Από το τσόντα + βίος.

Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.

-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;

(από patsis, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρίσκουμε και ως: με κλάνει, θα μου κλάσει τα παπάρια. Δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα, δεν είναι της κλάσης μου.

- Ρε μαλάκα, θα σε δείρει.
- Θα με κλάσει/Θα μου κλάσει τα αρχίδια ή ακόμα καλύτερα: θα μου κλάσει το δεξί αρχίδι.

(από xalikoutis, 20/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατάω τέρμα το γκάζι.

- Σανίδωσέ το ρε μαλάκα, μας φτάνουν οι μπάτσοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.

-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ζουμπά. Ο κοντός.

-Ρε κοίτα που το ζούμπατο κάνει μαγκιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έξυπνος, που κόβει το μυαλό του.

-Ξυράφι ο Κώστας, όλα τα απάντησε στα μαθηματικά.

Got a better definition? Add it!

Published