Με τον όρο κότσος αναφερόμαστε σε έναν τύπο χτενίσματος κατά τον οποίο η γυναίκα μαζεύει τα μακριά μαλλιά της στο πίσω μέρος της κεφαλής. Η λέξη προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό «κόττο», που σημαίνει το λειρί του κόκορα. Από αυτή τη λέξη προκύπτει και η κότα! Το φουσκωτό χτένισμα της γυναίκας που μοιάζει με κόττο, σιγά σιγά παρεφθάρη και έγινε: «κότσος».

Η μεταφορική φράση: «πιάνω κάποιον κότσο» σημαίνει ότι τυλίγω, ξεγελάω με δόλο, παραπλανώ.

  1. Απόσπασμα από blog:

Τελικά δικό μου είναι το λάθος... Με έπιασε κότσο εκείνη η καπριτσιόζα η μάγισσα που όταν μου πούλησε εκείνο το made in Taiwan ξόρκι... μου είπε: «Πρίγκιπά μου δε φταις εσύ, το μυαλό τους φταίει... Η καλοσύνη και η γοητεία δε μετράνε όταν τα προσφέρεις στο πιάτο... Για αυτό γίνε βάτραχος για να μπορούν όλα τα όμορφα κοριτσόπουλα να γοητεύονται από το ονειρεμένο παραμύθι του μυαλού τους πως θα μετατραπείς σε πρίγκιπα μόλις σε φιλήσουν...»

  1. Σχόλιο σε blog:

Ίσως να έχεις δίκιο και να με έπιασαν κότσο! Να με έπιασαν σε μια στιγμή αδυναμίας που λειτούργησα με το συναίσθημα και όχι με την λογική! και πίστεψέ με όταν θέλεις να βοηθήσεις και αποφασίζεις να κάνεις κάτι τέτοιο βοηθάς ήδη στην γειτονιά σου και στην πιο κάτω γειτονιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται σε ειδικό τεχνίτη, αλλά χρησιμοποιείται ως προσφώνηση για τον κάθε επαγγελματία. Στο θηλυκό γένος αναφέρεται στη γυναίκα η οποία είναι τεχνίτισσα και επαγγελματίας στη χρήση του ανδρικού μορίου (γνωστού και ως τσαπού), και ειδικότερα στο τσιμπούκι.

  1. Ανέκδοτο από το διαδίκτυο:

Ένας μεθυσμένος πλησιάζει μια παρέα νεαρών, σπρώχνει τον έναν και του λέει:
- Την μάνα σου την έχω γαμή...ι.
Ο νεαρός δε δίνει σημασία και ο μεθυσμένος επιμένει:
- Η μάνα σου είναι πολύ μαστόρισσα στο τσιμπούκι.
Ο νεαρός πάλι δεν του δίνει σημασία.
- Δεν υπάρχει τίποτε που να μην κάνει η μάνα σου στο κρεβάτι! του λέει ο μεθυσμένος γελώντας.
Σηκώνεται ο νεαρός και τον κοιτάει με αυστηρό βλέμμα.
- Με τη μάνα σου έχουμε κάνει φοβερά γαμή...α, του λέει ο μεθυσμένος.
Κι ο νεαρός του απαντά:
- Πατέρα, δεν πας για ύπνο γιατί είσαι λιώμα;

  1. Ρεμπέτικο τραγούδι:

Καμωματού, ναζού, μαστόρισσα,
αντροχωρίστρα, ξεμυαλίστρα,
με έκανες και χώρισα
και μ' έδιωξες κακίστρα
και μ' έδιωξες κακίστρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Γνωστή φράση, η οποία προέρχεται από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και υποδηλώνει ό,τι σήμερα ονομάζουμε «μέσο» ή «βύσμα». Προέκυψε από κάποιον πασά της Τρίπολης που για να ευχαριστήσει έναν συγγενή του, που τον είχε βοηθήσει σε προσωπικές του υποθέσεις, τον έχρισε μπέη στην Κορώνη. Ο μπέης, με τη σειρά του, λειτουργούσε ως συνεκτικός κρίκος μεταξύ του Πασά και του τοπικού πληθυσμού, με άλλα λόγια ήταν ο φορέας των πελατειακών σχέσεων.

- Άκουσες τα νέα; Ο Νίκος απολύθηκε από την Ιντρακόμ και ψάχνει για δουλειά.
- Αστειεύεσαι; Σιγά να μην τον νοιάζει, ο τύπος ρε έχει Μπάρμπα στην Κορώνη, πώς νομίζεις ότι είχε μπει εκεί; Σε ένα μήνα θα έχει βολευτεί, μην ανησυχείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O νωθρός και βαρύθυμος μετά από πολλές ώρες ύπνου, ο διακατεχόμενος από σπαρίλα. Αραβική λέξη που στη συνέχεια πέρασε στην τουρκική γλώσσα (mahmur = νυσταγμένος).

- Πρέπει να είναι μεγάλη περίπτωση ο γιος του διαχειριστή.
- Πως κι έτσι;
- Πήγα σήμερα κατά τις 18.00 και μου άνοιξε την πόρτα. Ξαφνικά βλέπω έναν έναν μαχμουρλή που χασμουριόταν και φορούσε μόνο το βρακί του. Στη κυριολεξία κοιμόταν όρθιος.

(από krepsinis, 24/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη κασίδα αναφέρεται σε δερματοπάθεια της κεφαλής, που προκαλεί τριχόπτωση, δηλαδή φαλάκρα. Κασίδης συνεπώς είναι ο φαλακρός.

Η έκφραση μαθαίνω στου κασίδη το κεφάλι χρησιμοποιείται αρχικά για αρχάριους επαγγελματίες και εν συνεχεία για αρχάριους ή γενικότερα άπειρους, οι οποίοι μαθαίνουν εις βάρος άλλων χωρίς να αναλογίζονται τις συνέπειες. Στην καθημερινή ζωή, όταν κάποιος αποπειραθεί να μάθει ή να κάνει κάτι χωρίς να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα της πράξης του, χρησιμοποιείται η εν λόγω έκφραση.

  1. (Απόσπασμα άρθρου εφημερίδας)
    «Στου κασίδη το κεφάλι λοιπόν, στο κεφάλι της επαιτούσας αυτοδιοίκησης, στήνει τον χορό της αποκέντρωσης η κυβέρνηση».

  2. (Απόσπασμα σχολίου εφημερίδας)
    «Όσο εγώ λοιπόν είμαι έτοιμος να αντικαταστήσω τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, τόσο έτοιμος ήταν και ο αγαπητός δήμαρχος. Αποδεικνύεται ότι δεν ήξεραν που τους πάν τα τέσσερα και επιπλέον εκλέχθηκαν με την λογική «θα μάθουμε». Το σοβαρό δεν είναι ότι προσπαθούν να μάθουν «στου κασίδη το κεφάλι». Το σοβαρό είναι ότι 2 χρόνια τώρα αποδεικνύονται ανεπίδεκτοι μαθήσεως».

  3. - Έλα να ανοίξουμε τη δική σου μηχανή, για να δούμε πόσο εύκολο είναι, και μετά να το κάνουμε στη δική μου.
    - Σώπα ρε μάγκα... Δηλαδή θα πειράξουμε τη δική μου μηχανή, για να μη ρισκάρεις και κάνεις ζημιά στη δική σου. Στου κασίδη το κεφάλι θα μάθουμε μηχανολογία, με άλλα λόγια...

Ο Κασιδιάρης... (από joe909, 09/10/11)Μπαρμπέρης στου κασιδιάρη το κεφάλι στο 7:07΄. (από joe909, 10/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός-ρατσιστικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τους μουσουλμάνους (ή κατά το γραφικότερον μωμαμεθανούς). Η προέλευση είναι το αραβικό όνομα Μαχμούντ, το οποίο στα τουρκικά μεταλλάσσεται σε Μέχμεντ. Λόγω της τουρκοκρατίας επικράτησε η χρήση του όρου από τους Ορθοδόξους Έλληνες για όλους τους μουσουλμάνους, δηλαδή τους Τούρκους. Στο πέρας του χρόνου η λέξη υπέστη αλλαγές, και τελικά από μεχμέντης κατέληξε να προφέρεται μεμέτης. Συχνότατη λέξη σε ρεμπέτικα τραγούδια.

  1. (Απόσπασμα από εθνοπατριωτικό blog στο διαδίκτυο)
    «Είναι τα 12 χρόνια από το θάνατο του Σαδίκ (ήταν ένας αυτός-αμαν αμαν),και ο Ερντογάν με την παρέα του,ετοιμάζουν απόβαση στο μνημόσυνο που θα γίνει στην Κομοτηνή,αρχές Αυγούστου,παρέα με 30 βουλευτές/μεμέτια από το δικό του κόμμα...»

  2. (Απόσπασμα από ρεμπέτικο άσμα του '30)
    «Δυό μεμέτια τα καημένα, μες στο κόλπο ήταν μπλεγμένα»

Μεμέτια προσευχόμενα (από krepsinis, 24/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τα μεγάλα στήθη των γυναικών. Το υπερβολικό μέγεθος τα κάνει να ομοιάζουν με τους μαστούς της αγελάδος, εξ ου και μαστάρια. Τα πλούσια στήθη που χαρακτηρίζονται ως μαστάρια συνήθως κρέμονται και δεν είναι στητά.

- Ρε, τι μούνος είναι αυτός;
- Πλάκα μας κάνεις, τι μαστάρια είναι αυτά που κουβαλάει, σαν αγελάδα είναι.
- Θα σε χάλαγε να το έτρωγες μία φορά, παλιομαλάκα. Για δες καλύτερα τις βυζάρες της.
- Τα μαστάρια που κρέμονται εννοείς...

Tsimpa 2 (από Vrastaman, 24/09/08)(από iwn, 29/11/10)(από iwn, 29/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Άκλιτη έκφραση, εν είδει επιρρήματος, για κάτι που διατηρείται από γενιά σε γενιά, ή κατά το γνωστότερο από πάππου προς πάππου.

Προέρχεται από τα τουρκικά, προφανώς μέσω Μικρασιατών, ana (μητέρα), baba (πατέρας).

(Απόσπασμα από την Καθημερινή)
«Γύρω στο 1700 η οικογένεια Πουλή, «αναντάμ- παπαντάμ» Γιαννιώτες, ήρθαν στο Κωστήτσι και μαγεμένοι από το τοπίο αλλά και από το κλίμα έχτισαν εδώ πέτρα την πέτρα, όπως έπρεπε, ένα μεγάλο σπίτι, όπου ζούσαν τα καλοκαίρια.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικό και παλαιομοδίτικο ρήμα, που σημαίνει αρπάζω με δόλο, επιτίθεμαι σε γυναίκα έχοντας ανήθικους σκοπούς, δηλαδή στοχεύοντας να της τον φορέσω. Νοηματικά το ρήμα ενέχει την πονηριά και τις υποχθόνιες διαθέσεις που προέρχονται από τις έντονες ορμές.

Πιθανότατα ο αγγλικός όρος είναι το γνωστό shag.

- Τα κατάφερε η κουφαλίτσα ο Νίκος και το κουτούπωσε τελικά το γκομενάκι από τον Βόλο.
- Πότε ρε;
- Χθες, το έφερε από 'δω, το έφερε από 'κει, τα κατάφερε ο πούστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που συνεχώς εκφράζει παράπονα και κλαίγεται για τη φτώχεια και τη δυστυχία του, προκειμένου να προσελκύσει τη λύπη και το έλεος του περίγυρου και να τον βοηθήσουν. Κατά πάσα πιθανότητα βυζαντινής προελεύσεως.

- Μα ήταν ανάγκη να δώσετε τόσα λεφτά για γραφεία; Δε σάς έφτανε κάτι πιο απλό;
- Σταμάτα να μεμψιμοιρείς όλη την ώρα ρε φτωχοπρόδρομε, μιά ζωή σε θυμάμαι να μιζεριάζεσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified