1) Το μεταλλικό καπάκι αναψυκτικού, μπύρας, ρετσίνας ή άλλου π(ι)οτού. Όρος κυρίως νοτιοελλαδίτικος. 2) Παιδικό παιχνίδι που παίζεται με τσιγκάκια.
Μικροι οταν ειμασταν θυμαμαι οτι μαζευαμε 'τσιγκάκια'!! Ειχα γεμισει μιση κουτα νουνου με δαυτα αλλα δεν θυμαμαι τι τα καναμε τελικα :)
Πηγαίναμε πρώτα έξω από καφενεία και εστιατόρια και μαζεύαμε τα καπάκια (τσιγκάκια), στη συνέχεια προσπαθούσαμε να βρούμε πλακέ πέτρα της αρεσκείας μας, κάνα κομμάτι μάρμαρο η πλακάκι, εκείνα τα παλιά και χοντρά.