Το αντίθετο του φώλς στις ερωτήσεις κλειστού τύπου τρου-φώλς. Αυτό. Και γαμώ τις σλανγκιές, ε;;

Νταξ, παίζει και στις μεταλλιές όταν αναφέρεται σε άτομα/συγκροτήματα που υποτίθεται το (έπικ και τέτοια) μέταλ άτιτιουντ δεν το πουλάνε, αλλά το βιώνουνε (με έμφαση στο υποτίθεται). Βασικό θέμα στις συζητήσεις έφηβων μεταλλάδων, σχεδόν πάντα χαρακτηρίζει τους μάνογουωρ ως λέξη, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε συζητήσεις χωρίς μεταλλικά συμφραζόμενα για να χαρακτηρίσει τύπο σκληρό και μόνο μπλακ.

  1. - Τι ακούς τα ποζέρια ρε. Μόνο μάνογουωρ που είναι τρου. Γάμα τους τούς πουλημένους τους Λεφτάλικα.

  2. - Νταξ, ο τύπος είναι τρου. Εφτά πιτόγυρα και μισό καφάσι μπύρες για το ζέσταμα...

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά με το λήμμα, βλέπε τις παρατηρήσεις που έχουν γίνει στα σχόλια εδώ και εδώ και έχουν να κάνουν με τη λειτουργία των θηλυκού γένους χαρακτηρισμών στην ελληνική αργκό (ο πάτσης ο πατσίδης στη ρεσεψιόν για να παραλάβει χρυσούν ωρολόγιον πρόγραμμα για την υπόδειξη).

Η ατάκα «έλα/έτσι/πάμε μωρή», που ενδέχεται να ακολουθείται από κλητική η οποία μπορεί να είναι οιουδήποτε γένους, εκφράζει πανηγυρισμό, ταύτιση απόψεων, πες τα ανθυποτεράστιε, και άλλα τέτοια πολιτισμένα. Είναι δυνατό, όμως, να αναφερόμαστε σε ε χάντρεντ περσέντ αρσενικόου και να το κάνουμε θηλυκό το επίθετο, έτσι για την επίταση του νοήματος που λέγαμε παραπάνω.

Σε αρκετά συνηθισμένη εκδοχή ακολουθείται από το αρρώστια ή το γκάβλα.

  1. - Έτσι μωρή Γαύρε/Βάζελε!

  2. - Πάμε μωρή αρρώστια!

  3. - Θα την πέσω στη Γωγώ.
    - Έτσι μωρή γκομενιάρη! Γερά, ε;;
    - Βεντσερέμος!
    - Έλα μωρή ισπανική επανάσταση!!!

1ο σχόλιο σε βαθμολογία : έλα μωρη \'\'Χατζηφραγκέτα\'\' αρρωστεια... :P (από jesus, 10/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση με ελάχιστο νόημα, αν έχει δηλαδή καθόλου, που λέγεται με ύφος πολλών καρδιναλίωνε σε φάση τι να μας πούνε τώρα κι αυτοί, τα ξέρω εγώ και τά 'χω ζήσει καλύτερα και θα πάρουν φόρα όλοι μαζί και θα μου κλάσουνε. Εξεστομίζεται κατά κανόνα από άτομα που δεν έχουν καμία επαφή με το άθλημα περί του οποίου ο λόγος, ή που μουφάρουν απεριόριστα περί γνώσεων και ικανοτήτων επί του αντικειμένου.

Πιθανή χρήση της είναι στην σύνταξη «τους ξέρω εγώ αυτούς τους...», όπου αντί για αποσιωποιητικά μπαίνει μια λέξη που έπεσε στην τελευταία φράση και έκανε εντύπωση στον χρήστη, και συνήθως αφαιρεί και τα τελευταία ψήγματα νοήματος από την πρόταση.

Όπως φαίνεται και από την ανάλυση, η ατάκα δολοφονεί τη συζήτηση, αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της, γιατί τι σκατά να του πεις μετά του τύπου.

Αξιοσημείωτο είναι ότι για το ύφος και τον ρυθμό της φράσης το εγώ δεν γίνεται γω, γιατί αλλιώς παραπέμπει και στο αμήχανο ξέρω γω και χαλάει τη μόστρα. Κάποιοι βέβαια το κόβουν το έψιλον, αλλά τους ξέρω εγώ αυτούς.

  1. - Καλά, μαλάκα, είδα χτες το Εξτερμινέητορ το 4 και γάμησε! Εκρήξεις, καταδιώξεις με χάι-τέκ νταξάκια και δε συμμαζεύεται...
    - Εγώ έβαλα και ξανάδα τη νύχτα πρεμιέρας του Κασσαβέτις.
    - Ποιος είναι αυτός ρε; Κάνας ντερτιλής;;
    - Έλα ρε, ο πατέρας του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου.
    - Τους ξέρω εγώ αυτούς τους πατέρες.
    (σ.ς. προφ δεν ξέρει το χριστό του)

  2. από εδώ:
    Τύπος τριπλοπαρκάρει το άθλιο αγροτικό του για να πάει στο τυροπιτάδικο που βρίσκεται απέναντι, και του οποίου ο ιδιοκτήτης μουφάρει ασύστολα ότι οι μπουγάτσες του είναι καλύτερες από της Θεσσαλονίκης, γιατί αυτός «τους ξέρει αυτούς».

Μου τα\' χα πεί... (από HODJAS, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αμερικάνικου «γκεστ σταρ», φιλική εμφάνιση συνήθως σε ταινία, συν την εξαιρετικά σλανγκοπαραγωγό κατάληξη -ίκι, που τουρκοφέρνει-γκουχγκούχ τ' είν' αυτά που λέτε ρε πατριώτες!!!!! Για την ελληναριά της ατάκας, το δεύτερο στ- κόβεται και δύο λέξεις γίνονται μία.

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος συνήθως άκυρος σκάει για ελάστιχο χρονικό διάστημα, δε λέει (σχεδόν) τίποτα και την κάνει. Τονίζει το υποκειμενικά (από την σκοπία του χρήστη) τιραμισουρεαλιστικό της κατάστασης ή απλά το περίεργό της.

  1. - Τι σόι μαλάκας ήταν αυτός;
    - Έλα ρε, λίωνει για τη Μαρία το παιδί, και όποτε τη βλέπει σκάει στην παρέα για το γκεσταριλίκι, δε βγάζει μιλιά από την αμηχανία και την κάνει μέχρι την επόμενη παράσταση.

  2. (άκυρος τύπος ανοίγει την πόρτα γραφείου, κοιτάζει σα το μαλάκα, δεν βρίσκει αυτόν που έψαχνε, κλείνει την πόρτα)
    - Ουγκχ!! Τι γκεσταριλίκι ήταν αυτό;;

Got a better definition? Add it!

Published

Το πατρινό ισοδύναμο του πάει η μαλακία σύννεφο. Δεν ξέρω αν προέρχεται από την επιτατική έννοια που παρατηρείται στη λέξη γόνατο στο οικείο λινκ, ή αν είναι από την εικόνα του τύπου που την παίζει τόσο βίαια που το χέρι πάει κι έρχεται μέχρι το γόνατο.

- Πιστεύω ότι πρέπει να εισηγηθούμε την προσάρτηση τρίτου βυζιού στη μέση.
- Ναι. Χρειάζεται.
- Προφανώς. Έχεις χουφτώσει τα δύο. Το στόμα σου πού το βάζεις;
- Και προφ για εργονομικούς λόγους πρέπει να είναι σε σειρά. Στο ίδιο πνεύμα, βέβαια, χρειάζονται τέσσερα. Για να μπορείς να χουφτώνεις τα δύο και να βάζεις τη μάπα σου ανάμεσα στ' άλλα δύο.
- Ναι...εδώ βέβαια δεν είναι ξεκάθαρο αν βολεύει να είναι εν σειρά ή σε ζεύγη...
(τρίτος που άκουγε τη συζήτηση:)
- Να βάλουμε και δυο στην πλάτη λέω 'γω;; Πάει η μαλακία γόνατο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέγαμε όταν ήμουνα μικρός στη Λευκάδα (τώρα είμαι άπαιχτος στο σηάτλ) αντί των για κοίτα ένα μαλάκα, πάρε ένα μαλάκα και τα συναφή.

Για την προφορά δες και το κάνε.

- Για ιδές κεφάλ' π' θέλ' να παίξ' κι επίθεσ'! Τέρμα 'α παίξ'ς ρε μόμολο!

Got a better definition? Add it!

Published

Θηλυκό. Λέγεται λαϊκά έτσι η Μερσεντές, αλλιώς και το «μερκέντι». Και ιδίως τα γάμησέ τα μοντέλα της εταιρίας, όπως η παλιά σειρά C, ή η Ε180 που ήταν απλά η εκπλήρωση του καημού του (ακόμη) πεινασμένου (αλλά όχι ψωμολυσσούντα) έλληνα πρώτα, και μετά του αντίστοιχου αλβανού και τώρα δεν ξέρω ποιου.

Ανήκει στην οικογένεια των εκλαϊκευμένων ονομάτων αυτοκινήτων, όπως και το μπέμπα, αντί για BMW, εδώ εκφράζεται και πατρική (όχι και τόσο) παύλα πιπινική αγάπη προς το όχημα, το τουότα, αντί για ΤΟΥΟΤΑ, απλός εξελληνισμός, και νομίζω ότι πέθανε. Εξαιρείται το πορσικό που είναι άλλη φάση.

Χρησιμοποιείται πλέον κυρίως με αρνητικές συνδηλώσεις, έχω την εντύπωση, αν και παλαιότερα, όταν για να έχει μερκεντέ έπρεπε να είσαι τουλάστιχον μανχάτας, είχε κυρίως την απόχρωση του θαυμασμού για το τουτού.

- Ναι το μαλάκα, άμα δεν το παρκάρει το μερκέντι μπροστά απ' το καφενείο να φαίνεται να κλείσει όλη την κίνηση ο καραγκιόζης δεν γίνεται...

(από Vrastaman, 11/12/09)(από jesus, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο κοινωνικό φαινόμενο παρά λήμμα σλανγκ. Αξίζει αναφοράς, όμως, καθότι εξηγεί τα λήμματα τύπου κουτσουμπήλω, του γκουντουμπήτρου, Έφη Βώδη και ίσως άλλα που να μου διαφεύγουν.

Πρόκειται για τον ξεπεσμό, για την ντεγκαντάνς της παραδοσιακής μουσικής της Πελοποννήσου και της Ρούμελης που επήλθε όταν ανακαλύφθηκε το έκο/ντηλέυ και άρχισε η κατάχρηση στα πανηγύρια, τα οποία πλέον είναι πιασοκωλιά στα ίσα και δεν έχουν καμία σχέση με τις παραδοσιακές θρησκευτικές και αγροτικές εορτές.

Η μουσική είναι κάτι που μόνο μακρινά θυμίζει παραδοσιακά τραγούδια, όταν παίζουν και τέτοια, αφού έχουν αντικατασταθεί από τα πανηγυριώτικα καψουροτράγουδα. Το είδος αυτό αντιδιαστέλλεται με τα καψουροτράγουδα εθνικής οδού, διότι συνδέεται άμεσα με το σφαγιασμένο παραδοσιακό τραγούδι, και συνεπώς έμμεσα με το ίδιο το παραδοσιακό τραγούδι, ενώ το καψουροτράγουδο της εθνικής οδού κατάγεται από το ρεμπέτικο. Παναγία βόηθα...

Παρατηρούμενα φαινόμενα, εκτός από τα άθλιας ποιότητας ποτά και φαγητά σε εξωφρενικές για πανηγύρι τιμές είναι η ορχήστρα αγκαζέ το μισό βράδυ και χορεύω μόνο εγώ και η πάρτη μου και άμα σηκωθείς παίζει τσαμπουκάς (και γαμώ τις γιορτές δηλαδή) και η απανταχού παρούσα επίδειξη πλούτου σε στυλ βλαχομπαρόκ.

Η ορχήστρα αποτελείται από: κλαρίνο, βιολί, φωνή, ηλεκτρική κιθάρα και μπάσο, ντραμς, πλήκτρα και τουμπερλέκι. Τον βασικότερο ρόλο όλων, όμως, τον παίζει ο ηχολήπτης που τερματίζει το ντηλέυ και νομίζεις ότι βρίσκεσαι στη σπηλιά του νταβέλη, σε σημείο που τελικά η όλη (υπο)κουλτούρα του σύγχρονου πανηγυριού να χαρακτηρίζεται από αυτό.

αυτό

κι αυτό.

Ψάχνοντας για μπλάκμαν βρήκα κι αυτό. Δεν κολλάει και πολύ, αλλά η καποερίστικη κλωτσιά που δίνει ο ράσταμαν στο 0.26 είναι ανθρωπολογικό φαινόμενο και καταδεικνύει την άρρηκτη ενότητα του Πανανθρώπινου Πολιτισμού. Αφρομπραζίλιαν Κάλτσουρ μήτς Zeibekiko μήτς Μπιουκάναν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλήρως ασύντακτη αντερώτηση στο κλασσικό πλέον «τι λέει». Καταχωριστέο, κουτουτουμουγού, λόγω αυτής ακριβώς της επικής ασυνταξίας.

- Τι λέει;
- Κουλ μωρέ, χαλαρά. Εσύ τι λέει;
- Μια απ' τα ίδια.
- Και μισό κιλό βαρελίσια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλην του ήδη κατεχωρισμένου, παίζει και με την έννοια του ντου, είτε αυτό γίνεται σε κτήριο, σε μπάτσους, πεηπολικά ή ό,τι άλλο. Συναντάται και στη ρηματική μορφή, πουχού την έπεσαν στο τμήμα στα εξάρχεια πάλι, απ' όπου προήλθε και το ουσιαστικό περιγράφον την πράξη.

Βάλε το μαντήλι, άκουσα ετοιμάζεται πέσιμο και θα μας γαμήσουν πάλι στα χημικά. Μααλόξ έχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified