκό είναι η κοπελιά.

Έχω δύο κοπέλια και μια κόρη.

To θηλυκό στην Κρήτη απαντάται και κοράσι κυρίως για μικρές ηλικίες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «τι» στα κρητικά.

- Ίντα κάνεις ορέ κοπέλι;
- Μια χαρά μπάρμπα, εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δροσίζομαι από ελαφρύ αεράκι.

Τι ωραία! Εδώ ξαερίζεις μια χαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, στα κρητικά. Χρησιμοποιείται με την αρνητική έννοια του μαλάκα.

- Κοίτα με έναν γρόθο που έχουμε μπλέξει επαέ πέρα. ©2006(Φυλάκιο Δ.Β. Αστυπάλαιας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «ρέ» στην Iεράπετρα.

- Bορέ συ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified