Το μονοπώλιο. Όταν κάνεις ή χρησιμοποιείς κάτι συνεχώς.
-Μαμά, πες τίποτα στον Γιώργο γιατί το 'χει πάρει εργολαβία το Playstation..
-Τι εργολαβία παιδάκι μου, σπίτι θα χτίσει;
Το μονοπώλιο. Όταν κάνεις ή χρησιμοποιείς κάτι συνεχώς.
-Μαμά, πες τίποτα στον Γιώργο γιατί το 'χει πάρει εργολαβία το Playstation..
-Τι εργολαβία παιδάκι μου, σπίτι θα χτίσει;
Got a better definition? Add it!
Κλάνω.
(μέσα στο ανανσέρ)
- Καλά ρε μαλάκα, κέρασες;
- Χαχαχα..
- Μα τι ζώο που είσαι! Δεν μπορούσες να περιμένεις μισό λεπτό μέχρι να βγούμε έξω;
Got a better definition? Add it!
Το παίζω μάγκας και νταής σε κάποιον, παριστάνω τον άγριο και κάνω τσαμπουκά. Χρησιμοποιείται όμως και την περίπτωση που κάποιος το θεωρεί τον εαυτό του πολύ έξυπνο.
- Καλά, είδες το ξύλο που έφαγε χτες ο Μάνος;
- Να μάθει να μην πουλάει μαγκιά στα μικρά! Αλλά πού να το ξέρει πως ο Πετράκης έχει μεγάλο αδερφό.
Got a better definition? Add it!
Η γνωστή σειρά από μηχανάκια πόλης που είχαν κατακλύσει τα αστικά κέντρα της Ελλάδας τις δεκαετίες '80 και '90.
Πλέον τα παπιά που κυκλοφορούν διαφέρουν κατά πολύ από τα παραδοσιακά μπλε ή κόκκινα συνήθως με άσπρη ποδιά. Οι ποδιές έχουν φύγει, είναι βαμμένα με εντυπωσιακά χρώματα και αντί για μέσο μεταφοράς έχουν γίνει μέσο επίδειξης των καγκουριών. Συνήθως έχουν εξατμίσεις που κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερο θόρυβο και έχουν αυξημένα κυβικά. Είναι γνωστά και ως παπάκια και πάπιες.
Σχετικά λήμματα: κάγκουρας, λετόνι, σελογκόμενα.
- Είδες το μηχανάκι που πήρε ο Μιχάλης;
- Όχι, τι πήρε;
- Ένα παπί Honda 50cc στρογγυλοφάναρο!! Έχει και την χαίτη, οπότε είναι σαν να βγήκε από το «Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα»!
Got a better definition? Add it!
(γίνομαι)
Γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι λούτσα. Βρέχομαι πολύ, ως το κόκκαλο.
Και εκεί που είχα βγει όλο χαρά με το κοντομάνικο και χωρίς ομπρέλα, πιάνει μια μπόρα και έγινα παπί.
βλ. και τσουπλί
Got a better definition? Add it!
Το σκουπίδι, ο τιποτένιος. Απαξιωτικός χαρακτηρισμός που υποδηλώνει είτε χαμηλή νοημοσύνη είτε (πιο συχνά) ασχήμια.
- Γνώρισα την γκόμενα του Κυριάκου που μας την παρουσίαζε ως μοντέλο... Φρόκαλο είναι τελικά όπως το φανταζόμουν. - Αφού είναι μπαζοφονιάς ο άνθρωπος!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που «χτυπάει» οποιαδήποτε γυναίκα, ακόμα και με αυτές περιορισμένης ομορφιάς, δηλαδή τα μπάζα. Συνήθως το γεγονός πως με τις συγκεκριμένες γυναίκες έχει επιτυχία, τον κάνει να μην προσπαθεί καν με τις πιο ωραίες αλλά να περιορίζεται στις μέτριες ή άσχημες.
- Πάλι καινούργια γκόμενα έβγαλε ο Αλέξανδρος. - Καλά, φαντάζομαι, αν είναι σαν την προηγούμενη χάρισμα του! - Ε, τι να κάνουμε, αφού είναι μπαζοφονιάς. Τουλάχιστον αυτός κάνει κάτι, όχι σαν εμάς που μας έχει φάει το χερογλύκανο! - Μπα, το προτιμώ!
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Ο γκαζάκιας, αυτός που τρέχει πολύ με το αυτοκίνητο ή με τη μηχανή του χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση. Συνήθως το κάνει εκεί που υπάρχει κόσμος, για επίδειξη, με αποτέλεσμα να γίνεται επικίνδυνος για τους υπόλοιπους. Γκαζοφονιάδες θα μπορούσαν να είναι οι κάγκουρες και τα σπατάνια, αλλά αυτοί συνήθως κυκλοφορούν με πολύ αργή ταχύτητα και δυνατά τη μουσική για να τους προσέχουν οι γύρω.
- Πάμε εκδρομή την Κυριακή στην Χαλκίδα. Θα οδηγεί ο Βασίλης. - Τι λες ρε, είσαι τρελός που θα μπω εγώ σε αυτόν τον γκαζοφονιά; Προτιμώ να πάω με το ΚΤΕΛ και να χάσω την ώρα μου περιμένοντας παρά να πάω με τον Βασίλη και να είμαι εκεί σε μισή ώρα και να’ χω κλάσει πατάτες!
Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλοτίμονος, καυλόγκαζο.
Got a better definition? Add it!
Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Είναι από τις εκφράσεις που την λένε οι άντρες συνήθως μεταξύ τους και μάλιστα κάπως επιδεικτικά. Συνώνυμο: βγάζω γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Βλέπε: χτυπάω γκόμενα.
Got a better definition? Add it!