Β΄συνθετικό που κολλάει σε κύρια ονόματα και δηλώνει προέλευση.

  1. - Τελικά βγήκαν μάπα οι τζαμπίσιες οι πετσέτες.
    - Περίμενες τίποτε καλύτερο όταν αγοράζεις από τα Τζάμπο;

  2. Να πάρω εκείνες τις Ικεΐσιες τις καρέκλες κήπου; Αν δεν αξίζουν τον κόπο, να μην πάω μέχρι το ΙΚΕΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τολμώ, δείχνω θάρρος. Συνώνυμο: έχω κότσια ή guts.

Αν έχεις άντερα, έλα να λογαριαστούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λειψός, αυτός που δεν επαρκεί ή υπολείπεται σε διαστάσεις. Πιθανώς αρβανίτικης προέλευσης.

Φέρε να βάλουμε ένα χαρτάκι κάτω από το πόδι του τραπεζιού, είναι λίγο τσούγκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιτόγυρο όταν το παίρνεις και το τρως σπίτι.

Τελικά μείναμε μέσα και πλακωθήκαμε στα σπιτόγυρα.

(από allivegp, 25/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήλιος καυτός, πάρα πολύ δυνατός, υψηλή θερμοκρασία, μεγάλη ζέστη. Εκ του κάρκανο (το), το πολύ ξερό, πολύ καμένο.

Συγκοπτικά αποκαλείται και κάρκα.

  1. Μείνε παιδί μου σπίτι, πού τρέχεις με αυτή την καρκαμπίλα.

  2. Στο μέρος που θα ψαρέψουμε έχει κάνα δεντράκι ή θα μας φάει η καρκαμπίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικό, πάρα πολύ ωραίο. Σούπερ ουάου.

- Είδες το καινούριο βίντεο κλιπ του Τζάστιν Μπίμπερ;
- Έξαλλο.

- Ο Τόνις Σφήνος σήμερα στο Στρατόνι
- Έξαλλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπηρέτρια, η δούλα, αλλά σε υπερθετικό βαθμό. Αυτή που τα κάνει όλα, υπομένει αγόγγυστα και τις πιο σκληρές δοκιμασίες και φέρνει σε πέρας ακόμη και τα πιο δύσκολα καθήκοντα. Το λήμμα περιέχει δόση ειρωνίας ή (αυτο)σαρμασμού ή ακόμη και στοργής, ανάλογα με το πως και από ποιόν χρησιμοποιείται.

- Δεν μπορώ να είμαι 24/7 στο πόδι, δεν είμαι η δουλάρα σας, γαμώτο! (από εδώ)

- Ποιος είναι ...η «δουλάρα» που κρατάει την τουαλέτα της Beyonce; (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προστακτική ενεστώτα του ρ. ράβομαι, χρησιμοποιείται σαν χαιρετισμός όταν θέλουμε να γνωστοποιήσουμε σε κάποιο/α το νέο ότι σε μια συγκεκριμένη πλέον ημερομηνία επίκειται κοινωνικό γεγονός, συνήθως γάμος.

Αποτελεί προτροπή για να εμπλουτίσει την γκαρνταρόμπα του, ενόψει του χαρμόσυνου γεγονότος που πρόκειται να συμβεί σύντομα.

- Ράψου! Βγάλαμε άδεια γάμου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπουγιόζικος, -η, -ο

Ο απλόχερος, ο πληθωρικός, αυτός που υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις ή τις ανάγκες.

Assist: Άννα <3.

Η σαντιγύ πάνω στο χαλβά πρέπει να μπουγιόζικη στο μάτι. Αυτό που έβαλες ήταν τσίμα τσίμα, σαν λεκές από γιαούρτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαράδεκτος, ανακριβής και ρατσιστικός προσδιορισμός για τους ομιλούντες το σλαβικό ιδίωμα κάτοικους της Μακεδονίας.

Νεζνάμηδες συναντούσαμε στην αυγή του περασμένου αιώνα στα χωριά της Κοστούρ-Καστοριάς, Λερίν-Φλώρινας, Αλμωπίας (Καρατζόβας)-Μογλενών, Μοριχόβου, Γενιτζέ (Γιαννιτσά), Κουκούς-Κιλκίς, Σρς-Σέρρες και αλλαχού.

Έτσι τους ονόμασαν οι Παλιοελλαδίτες και Κρητικοί Μακεδονομάχοι, επειδή στις ανακρίσεις στις οποίες τους υπέβαλλαν, οι βουλγαρίζοντες σλαβόφωνοι απαντούσαν σταθερά νε ζναμ, δηλαδή «δεν γνωρίζω». Βεβαίως, η μπάλα πήρε και τους ελληνόφρονες σλαβόφωνους (Γραικομάνους κατά τους Βουλγάρους) αφού πολύ συχνά τα καλόπαιδα από την Κρήτη δεν ασχολούνταν να τους ξεχωρίσουν και περνούσαν από την κάμα (μάχαιρα) τους εξίσου εχθρούς και φίλους (π.χ. ο Ματωμένος Γάμος της Ζέλενιτς).

Η Ελληνική γλώσσα με όλη την περιπλοκότητα που μεταφέρει (πτώσεις, κλίσεις, εγκλίσεις, τόνοι και πνεύματα και άλλα χαοτικά) είναι εύκολο ν' απολεσθεί και να αντικατασταθεί από την εύκολη και απλοϊκή σλαβική (π.χ. μπόρα, σβάρνα, γράνα και λοιπό λεξιλόγιο που σχετίζεται με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες). Επομένως, δεν πρέπει να καταλογίζουμε μειωμένο εθνικό φρόνημα στους σλαβόφωνους Έλληνες του Βορρά.

Σήμερα δεν έχουν μείνει παρά ελάχιστοι αφού σχεδόν όλοι είτε εκπατρίστηκαν σε Βουλγαρία-Σκόπια, είτε μετανάστευσαν σε Αμερικές και Αυστραλίες, είτε επέστρεψαν στην Ελληνική γλώσσα.

Είμαι ντόπιος «νεζνάμης», όπως μας αποκαλούν οι των άλλων φυλών. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified