Το σινάφι των αθλητών, κατά το πρότυπο της λέξης αληταριό. Ο όρος έχει ελαφρά μειωτικό (ή και κάπως συνένοχο) τόνο.

1) -Πώς ήτανε το μαγαζί; -Τίγκα στο αθληταριό, μασχαλίλα(ς) μύριζε. 2) -Καλά, πολύ τη βρίσκω όταν σκάει μύτη το αθληταριό και χαζεύουνε το μπικίνι μου!

Συνέντευξη με ένα αθληταριό

https://www.facebook.com/groups/maikprokomotini/

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πρωθυπουργός της πορδής. Ανάλογα με την έμφαση που θέλει να δώσει ο χρήστης, γράφεται και πορδηπουργός (όπου τονίζεται η πορδή) ή πωρδυπουργός (όπου μοιάζει με το πρωθυπουργός ορθογραφικά ακόμα περισσότερο και όπου το αστειάκι είναι -υποτίθεται- πιο ύπουλο, όπως μια "ύπουλη" πορδή). Το πρόθημα πρωτο-, πρωτ-, πρωθ- μπορει να γινει πορδ- σε πολλές άλλες λέξεις (λ.χ. πρωτοψάλτης > πορδοψάλτης, πρωτεύοντα > πορδεύοντα).

ο πορδυπουργος ειπε οτι θα "αποζημιωθουν ολοι και μαλιστα πλουσιοπαροχα, και μετα οι περισσοτεροι θα επαναπροσληφθουν".

https://www.hlektronika.gr/forum/archive/index.php/t-70812-p-2.html

ο πορδηπουργός έφαγε μπουγάτσα

https://twitter.com/Lina1985LP/status/1613968636225507328?lang=el

Got a better definition? Add it!

Published

Τα γομάκια (συνήθως στον πληθυντικό) είναι τα τρίμματα της γόμας, γνωστής και ως γομολάστιχας ή σβήστρας.

[...] έκανα συλλογή από τα τρίμματα της γόμας (αλλιώς τα γομάκια όπως τα έλεγα), [...]

εμφανιζόμενο κείμενο συνδέσμου

Got a better definition? Add it!

Published

Ό,τι προσιδιάζει στην αισθητική ή τη συμπεριφορά μιας εταίρας, κοινώς πουτάνας. Από την παθητική μετοχή putanisé(e) του γαλλικού ρήματος putaniser 'εκπορνεύω, υποβαθμίζω σε επίπεδο πουτάνας'

Kύριε Σούλη μου, λίγο προχωρημένο μου φαίνεται, πολύ πουτανιζέ ήθελε να πει, αλλά ο μετρ τον βάζει στη θέση του.

https://www.athensvoice.gr/life/tv-series/103420/allaxe/

putaniser \py.ta.ni.ze\ transitif ou pronominal 1er groupe (voir la conjugaison)

Donner un caractère de putain à.

Πhttps://www.lalanguefrancaise.com/dictionnaire/definition/putaniser

Got a better definition? Add it!

Published

Κατ' ευφημισμόν ο πούτσος. Απαντά και η προφορά μπλούτσος.

πως στον πλούτσο έγινε αυτός κάτι παραπάνω από παρκαδορος τρικυκλων σε παιδική χαρά είναι μυστήριο

https://thepressproject.gr/klisimo-60-prosfygikon-domon-proanangelli-o-mitarakis-o-kathenas-na-syntirisi-ton-eafto-tou/

Got a better definition? Add it!

Published

1) Το μεταλλικό καπάκι αναψυκτικού, μπύρας, ρετσίνας ή άλλου π(ι)οτού. Όρος κυρίως νοτιοελλαδίτικος. 2) Παιδικό παιχνίδι που παίζεται με τσιγκάκια.

Μικροι οταν ειμασταν θυμαμαι οτι μαζευαμε 'τσιγκάκια'!! Ειχα γεμισει μιση κουτα νουνου με δαυτα αλλα δεν θυμαμαι τι τα καναμε τελικα :)

https://www.google.com/search?client=firefox-b-d&q=%CE%BC%CE%B1%CE%B6%CE%B5%CF%8D%CE%B1%CE%BC%CE%B5+%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%B3%CE%BA%CE%AC%CE%BA%CE%B9%CE%B1

Πηγαίναμε πρώτα έξω από καφενεία και εστιατόρια και μαζεύαμε τα καπάκια (τσιγκάκια), στη συνέχεια προσπαθούσαμε να βρούμε πλακέ πέτρα της αρεσκείας μας, κάνα κομμάτι μάρμαρο η πλακάκι, εκείνα τα παλιά και χοντρά.

https://fonipeiraioton.gr/2021/02/01/%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%B3%CE%BA%CE%AC%CE%BA%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%8C-%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%81%CF%86%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B4%CE%B9/

Got a better definition? Add it!

Published

Γυναίκα που είναι αναγνωρίσιμη επειδή(ς) είναι λαϊφσταϊλού και καλά ηθοποιός/σκυλού και τα τοιαύτα, επειδή(ς) διατηρεί λογαριασμό influencer, επειδή(ς) οι υπόλοιποι είναι εντελώς ηλίθιοι και της έχουνε δώσει αξία χωρίς να έχει μόνο και μόνο γιατί πλασάρεται. Υπάρχουν και τέτοιοι άντρες, φυσικά, αλλά το "επώρνυμος" δεν ακούγεται τόσο αστείο, γιατί δεν περιέχει ολόκληρη τη λέξη "πόρνος", ενώ το "επώρνυμη" περιέχει, ακουστικά, ολόκληρη τη λέξη "πόρνη". Μπορεί να γραφτεί και "επόρνημη" ή "επόρνυμη" ή "επώρνημη", ανάλογα με το πόσο explicit βούλεται να είναι ο εκστομίζων.

Άσε ρε μαλάκα, ο τύπος έχει μπλέξει και καλά με μια επώρνυμη και του τα τρώει κανονικά, λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Η Δευτέρα μετά από Σαββατοκύριακο (το οποίο μπορεί να ακολουθεί και άλλη, μεγαλύτερη αργία). Το λένε έτσι γιατί παλιά οι τσαγκάρηδες δεν δούλευαν τις Δευτέρες. Σήμερα χρησιμοποιείται ως αστείο προς κάποιο άτομο που είτε αργεί είτε δεν ξεκινάει καν να δουλέψει τη Δευτέρα, υπονοώντας πως είναι τεμπέλης και υπεκφεύγει τη δουλειά.

-Τι έγινε ρε Κώστα, ακόμα να πιάσεις δουλειά; Τσαγκαροδευτέρα σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published

Σε παλαιότερη δημοσιογραφική slang, το πολιτικό σύστημα που εφάρμοζε ο (πατέρας) Μητσοτάκης εμπνευσμένος από πολιτικές της Μάργκαρετ Θάτσερ.

Σε επίπεδο ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης φάνηκε ιδιαίτερα σκληροπυρηνικός (νεοφιλελεύθερος), γι’ αυτό και του καταλογίστηκε ο λεγόμενος «μητσοθατσερισμός».εμφανιζόμενο κείμενο συνδέσμου

Got a better definition? Add it!

Published