Φιλάω, στα καλιαρντά.
- Έλα να σε κοντροσολάρω λίγο να στανιάρεις...
Συνώνυμα: αβέλω κοντροσόλ, αβέλω ροντοσόλ, βουέλω σάλιαγκο, βουέλω τζόκα.
Got a better definition? Add it!
Ο στρατιώτης, στα καλιαρντά (εκ του αγγλικού soldier).
- Έχω νταλκά μ' έναν σολντά!
Συνώνυμα: σολντάτης, γη ελληνική.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο: το θαλασσινό.
Got a better definition? Add it!
= Το πρόθεμα WWW που μπαίνει μπροστά από κάθε διεύθυνση ιστοσελίδας στον παγκόσμιο ιστό.
Πήραν το όνομά τους από το σχήμα του γράμματος W που μοιάζει με κωλαράκι.
Αντί να πεις: ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-τελεία......
λες πιο σύντομα: 3 κωλαράκια-τελεία...
Got a better definition? Add it!
Το παλιό καλό χιλιάρικο επί εποχής δραχμής.
Το προσωνύμιο οφειλόταν στο καφέ χρώμα του και η ανάγκη που επέβαλε τη χρήση υποκοριστικού ήταν το γεγονός ότι αποτελούσε τη βασική μονάδα μέτρησης τότε, ειδικά στις μεγάλες αγορές (κυρίως στις προ πεντοχίλιαρου και δεκαχίλιαρου εποχές).
Συνώνυμο: χήνα
- Με τρακόσια καφετιά δικό σου το αμαξάκι, άλλο σκόντο δεν σου κάνω...
Got a better definition? Add it!
Λέξη που εννοούσε το χαρτονόμισμα των 5.000 δραχμών (κοινώς πεντοχίλιαρο).
Έμεινε στην ιστορία από τους στίχους του τραγουδιού:
«Γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια...»
Συνώνυμο: Κολοκοτρώνης
Τσάκωσε τρία πετσετάκια τώρα και τα υπόλοιπα αύριο...
Got a better definition? Add it!
Το χαρτονόμισμα των 5.000 δρχ, (πεντοχίλαρο) λόγω της απεικόνισης του ήρωα του 1821.
Στον πληθυντικό αντί για "κολοκοτρώνηδες" συνηθιζόταν η φράση "κολοκοτρωναίους"
Συνώνυμο: πετσετάκι
- Με πέντε κολοκοτρωναίους θα γίνει δικό σου το εξάρτημα!
Got a better definition? Add it!
Το δεκαχίλιαρο, το χαρτονόμισμα των 10.000 δραχμών, επειδή απεικόνιζε τον διάσημο έλληνα γιατρό Γεώργιο Παπανικολάου (που ανακάλυψε το ομώνυμο Τεστ).
Παραλλαγές της έκφρασης: Παπανικολήδες, Τεστ Παπανικολάου
- Δώσε μου ρε δυο τεστ Παπανικολάου να κεράσω και στα δίνω αύριο...
- Τρεις Παπανικολήδες μόνο; Αποκλείεται να κάνει τόσο...
Got a better definition? Add it!
Η Ρωσίδα χορεύτρια σε σκυλάδικο (και δευτερευόντως σε στριπτιζάδικο)
Μπαλαλάικα = παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο
Η λέξη επεκράτησε λόγω της μουσικής χρήσης της, της εθνικότητας του οργάνου και την κατάληξης λάικα (που σχετίζεται με τα λαϊκά μαγαζιά αλλά και με την σκυλίτσα Λάικα από την Ρωσία.
- Πως θα γίνει να γνωρίσουμε καμιά μπαλαλάικα;
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τη λέξη κύριος και χαρακτηρίζει (αναλόγως θετικά ή αρνητικά) πρόσωπο ή κατάσταση.
Αντίθετο της λέξης χαβαλέ, και πιθανότατα η λέξη κυριλέ ακολουθεί την ίδια κατάληξη.
Αρκετά παλιά έκφραση, που η χρήση της υποδηλώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία και στάση ζωής του ομιλούντα...
Παραλλαγές: κυριλάτος, κυριλάτα, κυρίλα και άλλες σύνθετες
Επίσης από αυτήν προέρχονται και άλλες παρεμφερείς που ομοιάζουν ηχητικά με την ίδια ακριβώς σημασία: Κύριλλος, Κυριλέησον.
- Περάσαμε κυριλέ χθες το βράδυ...
- Η γκόμενα που γνώρισα πολύ κυριλάτη...
- Να ντυθείς κυριλάτα να είμαστε ασορτί...
- Στο πάρτυ είχαν κυριλοκατάσταση και την κοπανήσαμε γρήγορα...
- Η γκόμενα; Πολύ κυριλέ για να γούστα μου...
- Μες στην κυρίλα το πουρό...
Got a better definition? Add it!