Χαλάρωσε και μη κάνεις το μάγκα στους μεγαλύτερους γιατί θα βρέξει καρπαζιές. Βγαλμένο μέσα από τη ζωή και συγκεκριμένα από τις κόντρες με αυτοκίνητα όπου ο κάγκουρας με το τουμπανιασμένο ιμπιζάκι (βλ. σχετικό λήμμα, ορισμούς 1, 2) θεωρεί ότι πρέπει να τα στήσει με τα evo και τα imreza ή και με μεγαλύτερα θηρία, οπότε και επεμβαίνουν οι ωριμότεροι/σοβαρότεροι/πιο υποψιασμένοι και σώζουν τον δυστυχή προτρέποντας τον να παίξει στα κυβικά του.

- Θα το γαμήσω το μαλακισμένο. Θα του χώσω δυο σφαλιάρες και θα ξεχάσει τ' όνομα του το μπασμένο.
- Ναι... Μαλάκα, άραξε τώρα στα κυβικά σου γιατί ο Νιόνιος δέρνει επιστημονικά: 4 νταν στο ακίντο και 2 στο κιοκοσινκάι έχει και δέρνει από πριν περπατήσει. Άστο να πάει στο διάολο σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκαλυμμένη προτροπή σε τρίτο να την κάνει και μάλιστα με ελαφρά πηδηματάκια. Χρησιμοποιείται (α) όταν απλά θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον ότι μάλλον περισσεύει και (β) όταν πέραν του (α) θέλουμε να τον μειώσουμε ως μάλλον κατώτερο των συγκεκριμένων περιστάσεων.

- Λοιπόν, τι κάνουμε τελικά; Θα τα στήσουμε ή θα καθόμαστε εδώ και θα κοιτιόμαστε; Άντε. Άντε ρε μαλάκες.
- Πού 'σαι, Λέλο... Τα κουβαδάκια σου και σ' άλλη παραλία. Μας έχεις ζαλίσει τον έρωτα, «θα τα στήσουμε, θα τα στήσουμε;» Τι να στήσεις ρε ταλαίπωρε, το χρέπι; Α πάαινε ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα passe partout, μπαλαντέρ, coca cola, πάει με όλα ένα πράμα, το οποίο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν ο δόκιμος όρος δε μας έρχεται λόγω ζάλης, άγχους, άγνοιας, μέθης κλπ. Είναι αλήθεια ότι ενίοτε χρησιμοποιείται αντί του γαμώ (ιδίως στη μορφή απαυτώνω), αλλά είναι κρίμα η πολυσχιδής και πολύπλευρη προσωπικότητα του να περιορισθεί μόνο εκεί. Πολλές φορές πάει πακέτο με το λίγο, είτε λόγω της μικρής χρονικής διάρκειας του αυτώματος, είτε λόγω του ελάχιστου κόπου που χρειάζεται για να επιτευχθεί.

  1. Αύτωσε λίγο το αυτό εκεί πέρα.

  2. Μπορείς να αυτώσεις λίγο το σεσουάρ σε παρακαλώ;

  3. Πάω να αυτώσω το λάστιχο κι έρχομαι.

  4. Έλα μανίτσα μου να σε αυτώσω λίγο.

  5. Πω πω, με αύτωσε το κρασί...

  6. Πρέπει να αυτώσω το ριπόρτ για τη Δευτέρα όπως και δήποτε γιατί θα με αυτώσεi ο μαλάκας πάλι.

  7. Να αυτώσω το μαντζαφλέρι εκείνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον ήπια: Την έκατσα, μου 'ρθαν ανάποδα, μεγάλο κακό με βρήκε. Το τι ακριβώς ήπιε το δυστυχές υποκείμενο τελεί υπό διερεύνηση, αλλά έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι ο ποιητής μιλάει για τον πικρό καφέ της παρηγοριάς, το οποίο έχει και μία δόση λογικής οφείλω να ομολογήσω.

  1. Ωχ, κατέβασε βασική Παλτόγλου και Χατζημπουζουκοβλασάρογλου; Τον ήπιαμε. Πάμε για τρία μπαλάκια μίνιμουμ.

  2. Υπογεγραμμένη άδεια με οδοιπορικά κι έσκασε επιθεώρηση από τον ΓΕΠΣ και τον ήπιαμε. Άμα σου λέω με πάει πίπα-κώλο-εμπλοκή...

(από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σώσε, το λαϊκό προσκύνημα, το έλα να δεις, το χάνει-η-μάνα-το-παιδί-και-το παιδί-τη-μάνα, ένα γενικότερο μπάχαλο, όπου συμβαίνουν πολλά και ετερόκλητα πράγματα μαζί. Με δυό λέξεις: της πουτάνας.

- Πώς ήταν χθες στο κλαμπάκι που πήγατε με τον Φώντα και τον Μήτσο;
- Πώς να 'ταν ρε μαλάκα... Το συμπούρμπουλο γινόταν. Ο ένας πάνω στον άλλον και μεις οι 3 μπακούρια να μη σταυρώνουμε γκόμενα. Γαμ'κε τα κι αφ'κε τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενοχλητικό αντικείμενο με την μοναδική ιδιότητα να βρίσκεται πάντα στην απολύτως λάθος θέση. Η χρησιμότητά του είναι συνήθως αντιστρόφως ανάλογη του όγκου του και αποτελεί μόνιμο εμπόδιο σ' αυτό που θέλουμε να κάνουμε βιαστικά ή με ακρίβεια, με αποτέλεσμα να τα κάνουμε γιάμπαλα ή να αγοράζουμε οικόπεδο.

Φυσικός εχθρός του οποιουδήποτε μπόρδοκλα είναι η μίνιμαλ τάση στην εσωτερική διακόσμηση, ενώ το κιτς, το μπαρόκ, το ρουστίκ, το κλασικό και γενικά όλα τα υπόλοιπα στυλ διακόσμησης αποτελούν το φυσικό του περιβάλλον.

1
- Μεγάλος μπόρδοκλας αυτός ο μπουφές της θείας σου της Μερόπης...
- Μετρημένα τα λόγια σου για τη θεία μου αχαΐρευτε. Είχες δει εσύ στο χωριό σου τέτοιο μπουφέ...

2
- Και κάνω μία έτσι να πιάσω το τηλεσβηστρόλ από το πάσο και δίνω μία σ' αυτή τη μαλακία το λαμπατέρ που έβαλε η γυναίκα μου (και πλήρωσε ο μαλάκας βέβαια...) και φεύγει στο πάτωμα και γίνεται γιάμπαλα. Και της το 'χα πει ότι είναι μέγας μπόρδοκλας κι εκείνη μου 'πε ότι εγώ είμαι ατσούμπαλος και το λαμπατέρ είναι λέει αντικείμενο τέχνης, αλλά πού να ξέρω εγώ από τέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος που, λόγω της έλλειψης χάρης και συντονισμού των διαφόρων μελών του σώματός του, αποτελεί μία κινούμενη καταστροφή, ένα ατύχημα που περιμένει να γίνει (an accident waiting to happen για τους αγγλομαθείς του σάιτ). Συνώνυμο του καρακλάμζοβιτς (εκ του αγγλικού clumsy με μία εσάνς Βαλκανίων).

- ...και είμαι τώρα στην καφετέρια με το γκομενάκι και το ψήνω και της λέω το ανέκδοτο με τον παπαγάλο και τον Χριστό και πάνω που κάνω την κίνηση για να δείξω ότι στον απέναντι τοίχο είναι ο Εσταυρωμένος, είναι από πίσω μου το γκαρσόν μ' έναν δίσκο γεμάτο φραπεδιές και νερά και όπως κάνω το χέρι προς τα πίσω φεύγει ρε μαλάκα μου ο δίσκος στο πίσω τραπέζι και γίνονται όλοι κώλος. Και βέβαια σηκώνεται το Μαράκι και την κάνει, έτσι;...
- Ε, είσαι πολύ ατσούμπαλος ρε Λέλο. Πού πας ρε Καραμήτρο; που θες και γκόμενα...

Δες και αρούβαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασίγνωστη έκφραση αποδοκιμασίας αυτών που έχουν μόλις ειπωθεί από τον αποδέκτη της, η οποία μεταξύ όλων των συνδυασμών συγγενών και μερών του σώματος κατέχει περίοπτη θέση στην καρδιά του Έλληνος (δηλαδή, δεν ακούμε και ποτέ "της συνυφάδας σου το αυτί" ή "του μπατζανάκη σου η ωμοπλάτη").

Μαθηματικά αποτελεί την πρώτη παράγωγο άλλης πασίγνωστης έκφρασης, η οποία αναφέρεται στο ιερό πρόσωπο της Μητέρας και στο όργανο το οποίο γέννησε τον αποδέκτη της και μην κάνετε ότι δεν καταλαβαίνετε διότι δεν πείθετε κανέναν. Η χρήση της πρώτης αντί της δεύτερης προτιμάται όταν ο αποδέκτης (α) είναι πιο δυνατός από μας άρα παίζει χοντρά η πιθανότητα του να μας κάνει γκάιντα στο ξύλο, (β) δεν είναι και τόσο γνωστός μας ή (γ) δεν είπε και κάτι τόσο τρομερό για να φάει τέτοιο χοντρό ξέχεσμα.

Οι εκφράσεις του τύπου "του / της [συγγενούς] σου ο / η / το [μέρος σώματος], απαντώνται ενίοτε και στη μορφή "του / της [συγγενούς] σου ο / η / το [περίεργο αντικείμενο].

- Νώντα, σήμερα πληρώνεις εσύ.
- Της θείας σου ο κώλος ρε τσίπη, όλο εγώ πληρώνω γιατί εσύ έχεις καβούρια στις τσέπες.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση του γενικού τύπου "του / της [συγγενούς] σου ο / η / το [περίεργο αντικείμενο ή μέρος σώματος]" που έχει περιγραφεί επαρκώς στα σχετικά λήμματα της θείας σου ο κώλος και της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο.

Θεωρείται μεσαίου βεληνεκούς (μικρότερου από της θείας σου τον κώλο αλλά σαφώς μεγαλύτερου από της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο) καθώς η σαφής αναφορά στο λόγω ηλικίας και μεγάλης χρήσης ξεχειλωμένο βρακολάστιχο παραπέμπει μεν στην ευαίσθητη περιοχή της γηραιάς κυρίας, αλλά το κάνει μ' έναν εύσχημο αν όχι λυρικό τρόπο. Δέον να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει διχογνωμία ή αμφιβολία για το μέγεθος της μαλακίας που θέλει ο εκφέρων να καυτηριάσει.

- Ρε α' πα' κατούρα που μουτζώνεις κιόλας, παπάρα.
- Της γιαγιάς σου το βρακολάστιχο ρε μπαγλαμά, που θα με πεις εσύ εμένα παπάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικός τεχνικός εξοπλισμός για την προστασία της ευαίσθητης περιοχής της ανδρικής κωλοτρυπίδας από αναίτιες και απρόκλητες επιθέσεις.

Η παράδοση θέλει την πρώτη ιστορική εμφάνιση του συγκεκριμένου εξοπλισμού στα χρόνια του Μεσαίωνα, εξού και η χρήση του τσίγκου αντί για πιο εξωτικά υλικά τύπου τιτάνιο, κέβλαρ και ανθρακονήματα τα οποία θα παρείχαν την ίδια τουλάχιστον προστασία με μειωμένο βάρος και αυξημένη ακαμψία και ανθεκτικότητα στις μεταβολές θερμοκρασίας. Επίσης, η χρήση του "σώβρακου" έναντι του "σλιπ" ή του "μπόξερ", παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές, όπου η μόδα δεν έπαιζε τον καταλυτικό ρόλο που έχει στη σημερινή εποχή.

Η ιδέα της παραπλανητικής κωλοτρυπίδας έχει συναρπάσει το κοινό, αλλά λεπτομέρειες για την ακριβή της θέση και λειτουργία δεν εμφανίζονται στη βιβλιογραφία. Περιγραφές κάνουν λόγο για επώδυνες και άκαρπες επιθέσεις εναντίον παραπλανητικών κωλοτρυπίδων του παρελθόντος και η αξία τους ως τελευταία ασπίδα προστασίας (μετά την εκπόρθηση του τσίγκινου σώβρακου προφανώς) θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι ο εν λόγω εξοπλισμός είναι απαραίτητος σε διάφορα μέρη της πατρίδος μας, τα οποία παρά τη φαινομενική τους χαώδη διαφορά, εγκυμονούν τον ίδιο τύπο κινδύνου για τον ανέμελο και ανυποψίαστο εκδρομέα/επισκέπτη. (βλ. παραδείγματα)

  1. - Τι θα κάνεις το Πάσχα, Αρχέλαε;
    - Εφέτο λέμε να πάμε στη Μύκονο, Βρασίδα μου.
    - Αχ, Αρχέλαε... Να προσέχεις. Πάρε μαζί σου τσίγκινα σώβρακα και παραπλανητικές κωλοτρυπίδες καλού κακού για να μη πάθεις κανένα ρεζιλίκι τώρα στα γεράματα.

  2. - Εσύ τι θα κάνεις τελικά Βρασίδα μου; Θα πάτε πάλι Αιδηψό με την Κούλα;
    - Όχι, θα πάω στο Άγιο Όρος να προσευχηθώ.
    - Και μου 'λεγες εμένα για τσίγκινα σώβρακα και παραπλανητικές κωλοτρυπίδες; Κοίτα μη σ' αρέσει και κλαις για τα χαμένα χρόνια μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified