στειλιάρι, στυλιάρι
- Κομμάτι ξύλο.
- Mεταφορικά: ο αγράμματος άνθρωπος.
- Θ' αρπάξω το στειλιάρι και θα δεις!
- Καλά είσαι τελείως στειλιάρι; Δεν καταλαβαίνεις;
στειλιάρι, στυλιάρι
Got a better definition? Add it!
Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.
Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.
Got a better definition? Add it!
Λέξη που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα αντί για την λέξη μοτοσυκλέτα.
- Ήρθε με το μοτοσακό να με παρει να πάμε για μπάνιο.
Got a better definition? Add it!