Έκφραση που υποδηλώνει υψηλόβαθμο αξιωματικό, συνήθως Ταξίαρχο και Στρατηγό (λόγω των πολλών αστεριών που φέρουν στη στολή).
- Πρέπει να κάνουμε γυαλί το στρατόπεδο, γιατί θα κάνει επιθεώρηση ο αστεράτος από τη Μεραρχία.
Έκφραση που υποδηλώνει υψηλόβαθμο αξιωματικό, συνήθως Ταξίαρχο και Στρατηγό (λόγω των πολλών αστεριών που φέρουν στη στολή).
- Πρέπει να κάνουμε γυαλί το στρατόπεδο, γιατί θα κάνει επιθεώρηση ο αστεράτος από τη Μεραρχία.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση με ομοιοκατάληκτες λέξεις που δηλώνει απελπισία, αδιέξοδο, απογοήτευση.
Τη λέξη βράστα την συναντάμε και στην παρόμοιας σημασίας έκφραση βράσε ρύζι.
- Άσ 'τα βράστα, ξέμεινα πάλι από φράγκα!
Βλ. και άσ' τα, βράσ' τα
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται συνήθως σε αρνητική κατάσταση.
Οι δυο λέξεις χρησιμοποιούνται μαζί επειδή έχουν ίδια κατάληξη.
- Ψωνίσατε τελικά χθες;
- Αρχίδια μύδια ψωνίσαμε, πανάκριβα ήταν όλα!
Got a better definition? Add it!
[επίσης: αρχίδια ριγανάτα]
Εκφραση υποτιμητική καταστάσεως, που περιγράφει δύσκολες συνθήκες.
- Έγραψες καλά στο μάθημα;
- Αρχίδια με τη ρίγανη έγραψα!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητική έκφραση, που περιγράφει συνήθως άσχημη κατάσταση.
Συνώνυμα: αρχίδια καλαβρέζικα, αρχίδια καπλαμά
Μάντολα = κεφαλλονίτικο γλυκό από αμύγδαλα
- Θα κερδίσουμε την Κυριακή!
- Αρχίδια - μάντολες θα κάνετε!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο με το αρχίδια καλαβρέζικα.
Σημαίνει: τρίχες, αηδίες.
Καπλαμάς = λεπτό φύλλο ξύλου επενδύσεως, διακοσμητικό.
Κι από γυναίκα, κι από δουλειά, αρχίδια καπλαμά!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητική έκφραση που αναφέρεται σε πρόσωπο ή σε κατάσταση.
Το «μισό» δίνει υπερθετικό βαθμό.
- Είσαι ένα αρχίδι και μισό, ρε!
- Πήρες την αύξηση που ζήτησες;
- Πήρα ένα αρχίδι και μισό!
Got a better definition? Add it!
Θετικός χαρακτηρισμός ανδρός. Ο έχων μεγάλα αρχίδια.
Ο μάγκας, ο ικανός, αυτός που δεν κωλώνει, ο ατρόμητος, ο άφοβος.
- Αρχιδάτος ο αδερφός σου, πέρασε με την πρώτη στις εξετάσεις!
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας που απλώς συνοδεύει μια γυναικεία παρέα, χωρίς να σχετίζεται με καμία από τις κοπέλες.
Οι γυναίκες τον παίρνουν μαζί τους για να μην φαίνονται μόνες και τον παρατούν διαρκώς για να μιλήσουν σε άλλους άντρες, όπως παρατάνε και μια βαλίτσα για να χαιρετήσουν κάποιον στον δρόμο...
Συνώνυμα: γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός, μουνοφύλαξ.
- Κοίτα τον Δημητράκη με τις γκόμενες! Παίζει καμία;
- Μπαααα, αποσκευή τον έχουν για να μην βγαίνουν μόνες...
Got a better definition? Add it!
Υποτιθέμενη σχολή που τελειώνουν όσες κοπέλες δεν σπουδάζουν αλλά αναζητούν εναγωνίως γαμπρό από τα 18 τους (συνήθως με την προτροπή των γονιών τους). Συνηθίζεται και στις περιπτώσεις που κοπέλες διακόπτουν το Λύκειο για να παντρευτούν. Παραλλαγή της παλιάς σχολής Ανωτάτη Εμπορική.
- Ποια σχολή θα βάλεις πρώτη στο μηχανογραφικό;
- Δεν θα δώσω εξετάσεις, έχω ήδη περάσει στην Ανωτάτη Παντρευτική!
- Γιατί εξαφανίστηκε η Μαρία από το σχολείο τελευταία;
- Δεν τά 'μαθες; Πέρασε στην Ανωτάτη Παντρευτική!
Got a better definition? Add it!