Γυναίκα με κακό χαρακτήρα, στρίγγλα.

  1. Τελικά αυτή η στρίτζω η διευθύντρια του έδωσε πόδι!

  2. Πώς να μην είμαι στρίτζω έτσι που μου φέρεται;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(από το αγγλικό touch) Επαφή σεξουαλικού χαρακτήρα.

- Συναντηθήκαμε απογευματάκι, αλλά το τατσικό έγινε χαράματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσποιητή συμπεριφορά.

Άσε τις δηθενιές κι έλα στο ψητό!

Δές και δηθενισμός, δηθενιστής, ντεμέκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εισπράττω, κυρίως μετρητά.

Τα παντελόνιασες τα λεφτά ή σ' έχουν ακόμα στο περίμενε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μένω σε ένα μέρος περισσότερο από όσο χρειάζεται, κολλάω και μάλιστα πεισματικά.

Υπάρχει κάποιο πρόγραμμα που κατεβάζει τραγούδια χωρίς να μπαστακώνομαι πάνω από το pc.

Got a better definition? Add it!

Published

Κολλάω σε μία ιδέα ή επιθυμία.

Μ' αυτά που της είπε μπαστακώθηκε και ήθελε γάμο το ταχύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Άνθρωπος, στον οποίο οι άλλοι δεν δίνουν σημασία, τον υποτιμούν και του φέρονται περιφρονητικά.

  2. Κακό ποδοσφαιρικό παιχνίδι.

  1. Η Εκκλησία είναι δύσκολο να γίνει κλωτσοσκούφι στα πόδια αυτών που έχουν έρθει για να ευτελίσουν τα πάντα σ΄ αυτόν τον τόπο. (Χριστόδουλος, 5/12/2006. Πηγή: http://ecclesianet.blogspot.com/2008/01/blog-post_3654.html)

  2. Δεν άξιζε τον κόπο το ντέρμπι, η μία ομάδα μόνο κλωτσοσκούφι ήξερε να παίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στάση ζωής που υπαγορεύει την προσποίηση στην κοινωνική συμπεριφορά.

Μ' ενοχλεί αυτός ο δηθενισμός των εφημερίδων που, ενώ ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το κέρδος, ισχυρίζονται ότι ασχολούνται με τα παγκόσμια προβλήματα.

Βλ. και δηθενιά, δηθενιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ίδια η προσποιητή συμπεριφορά. Συνώνυμο: δηθενιά.

Μας έχει φάει ο δηθενισμός και το θεαθήναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που υιοθετεί προσποιητή κοινωνική συμπεριφορά.

Είναι γνωστό ότι είμαστε κοντόφθαλμοι δηθενιστές που νομίζουμε γινόμαστε καλύτεροι αν πληρώνουμε ακριβά.

Βλ. και δηθενιά, δηθενισμός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified