Το είδος ξύλου που δεν ανήκει σε καμία κατηγορία ή πολεμική τέχνη και δεν έχει κανόνες και αντιαθλητικά χτυπήματα.

Περιλαμβάνει από καρπαζιές, σφαλιάρες, μπουκέτα και φάπες μέχρι βρώμικα κλωτσομπουνίδια, καρεκλιές, κουτουλιές και ρουθουνιές (το χώσιμο του δείκτη και του μέσου στα ρουθούνια του αντίπαλου και το τράβηγμα της μύτης προς τα πάνω).

Εξ ορισμού είναι πολύ αντρικό ξύλο και γι' αυτό τσαντιές, νυχιές και μαλλιοτραβήγματα αποφεύγονται.

Και μου φέρνουν το λογαριασμό και τους λέω οτι δεν είχα μία, και μ' αρχίζουν σ' ένα ταβερνόξυλο που θα το θυμάμαι όλη μου τη ζωή. Το βλέπεις αυτό; Από αμόνι έγινε!

(από tribeklis, 18/01/11)ξύλο μετά μακαρονάδας... (από MXΣ, 08/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έτσι στα greeklish. Πρέπει να είσαι 1337 για να μπορείς να το πεις. Χρησιμοποιείται και σε συνδυασμό με το ki (kietc).

etc = et + c = ετ + σι = έτσι

  • n00b was kicked by 1337us3r1 (no n00bs)

1337us3r2: lol eeeetc!!!!111oneoneelevenoneone

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελείως φαλάκρας. Ο γλόμπος. El globo στα λατινικά.

- Πώς έγινες έτσι ρε βλάκα;! Χαχαχ...
- Μου κόλλησαν τσίχλα στα μαλλιά και τα πήρα όλα γουλί. Δε γινόταν αλλιώς. Ελ γλόμπο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυστήριο του γάμου, κατά το βάφτιση -> βαφτίσια.

Να πούμε καθημερινή ρε φίλε, γιατί Σάββατο πρέπει να πάω στα βαφτίσια του ανηψιού μου και Κυριακή στα γαμήσια ενός φίλου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψεύτικη πορδή, ή η κλανιά που ακούστηκε ή μύρισε λιγότερο απ' όσο προοριζόταν.

- Ε εε μαλάκες, μαλάκες, ακούστε!

«Πρτ.»

- Καλά γι' αυτό μας διέκοψες; Για μια πορδήθεν; Άκου πως γίνεται κανονικά:

«ΠΠΠΠΠΠΡΠΡΡΡΡΡΡΡ!!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος, κωδικοποιημένος ώστε να περνάει το μήνυμα, αλλά και να μην προσβάλλει, μιας και χρησιμοποιώντας το λήμμα δεν λέμε στην πραγματικότητα τη λέξη πούτσος. Που είναι κακιά. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο.

Ε στο φούτσο μου ρε φίλε κι εμένα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε προϊόν, κυρίως τρόφιμο αλλά όχι αποκλειστικά, το εμπορικό σήμα που το οποίου ταυτίζεται με της αλυσίδας super market που το πουλάει.

Τα σουπερμαρκετίσια προϊόντα παρασκευάζονται σε γραμμές παραγωγής που παρασκευάζουν αντίστοιχα προϊόντα και για άλλα εμπορικά σήματα. Ένα τέτοιο εργοστάσιο μπορεί να παρασκευάζει προϊόντα μόνο για τρίτους, ή και για την εταιρία στην κατοχή της οποίας βρίσκεται. Π.χ. η γνωστή γαλακτοβιομηχανία Χ παρασκευάζει γάλα με την επωνυμία Χ, αλλά και με την επωνυμία Ψ, το οποίο διαθέτει μόνο στην αλυσίδα καταστημάτων λιανικής Ψ, η οποία με τη σειρά της το διαθέτει στην αγορά, σε χαμηλότερη συνήθως τιμή από το αντίστοιχο Χ.

Μερικές φορές, τα σουπερμαρκετίσια προϊόντα παράγονται βάσει υλικών χαμηλότερης ποιότητας των αντίστοιχων μη σουπερμαρκετίσιων, προκειμένου να διατηρηθεί η τιμή ανταγωνιστική. Αξιοπερίεργο είναι ωστόσο το γεγονός πως τα σουπερμαρκετίσια προϊόντα, ακόμα κι αν παράγονται βάσει των ίδιων πρώτων υλών με τα μη-σουπερμαρκετίσια, πάλι είναι κατώτερης ποιότητας, πράγμα που γίνεται αισθητό στην γεύση για τα τρόφιμα και τουλάχιστον στην αντοχή για τα μη φαγώσιμα.

Εικάζεται πως σε κάποιο στάδιο της γραμμής παραγωγής σουπερμαρκετίσιων προϊόντων, προστίθεται επίτηδες μια δόση ζάχαρης για κάθε δέκα δόσεις αλμυρού τελικού προϊόντος (π.χ. τυριού), ή μια δόση αλατιού για κάθε δέκα δόσεις γλυκού τελικού προϊόντος (π.χ. παγωτού), προκειμένου το τελικό αυτό προϊόν να είναι γεύσης αντίστοιχης με τη χαμηλή τελική τιμή του. Ανάλογα διαβρώνονται και τα μη φαγώσιμα προϊόντα, π.χ. για ένα τραπεζάκι, μία σφυριά ή ρίψη από ύψος για κάθε δέκα βίδες, για ένα ρολό χαρτιού υγείας μια δόση μαύρου χρώματος για κάθε δέκα δόσεις λευκού ή ροζ (βλ. εικόνα), κ.ο.κ.

-Ρε μαλάκα, μου έβαλες αλάτι στον καφέ; Γιατί είναι αλμυρός;
-Δεν σου έβαλα τίποτα, έτσι είναι ο σουπερμαρκετίσιος καφές. Τον συνηθίζεις όμως, ειδικά αν σκεφτείς ότι ο Νες έχει διπλή τιμή!

(από jorje26, 30/11/07)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων.

Προκύπτει απ' τη γόπα και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη. Στα αγγλικά θα γραφόταν woping.

- Νέεεεουυυυςςς!
- Διατάξτε!
- Πάρε τη σακούλα κι άρχισε γόπινγκ στο δυτικό στρατόπεδο.
- Μα κύριε Διοικητά...
- Μαμούνια! ΟΛΟ το στρατόπεδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περασμένη ώρα, όταν έχει πάει αργά.

- Λοιπόν τι ώρα δείχνει τον αγώνα αύριο;
- Δεν θυμάμαι ακριβώς. Κατά τις αργάμιση πάντως, και θα τον χάσω γιατί μεθαύριο πρέπει να ξυπνήσω πολύ νωρίς να μαζέψω χόρτα.

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σύζυγος, «σύζυγος», γκόμενος, ή απλά συνοδός γυναίκας, τον οποίο η τελευταία έχει μόνο για το πορτοφόλι του.

-Της πήρα το αυτοκίνητο και μια βδομάδα μετά με παράτησε σου λέω! Μου τα 'φαγε και μ' άφησε μαλάκα! Δεν αντέχω... «κλαψ» -Ντάξει ρε Σάκη, ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος σπόνσορας είσαι.... κούλαρε, θα βρεις άλλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified