Γυναίκα με την οποία σχετίζεται κανείς φιλικά και σεξουαλικά, αλλα όχι και συναισθηματικά.

  1. Γκόμενες και μαλακίες: με ερωφίλες θα την βγάζω από 'δώ και πέρα.

  2. - Πώς πάει με τον δικό σου; - Ποιόν «δικό μου» ρε συ. Εγώ μες στην καψούρα κι αυτός να με παίρνει για ερωφίλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποφεύγω να πατάω πάνω στο πόδι παρευρισκόμενου ατόμου.

Μας ξενύχιασες ρε φίλε, πάτα και λίγο Ελλάδα να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται κυριολεκτικά στο πέος, αλλά χρησιμοποιείται και ως υβριστικός χαρακτηρισμός.

  1. Μας έχει κάνει το λεβίδι κατσαβίδι ο δικός σου, πολύ πρήξιμο μιλάμε.

  2. Μού 'πε η δικιά σου να πάμε για καφέ, και μου κουβάλησε και το λεβίδι τον γκόμενό της μαζί.

Ετυμολογία: (αρχιδο)λεβιές + -ίδι, υπό την επίδραση μάλλον του αρχίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά το προφυλακτικό.

- Μωρό μου, να σ' το βάλω εγώ το σκουφάκι;
- Γιατί μωρή, δέν μ' εμπιστεύεσαι;
- Μιά φορά εμπιστεύτηκα άντρα μωρό μου, και ξέμεινα με τρίδυμα...

(από Khan, 15/10/11)

Και σκουφίτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.

- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση «το ξύλο της αρκούδας» σημαίνει άγριο ξυλοδαρμό. Γενικότερα, πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ, του κώλου.

  1. Τον περιέλαβαν κάτι παόκια και τού 'ριξαν το ξύλο της αρκούδας, του κωλόγαυρου.

2.- Ρε χαμένε, όλη μέρα λιώνεις και τα ξύνεις σαββατιάτικα;
- Μιλάμε, η κραιπάλη της αρκούδας.

Το ξύλο της αρκούδας. (από Galadriel, 16/02/09)

Βλ. σχετικά: ξύλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχίδι.

— Καλά, πόσες φορές θα σε ρωτήσω; Θα πάμε τελικά μαζί διακοπές ή όχι;
— Μού 'χεις παχύνει τα καρκάλια με τις διακοπές, ξέρεις τίποτα;...

Δες και κάκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που φλερτάρει με την αισθητική των φρικιών, χωρίς να την υιοθετεί πλήρως.

  1. — Πάμε ν' αράξουμε Ναβαρίνου;
    — Τί λέ' ρε; Να κολλήσουμε καμιά υποφρικίαση;

  2. — Τί λέει η καινούργια γκόμενα του Μάκη;
    — Ανώδυνο πίρσινγκ στη μύτη, σχισμένο παντελόνι αγορασμένο απο Ζάρα και μαλλί επιμελώς... Κι' όταν σκάσαμε τον μπάφο την έκανε μ' ελαφρά... Υποφρικιό της χειρίστης μιλάμε.

  3. Μοϊκάνα με ζελέ; Υποφρικιό πήδηξες ρε βλάκα;
    — Λές να την πηδούσα ρε άμα βρόμαγε αβγουλίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος σε στύση.

  1. Με το που σκάει κάθε πρωί στο γραφείο το ξέκωλο, μας γίνεται ολωνών κατάρτι.
  1. Έλα μωρό μου ατέλειωτο, να σ' αρμενίσω στο κατάρτι...

(από Khan, 31/12/10)Μόλις το άγγιξε έγινε κατάρτι. (από nikolaosvlas, 07/10/11)

Δες και άλμπουρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος που έχει κλίση προς τα κάτω όταν είναι σε στύση.

- Τί κλαίς ρε μαλάκα κοτζάμ άντρας;
- Άσε ρε συ... Να την ψήνω ένα μήνα την πουτάνα, κι'όταν την καταφέρνω να μου την βγαίνει στην έτσι...
- Στην πώς δηλαδή;
- Την έχω από κάτω και πετάω το παντελόνι.
- Ωραία.
- Και τι μου λέει;
- Τι;
- Ρε παλικάρι, μου λέει, τι χαμηλοβλεπούτσα είναι τούτη;... Και να πώ οτι την έχεις μεγάλη και δέν κρατιέτ' απάνω...

Λογοπαίγνιο με το χαμηλοβλεπούσα. Δες και στραβοψώλης.

Τρανταχτό παράδειγμα:
Πήρα καινούρια παπούτσια, πανάκριβα.
Πήγα να τα δείξω στη γυναίκα μου όλο χαρά...
- Γυναίκα, βλέπεις τίποτα καινούριο πάνω μου;
- Όχι. Κι άσε με γιατί έχω δουλειές.
Νευρίασα. Πήγα στο μπάνιο, γδύθηκα τελείως κι άφησα μόνο τα παπούτσια.
- Τώρα βλέπεις;;;
- Βλέπω μια χαμηλοβλεπούτσα.
Νευρίασα περισσότερο!
- Είναι γιατί σου δείχνει τα καινούρια μου παπούτσια!!!
Και μου απάντησε:
- Ε τότε ας έπαιρνες καινούριο καπέλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified