Φόλα λέγεται ένα πολύ κακής ποιότητας φαγητό ή βρώμικο που μας κάνει αφού το φάμε να βγάζουμε τ΄άντερά μας. (Παρ.1)

Για την ιστορία, η δραστική ουσία της φόλας είναι η αντιπηκτική ουσία κουμαρίνη ή βαρφαρίνη που οδηγεί το δύστυχο τετράποδο που την καταναλώνει σε εσωτερική αιμορραγία και θάνατο. Ο μύθος θέλει τον Ιωσήφ Στάλιν να έχει δηλητηριαστεί και υποστεί το μοιραίο εγκεφαλικό επεισόδιο από φόλα.

Επίσης, φόλα σημαίνει και «πάρα πολύ», «σε υπερθετικό βαθμό». (Παρ.2)

  1. Όλη νύχτα έφτυνα το συκώτι, τη σπλήνα και τη χολή μου, με τη φόλα που φάγαμε στην καντίνα.

  2. Αποκλείεται να ψήφισε άλλο κόμμα! Είναι φόλα ΚΟΔΗΣΟ από τα γεννοφάσκια του, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σλόγκαν που κυκλοφόρησε στην πολιτικά ταραγμένη χρονιά του 1965. Η κυβερνητική αστάθεια που προκλήθηκε από την αποχώρηση 40 βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας της Ένωσης Κέντρου, η πτώση της Κυβέρνησης, οι έντονες πολιτικές διεργασίες που ακολούθησαν και οι κοινωνικές ταραχές που λάμβαναν χώρα παράλληλα, συνέπεσαν με τη γέννηση της πρωτότοκης κόρης Αλεξίας του τότε Βασιλικού ζεύγους Κων/νου και Άννας-Μαρίας. Φυσικά, εν μέσω σοβαρών κρίσεων κανείς δεν μπορεί να μείνει ουδέτερος, κι έτσι πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής και διαδηλωτές με πλακάτ καλούσαν σκωπτικά τη νεογέννητη πριγκίπισσα να τοποθετηθεί επί των τεκταινομένων με την ατάκα «Αλεξία, πάρε θέση», σε μια έμμεση φυσικά προτροπή προς τον άνακτα πατέρα της να μην κάνει τον Κινέζο και να δώσει διεξόδους στα οξυμένα πολιτικά προβλήματα, συμφώνες με το λαϊκό αίσθημα.

Φυσικά, η Αλεξία μπορεί να αντικατασταθεί από οποιοδήποτε άλλο όνομα, ανάλογα με το από ποιον περιμένουμε να τοποθετηθεί επί ενός ζητήματος.

Καλά, ολόκληρο σεντόνι σχόλια για το σαν ταμένο, και ο τζόνιμπλακ να μην εμφανιστεί; Τζόνι, πάρε θέση!

Πάρε θέση! (από allivegp, 17/10/09)Αλεξία σε πιο πρόσφατη φωτό. (από poniroskylo, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχήν, σπέκια για τον υπάρχοντα ορισμό που καθιστά οποιαδήποτε άλλη απόπειρα ως ιδιαίτερα φιλόδοξη και καταδικασμένη σε αποτυχία.

Αλόρα: Τον καταρρακώνω ηθικά, του τσακίζω το ηθικό, τον κάνω να αισθάνεται άχρηστος / σκουπίδι.

Ακολούθως, κάποιος που του έχει γαμηθεί η ψυχολογία γίνεται άβουλος και υποβόλιμος, κοινώς μένει μαλάκας και τον κάνουμε ό,τι θέλουμε χωρίς να μπορεί ν΄αντισταθεί.

Για την ιστορία, έχουν μείνει διαβόητες οι μέθοδοι με τις οποίες ο Εισαγγελέας Βισίνσκι, λακές του Στάλιν, γαμούσε τη ψυχολογία των κατηγορουμένων, από τους οποίους μπορούσε να αποσπάσει την ομολογία ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο Βασιλιάς της Αγγλίας.

Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από τη δίκη των ηγετικών στελεχών του Μπολσεβικικού κινήματος, συντρόφων Ζινόβιεφ και Κάμενεφ κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων του 1937:

Βισίνσκι: Δηλαδή, σχεδιάζατε να δολοφονήσετε τον σύντροφο Στάλιν;
Ζινόβιεφ και Κάμενεφ (με μια φωνή): Μάλιστα.
Β.: Παραδέχεστε, επομένως, ότι ενεργούσατε από κοινού για τη δολοφονία του συντρόφου Στάλιν;
Ζ. και Κ.: Μάλιστα, παραδεχόμαστε.
Β.: Ώστε σκοπός σας ήταν να δολοφονήσετε τον σύντροφο Στάλιν;
Ζ.και Κάμενεφ: Μάλιστα, σκοπός μας ήταν να δολοφονήσουμε τον σύντροφο Στάλιν.

κ.ο.κ., ο διάλογος συνεχίζεται επί μακρόν στο ίδιο μοτίβο.

Ο Κάμενεφ οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα κλαίγοντας και εκλιπαρώντας ως την τελευταία στιγμή για να έρθει χάρη από τον Στάλιν (που δεν ήρθε ποτέ), ενώ τα τελευταία λόγια του Ζινόβιεφ πριν τουφεκιστεί ήταν «Νιώθω μια άδολη και απέραντη αγάπη για το Κόμμα και τον Σύντροφο Στάλιν.»

Ο Αλέφαντος όταν ήθελε να γαμήσει την ψυχολογία ενός παίκτη, τον ξεκινούσε στο παιχνίδι, και τον έκανε αλλαγή πριν συμπληρωθεί το δεκάλεπτο.

Από τα Λαδάδικα (από Khan, 17/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζονται τα χαρτάκια που εκτοξεύουν προς τον αγωνιστικό χώρο οι οπαδοί μιας ομάδας όταν οι παίκτες της βγαίνουν από τα αποδυτήρια στο γήπεδο, με σκοπό τη δημιουργία «ατμόσφαιρας».

Οι φίλαθλοι προσέρχονται με τα χαρτάκια αυτά στην τσέπη του μπουφάν τους, είτε, συνηθέστερα, τους μοιράζονται επί τόπου από οργανωμένους οπαδούς που τα φέρνουν μέσα σε νάυλον σακούλες σούπερ-μάρκετ.

Το σχήμα που έχουν τα χαρτάκια είναι τετράγωνο ή ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, διαστάσεων περί τα 10 εκ. η κάθε πλευρά. Πολλές φορές είναι και σταρβοκομμένα, μη υπακούοντας σε κανένα από τα κανονικά γεωμετρικά σχήματα.

Από πού προέρχεται η παοκάρα; Συνηθισμένη πρώτη ύλη για παοκάρα αποτελούν τα βιβλία του ΟΕΔΒ (Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων) αφού οι περισσότεροι οπαδοί ακολουθούν το μότο Όποιος Διαβάζει Είναι Βλάκας και περιμένουν διακαώς να ξεκινήσει το πρωτάθλημα για να μετατρέψουν σε παοκάρα τα σχολικά βιβλία της προηγούμενης χρονιάς. Άλλη πηγή παοκάρας, αποτελούν οι τηλεφωνικοί κατάλογοι και οι χρυσοί οδηγοί, εφημερίδες, περιοδικά, διαφημιστικά φυλλάδια και γενικά κάθε είδους έντυπο υλικό, μέχρι και τσόντες έχουν θεαθεί εν ίδει παοκάρας .

Για τη μετατροπή ενός χοντρού βιβλίου ή καταλόγου σε παοκάρα, επιστρατεύονται ψαλίδια, μαχαίρια, πριόνια ή και πιο σοφιστικέ όργανα, όπως αλυσοπρίονα και πριονοκορδέλες.

Η παοκάρα γνώρισε την τιμητική της στο Μουντιάλ του 1978 στην Αργεντινή, όπου τα γήπεδα ήταν κατάστρωτα με αστραφτερά, ασημένια χαρτάκια. Παοκάρα χρησιμοποιείται και επίσημα στην στέψη του νικητή της Γιουροβίζιον ή στην απονομή του τίτλου στον νικητή του Τζάμπιος Λίγκ αλλά τότε επαγγελματικά, σε συγκεκριμένη ποσότητα και σωστό τάιμινγκ με την υποβοήθηση και τεχνικών μέσων όπως ανεμιστήρες.

Αξίζει να σημειωθεί πως στον Ελληνικό χώρο, αν και τα χαρτάκια εμφανίζονται σε κάθε γήπεδο, και μάλιστα όχι μόνο ποδοσφαιρικό, επικράτησε η ονομασία παοκάρα λόγω της μεγάλης διάδοσης που έχει η χρήση των χαρτακιών αυτών στην Τούμπα.

Κοίτα στη φυσούνα: Βγαίνει η ομάδα! Γρήγορα, την παοκάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο Ελληνικό Δημόσιο είχε δημιουργηθεί και εφαρμοζόταν με θρησκευτική ευλάβεια, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, μια ιδιάζουσα κινητή αργία, αυτή για χάρη του Αγίου Ενδιάμεσα. Ο συγκεκριμένος Άγιος ετιμάτο με άδεια από την εργασία σε εργάσιμη μέρα που παρεμβάλλονταν μεταξύ δυο αργιών. Π.χ., αν η Πρωτομαγιά έπεφτε Πέμπτη, η επαύριο Παρασκευή παρεμβαλλόταν μεταξύ δυο αργιών και ο δημόσιος υπάλληλος αποκτούσε το δικαίωμα να λείψει από τη δουλειά του, τιμώντας τον Άγιο Ενδιάμεσα. Μάλιστα, ο Άγιος μπορούσε να τιμηθεί και περισσότερες από μια φορές ετησίως, και άλλοτε άλλες φορές κάθε χρόνο, ανάλογα με τη συγκυρία των λοιπών εορτών και αργιών.

Συνώνυμο: άδεια απ' τη σημαία.

- Τι ήταν να πάω του Αγίου Ενδιάμεσα στην Εφορία; Τρεις ώρες στην ουρά έφαγα επειδή είχε έρθει μόνο ο ένας στους τέσσερις υπαλλήλους. Μιλάμε για πολύ ευσέβεια στον συγκεκριμένο Άγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μάτι, ο οφθαλμικός βολβός, κατά Πίνδο μεριά.

- Στάκα, για μου μπήκε σκόνη στον μπόμπολα.

Ωχ, το μάτι μου! (από Vrastaman, 22/10/09)Γιώργος Μπόμπολας (από Khan, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο γαστρεντερολόγος, δηλαδή ο ιατρός που διενεργεί τις γκανγκστροσκοπήσεις (γαστροσκοπήσεις).

- Λοιπόν σου βρήκαν τίποτε οι γιατροί;
- Κάθε γιατρός ό,τι ξέρει, μαρτυράει: Αν πας π.χ. σε γκανστερολόγο και του πεις ότι φταρνίζεσαι, θα σε βάλει αμέσως κάτω να σου κάνει γκανγκστροσκόπηση, ενώ ο ωριλάς λαρυγγοσκόπηση. Πού να βρεις άκρη...

(από allivegp, 22/10/09)Τον γκανγκστερολόγο έπαιξε λαμπρά ο Billy Crystal. (από Khan, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια συμβουλή ή ένα tip που κάποιος μας το σφυρίζει την κατάλληλη στιγμή, ανοίγοντας μας τα μάτια ή βγάζοντας από μια δύσκολη θέση.

Συνήθως η φιδιά είναι κάτι που γνωρίζουν λίγοι και μεταφέρεται εμπιστευτικά.

  1. Καλά που μου σφύριξε η γραμματέας τη φιδιά ότι δικαιούμαι αναδρομικά, αλλιώς δεν θα είχα πάρει χαμπάρι.

  2. Κάθισα σαν τoν μαλάκα της παρέας και ξανάδωσα Βιοχημεία, γιατί κανείς δεν μου είπε τη φιδιά ότι μπορούσα να την κατοχυρώσω από το ΤΕΙ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδιλίκι είναι η πλειοδοσία σε πίστη και αφοσίωση προς μια αθλητική ομάδα, που όμως γίνεται υστερόβουλα, προς εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων.

Πουλώντας οπαδιλίκι καπελώνουμε τους αμφισβητίες μας και εγγράφουμε υποθήκη για την ανάδειξη μας σε πυλώνα της ομάδας, είτε αγωνιστικά (αν είμαστε αθλητές), είτε διοικητικά (αν είμαστε παράγοντες).

Παράδειγμα οπαδιλικιού είναι οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί του διοικητικού παράγοντα Αχιλλέα Μπέου μέσα στη βροχή μετά από μια νίκη του Πανιωνίου επί του Πρέσβη ή οι δηλώσεις του προπονητή του μΠΑΟΚ Φερνάντο Σάντος, ότι ορθώς ο αμυντικός της ομάδας του Πάμπλο Γκαρσία γρονθοκόπησε εκτός φάσης τον Ντιόγκο του Ολυμπιακού, «αφού ο τελευταίος τον είχε προκαλέσει».

Το οπαδιλίκι είναι καταδικασμένο στην συνείδηση των υγιών φιλάθλων, ωστόσο εντυπωσιάζει τους ευκολόπιστους οπαδούς και αποφέρει (βραχυπρόθεσμη έστω) ανανέωση της εμπιστοσύνης τους, μέχρι το επόμενο στραβοπάτημα της ομάδας, οπότε το κράξιμο γίνεται χοντρότερο.

Το λήμμα σχεδόν απαράλλαχτα συντάσσεται με το ρήμα «πωλώ».

Συνώνυμο: βασιλικότερος του Βασιλέως

(Σχόλιο οπαδού της ΑΕΚ σε blog αναφορικά με τις δηλώσεις του Ντούσαν Μπάγιεβιτς ότι «Στην ΑΕΚ νιώθω σαν στο σπίτι μου»):

Δεν είναι οπαδιλίκι αυτό; Δεν είναι μεγάλη δήλωση; Πουλάει οπαδιλίκι γιατί το έχει ανάγκη. Τέτοιος ήταν πάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τυπική φράση με την οποία οι τεχνικοί ήχου δοκιμάζουν ή θυμίζουν την απόδοση των μικροφώνων, των ηχείων και γενικά της ηχητικής εγκατάστασης ενόψει μιας συναυλίας, συνέντευξης τύπου ή άλλου παρόμοιου γεγονότος.

Στην καθομιλουμένη, το λήμμα χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μας λαμβάνει καλά στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.

- Να περάσω από το σπίτι σου όταν σχολάσω;
- Αν προφτάσεις...
- Ποιός Θανάσης;
- Τεστ ... τεστ.

(από electron, 16/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified