Η δυσάρεστη γεύση και αίσθηση γενικότερα στο στόμα, συνήθως μετά το πρωινό ξύπνημα.

- Φτιάξε ένα καφέ γρήγορα, γιατί χθες το βράδυ δεν έπλυνα τα δόντια μου και το στόμα μου από τα τζατζίκια είναι τσαρούχι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βρίσκεται στην 3η, αλλά συνήθως 4η και πάνω, δεκαετία της ζωής του.

τρια-ντάρης, σαρα-ντάρης κτλ, ενώ εικοσ-άρης, εικοσιεννι-άρης κτλ...

- Πσσς, τρελλό το γκομενάκι ε;
- Τι τρελλό ρε, αυτή είναι ντάρα και βάλε!
- Η γριά κότα έχει το ζουμί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τεμπέλης, που βαριέται που ζει. Ο τεμπελχανάς. Τόσο τεμπέλης, που αν οι τεμπέληδες ψήφιζαν για αρχηγό, θα έβγαινε αυτός. Και με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο.

- Ο Ρούλης έχασε 25 κιλά από τότε που μετακόμισε επαρχία για τις σπουδές του.
- Από το άγχος ε...
- Όχι επειδή βαριόταν να μαγειρέψει μόνος του.

(Ο Ρούλης είναι τεμπέλαρχος.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα θαυμασμού ή έκπληξης. Σημαίνει τι λες ρε;!.

- Κέρδισε το Λότο ο Λέλος!
- Τελέρε παιδί μου! Σοβαρά; Ν' αρχίσω να του ξαναμιλάω δηλαδή;

Παράβαλε και δεμελέρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ελεεινός.

- Και σκοντάφτει η γριά και πέφτει κάτω. Μου ζητάει βοήθεια, πάω κοντά, ρίχνω δυο κλεφτές ματιές αριστερά και δεξιά, κι αφού σιγουρεύομαι οτι δε βλέπει κανείς, της βουτάω το πορτοφόλι και το βάζω στα πόδια! Τα πιο έυκολα 20 ευρώ που έβγαλα ποτέ!
- Είσαι ελέουρας ρε φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πρωτεύοντα λόγο ή ρόλο σε μια κατάσταση. Ή αυτός που ενώ θα έπρεπε να είχε, τελικά δεν έχει. Ο παρακατιανός.

-Ο Τάκης; Ποτέ δεν κατάφερε κάτι μόνος του. Όλες τις αποφάσεις άλλοι τις έπαιρναν γι' αυτόν. Κομπάρσος στην ίδια του τη ζωή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το κλαπαρχίδας + ναύαρχος (άτομο με εξουσία και αξιώσεις στο χώρο του -master of their domain). Χρησιμοποιείται ειρωνικά για τον κατά περίσταση γαλονά, αρμόδιο κτλ.

Με στέλνανε από το ένα γραφείο στο άλλο σαν το μαλάκα. Στο τέλος βουτάω μια γραμματέα εκεί και της λέω «Φέρε μου τον κλάπαρχο μωρή, μην τα σπάσω όλα εδώ μέσα, γιατί άκρη δε βγαίνει!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μύξα που τη ρουφάμε με δύναμη, την κατεβάζουμε στο λαιμό, και τη φτύνουμε από το στόμα... Το χρώμα της ποικίλλει από βαθύ καφέ, μέχρι πράσινο. Προκαλεί αηδία σε όλους τους γύρω.

- Αμάν με τις φτύξες σου ρε φίλε... Είσαι αηδία!
- Ε, έχω κρυώσει ρε μαν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μύξα που αποβάλλουμε κλείνοντας το ένα ρουθούνι και φυσώντας δυνατά από το άλλο, με στόχο συνήθως το πεζοδρόμιο (έδαφος γενικότερα). Αποτελεί συνήθη πρακτική των λεωφορειατζήδων, στα τέρματα. Η μονομιάς αποβολή (εκτόξευση) όλης της φτύξας αποτελεί δείγμα καλής προπόνησης. Ωστόσο αν η φτύξα κρέμεται από το ρουθούνι, συμβάλλει σε maximum effect.

- Κι εκεί που καθόμουν ήρεμα κι ωραία, νιώθω κάτι υγρό στο σβέρκο μου. Ο πισινός μου, είχε ρίξει τη φτύξα του πάνω μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συμμαθητής με τις γυαλούμπες που πάντα όλοι ήθελαν να τον χτυπήσουν και να του πάρουν το σάντουιτς, αλλά το έκαναν πολύ λιγότερο συχνά απ' όσο θα ήθελαν γιατί «θα είχαν να κάνουν με τη δασκάλα».

-Θα του βάλω τα γυαλιά στον κώλο να κλάνει μυωπία, του βρωμοαπουσιολόγου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified