Ο πολύ χοντρός. Συγκεκριμένα το είδος του λιπαρού, πλαδαρού χοντρού.

(Καφρίλιον - Τραγούδια της Γειτονιάς - Ο γαμιάς - 1995)
Το ξανθό μουνί του χασάπη το παιδί του παλιο-χοντρολίπαρου του κυρ Θεμστοκλή ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζεται έτσι ο αλμπίνος. Προκύπτει απ' την ομοιότητά του με αρνητικό φωτογραφίας μη-αλμπίνου.

-Δε θέλω να πάω, άσε με... -Μα ρε Τάκη, μην είσαι αρνητικός! -Είπαμε κομμένες οι μαλακίες με το χρώμα μου! -ΜΠΑΧΑΧΑΧΑ!!!11111oneoneelevenoneone

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομαδική καρπαζιά. Συνηθιζόταν να το τρώει κάποιος στο σχολείο όταν ερχόταν φρεσκοκουρεμένος, ή όταν έλεγε / έκανε μεγάλη μαλακία.

-Φατούρο στον Τάκη!
-Μα τι είπα ρε παιδιά...;
-Δεν είπες, θα πεις! Καρπαζοεισπράκτορα!
ΦΛΑΠ! ΚΑΠΑΟΥ! ΠΟΟΥ! ΦΛΑΠ!

Δημήτρης Φατούρος. Διάσημος αρχιτέκτονας & πρώην υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ για το δήμο Θεσ/νικης (από GATZMAN, 22/09/09)

Βλέπε και σύννεφο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαντίλι που ενδείκνυται για το σκούπισμα μύξας. Αποτελείται από πολλά φύλλα χαρτιού ώστε να μη μουλιάζει και τρυπάει με αποτέλεσμα τη διαρροή μύξας στο χέρι, ενώ η απαλή υφή του δεν τραυματίζει τα ρουθούνια και την περιοχή πάνω του άνω χείλους. Η συσκευασία είναι μικρή ώστε να χωράει παντού και επανασφραγιζόμενη ώστε ακόμα και το τελευταίο μυξομάντιλο να είναι το ίδιο καθαρό με το πρώτο.

(Με αηδία:) - Πάρε ένα μυξομάντιλο ρε βρωμιάρη που γλύφεις τις μύξες σου! Σου πέφτουν κατευθείαν απ' τη μύτη στο στόμα ναούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δίνει οδηγίες για τα πάντα, μιας και γνωρίζει τα πάντα. Κάτι σαν τον πανεπιστήμονα, αλλά στο πιο προστακτικό.

- Δεν έβγαζα άκρη στο εργαστήριο και φώναξα τον ινστρούκτορα, μου 'πε δυο μαλακίες με ύφος υπεράνω κιέτς, δεν κατάλαβα τίποτα και το παράτησα. Άντε με το μαλάκα κι αυτόν...

Instructor-pwned. (από patsis, 23/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που ενώ μαζεύει πολλές γυναίκες κοντά του, τελικά δεν καταφέρνει να κάνει και πολλά, παραμένοντας στην κουβεντούλα, τα χαχανίσματα και όλα αυτά πριν την ουσία.

Σχετικό λήμμα: γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός

- Πώς τις καταφέρνει ο Μάκης ρε φίλε τόσες γυναίκες κάθε φορά;
- Τι καταφέρνει; Τις μαζεύει, τους λέει αστειάκια κι αυτό είναι όλο. Τελικά με το πουλί στο χέρι μένει. Μουνοβοσκός ο Μάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο -κατα-κόρον μπακούρης- που λυσσάει για γυναίκα, που του τρέχουν τα σάλια. Πολλές φορές παραμερίζει την αξιοπρέπειά του για χάρη του μουνιού. Συνήθως οι γυναίκες τον παίρνουν πρέφα και τον αποφεύγουν, αφήνοντάς τον για πάντα λιγούρι και μπακούρι. Δηλαδή μπαγούρι.

- Πού πα ρε, σαν το λιγούρι. Θα σε πάρει γραμμή και θα σε δουλεύει. Οι γυναίκες αγόρι μου θέλουν να τις γράφεις!

Βλ. και λιγούρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω χαμπάρι / γραμμή. Αντιλαμβάνομαι.

- Μα καλά είσαι τελείως βλάκας;! Πώς γίνεται να μην πάρεις πρέφα ότι σε βλέπει η μάνα σου ενώ τον παίζεις;!
- Είχα ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή ρε φίλε και απορροφήθηκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπολόγας, ο κομπιούτορας, ο Ηλεκτρονικός Υπολογιστής εν πάσει περιπτώσει.

- Ρε Τάκη, πάλι σέρνεται ο υπολογιστήρας. Τι να κάνω;
- Φορμάτ θες μάγκα μου... όταν μπαίνουμε σε τσοντοσάιτ δεν πατάμε yes σε ό,τι μας πετάξουν στη μούρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήθεν, αυτός που προσποιείται. Πολλές φορές και ποζεράκος.

- Πες μου όλους τους δίσκους των Metallica, τώρα!
- Μα... εγώ... δεν τους θυμάμαι τώρα όλους...
- Και γιατί φοράς μπλούζα Metallica τότε ρε βρωμο-δηθένωνα! Τώρα θα δεις...
«ΚΑΠΑΟΥ!»

Βλέπε και ντεμέκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified