Είδος μουλωχτού φακού που επιτρέπει να φωτογραφίζεις τον στόχο σου απαρατήρητα, καθώς δείχνεις να εστιάζεις κάπου αλλού.

Χρησιμοποιείται κυρίως για street photography, την φωτογράφιση δηλαδή πορτρέτων αγνώστων σε αυθόρμητες φάσεις. Χωρίς κλέφτη, ο καλλιτέχνης κινδυνεύει να φάει άγριο ξυλίκι. Πρόκειται για το αγαπημένο εργαλείο τόσο των παπαράτσι όσο και των πάσης φύσεως ματάκηδων.

Αγγλιστί: voyeur lens.

- Λοιπόν, για όσους τολμούν και επιμένουν να φωτογραφίζουν στο δρόμο πορτραίτα γραφικών αγνώστων ...αλλά δεν θέλουν και να ρισκάρουν παρεξήγηση, (ή για όσους εκπαιδεύονται ως ...παπαράτσι ) υπάρχει λύση: Οπτικός προσαρμογέας στον φακό που σου επιτρέπει να στοχεύεις στο βορρά και να φωτογραφίζεις ...στην ανατολή!
- Ο συγκεκριμένος φακός λέγεται «κλέφτης» στην φωτογραφική αργκώ.
(εδώ)

Το μυστικό έγκειται στον μυστικό καθρέφτη (από Vrastaman, 22/09/10)Η χαρά του καλλιτέχνη! (από Vrastaman, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξόχως ευειδής γυναίκα, το καυλόμουνο.

Δεν περιγράφω άλλο.

Πάσα: krepsinis.

- Ρε τι καυλομουνι ειναι αυτο ;; :O εγω με το που θα το επερνα χαμπαρι θα ορμαγα επανω της και θα την πηδαγα μεσα στο αμαξι της...
(εδώ)

- αντζελα εισαι καυλομουνι στις φωτο!!! (εκεί)

- Πάει μια φορά ένας τυπάς σένα μαγαζάκι, να φάει κάτι στα γρήγορα πρίν πάει στη δουλειά του.Κάθεται λοιπόν στο τραπεζάκι και περιμένει.... Μετά από κανένα πεντάλεπτο χωρίς να πιστεύει στα μάτια του εμφανίζεται ένα ξανθό **καυλομούνι** με μίνι φουστίτσα και με τα βυζιά έξω και τον ρωτά: -Τί θα θέλατε παρακαλώ; Αυτός μισαζαλισμένος της απαντά: -Τί έχει το μαγαζί; Κοιτάει αυτή το μενού και λέει: -Έχουμε καφέ x, y, w, e........, σάντουιτς και μασάζ στ αρχίδια.
Ακούει αυτός για μασάζ και γυρίζει το μάτι του:
-Δε μου λές, το μασάζ το κάνεις εσύ;
Χαμογελά το μουνί και του λέει:
-Ναί, εγώ το κάνω.
Μόλις το ακούει λοιπόν ο τύπος γυρίζει σαστισμένος και της απαντά:
-Εεε τότε πήγαινε πλύνε τα χέρια σου και φέρε μου ένα σάντουιτς. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κωδικοποιημένο καθωσπρεπισμό του κάτουρου και / ή του κατουρήματος.

Βλ. και χοντρό.

Αγγλιστί: number one.

- ... η Χαρούλα, μας ενημερώνει «Χαλά, κακά», είτε κάνει ψιλό είτε χοντρό. Βέρα κρητικιά από τα γεννοφάσκια της. Μέχρι να πάρω χαμπάρι ότι στο Ρέθυμνο λένε «κατούρησε» εννοώντας και τα δύο (κακά και τσίσα), πήγα να πάθω.
(εδώ)

(από Vrastaman, 03/09/10)αλατι ψιλό...αλάτι χοντρό (από perkins, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified