Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ευχαρίστηση ή ηδονή.
- Τρία γκολ έριξε η παοκάρα χθες!
- Φφφςςς, δώσε πόνο!
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ευχαρίστηση ή ηδονή.
- Τρία γκολ έριξε η παοκάρα χθες!
- Φφφςςς, δώσε πόνο!
Got a better definition? Add it!
Στα χαρτιά, αυτός που ποντάρει (και συνήθως μεγάλα ποσά) μόνο όταν έχει πολύ καλό φύλλο.
- Ντούκου.
- Ντούκου.
- 15 ευρώ!
- (Πάλι λοζέ έπιασε ο καραμπίνας...)
- Πάσο.
- Πάσο.
- Πάσο.
- Πάσο.
Got a better definition? Add it!
Το τσιγαριλίκι, το χόρτο.
- Πάμε για κανά τιρουρίρου;
- Εε; Τι 'ναι το τιρουρίρου ρε μαλάκα;
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του ζαμπόνιασα...
Ωχ, πρέζωσα τωρα...
Got a better definition? Add it!
Το παίξιμο μίας χεριάς, ενός (αριθμητικά) παιχνιδιού στο πόκερ ή στην πόκα.
Στο προηγούμενο κόλπο έγινε σφαγή! Μπήκανε τρεις με φουλ.
Got a better definition? Add it!
Στα χαρτιά, φρέσκα είναι τα χρήματα που θα βγάλει κάποιος που μόλις έχασε εκείνα με τα οποία έπαιζε, έτσι ώστε να ξαναμπεί στο παιχνίδι.
Πάει και αυτό το εικοσάρικο... Πάω για φρέσκα.
Got a better definition? Add it!
Στα χαρτιά, κάποιος που χάνει πολλά.
- Τι γίνεται; Πώς πάει;
- Εδώ... Ο Κώστας είναι στα λεφτά του ο Στέλιος και ο Μήτσος βγάζουνε... Ο Στράτος έχει πέσει στα βαθιά και κολυμπάει...
Got a better definition? Add it!
Στα χαρτιά, κάποιος που θα πέσει (και θα χάσει) στο πολύ καλό φύλλο ενός άλλου παίχτη, συνήθως παρασυρόμενος απο το δικό του καλό φύλλο.
- Εγώ εφυγα τρεις γύρες πριν. Είχα πάνω μου άσσο-ρήγα, σκάει κάτω πέντε, ρήγας, ρήγας..., εννιά, και στο τέλος άσσος. Ρεστάρουμε με τον Μπάμπη... και κάθομαι στο φουλ του άσσου του...
- Έπεσες σε γάντζο...
Got a better definition? Add it!
Ο ποιοτικά κατώτερος, ο δευτερότριτος ή καλύτερα... ο τελευταίος.
Στην κυριολεξία η λέξη αφορά ένα τυρί όμοιο με τη φέτα.
Got a better definition? Add it!