Αυτός που διαδίδει φήμες. Χρησιμοποιείται στο ΧΑΑ.

- Φίλε αγόρασε ΚΛΩΝΑΤΕΞ, θα πας ταμείο.
- Πάλι κανένα παπαγαλάκι σου το 'πε; Σαν την άλλη φορά που πήραμε ΚΟΥΒΑΔΕΞ και βάρεσε κανόνι;

Όλοι γνωρίζουμε τι είδους πουλιά είναι οι παπαγάλοι... (από Hank, 03/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι έχοντες και κατέχοντες αυτού του τόπου.

Λημματοδότες με τεράστια συνεισφορά στον τόπο, που χαίρουν θαυμασμό και εκτίμησης των απανταχού κατοίκων του Σλανγκιστάν.

Μερικά λαμπρά παραδείγματα:

Dirty Talking
ironick
GATZMAN
Vrastaman
Hank
.....

(σσ. κατά το μεγαλοκτηματίας)

- Ρε δεν αφήνετε τα περί κλίκας ναούμ'; Εδώ οι άνθρωποι είναι μεγαλολημματίες, έχουνε συνεισφέρει τα μάλα στον τόπο.
- Σσστοος, keep slanging...

Δες και -ατίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αργώ εκνευριστικά. Ταλαιπωρώ εαυτόν και αλλήλους.

Συνεχίζω να μιλάω και να αναλύω χωρίς να υπάρχει λόγος.

Το γυρίζω χωρίς να το σφυρίζω.

Απλά, ο κουράσωφ.

- ... και με τα πολλά της λέω, πάμε σ' εκείνο το ταβερνάκι που έχει μπριζόλα στα κάρβουνα;
- Πια κάρβουνα ρε μαλάκα, το κούρασες, έπρεπε να τη φας τη γκόμενα επί τόπου ρε.

- Την κούρασε τη μπάλα πάλι ο Τζιοβάνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το κουράζει υπερβολικά. Αυτός που πρέπει να σκεφτεί πάρα μα πάρα πολύ για να κάνει κάτι.

Από το γνωστό πρωταθλητή του σκάκι. Ο όρος χρησιμοποιείται και στην πόκα όταν κάποιος αργεί πάρα πολύ να παίξει.

- Άντε ρε Κασπάρωφ Θοδωρή, κέντα-χρώμα είναι το παιχνίδι τι το σκέφτεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφού εξαντλήθηκε το θέμα πάτου στο αντίστοιχο λήμμα που θα μπορούσε να είναι και διατριβή με όνομα «Περί πάτων», έρχεται και η ατάκα εμπνευσμένη από τον Κώστα Τσάκωνα,

Χ (όσο πιο μεγάλο τόση μεγαλύτερη έμφαση) χρόνια βαρελάς, τέτοιο πάτο δεν ξανάδα.

Είναι η επιτομή της φιλοφρόνησης για τα οπίσθια μιας γυναίκας και την κρατάμε μόνο για εξαιρετικές περιπτώσεις.

Φυσικά δε λέγεται σε τετ-α-τετ περιπτύξεις τύπου πρώτο ραντεβού «α, by the way, τόσα χρόνια βαρελάς, τέτοιο πάτο δεν ξανάδα», οχι.

Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε φανάρια, πάρκα κλπ. όπου ο εν λόγω πάτος τυχαίνει να παρελαύνει και φυσικά φωναχτά για να το ακούσει όλος ο περίγυρος.

Δές και σαράντα χρόνια φούρναρης, όπου ο λημματοδότης έχει αγγίξει την έκφραση και από μια άλλη σκοπιά.

(σε παγκάκι που κάθονται δυο φίλοι και τα λένε, περνώντας ένας τέτοιος πάτος}

- Πώπω μανάρα μου, τι πατούρα είναι αυτή, να σε χαίρεται η μάνα σου κορίτσι μου
- ΈΕΕρρεε, τριάντα χρόοονια βαρελάς, τέτοιο πάτο δεν ξανάδα...(ακολουθεί σφύριγμα τσολιά στα Βλάχικα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-αυτοκόλλητο σε κωλοπειραγμένα αμάξια τύπου Honda Civic Vti, Skoda Octavia 1000hp, Toyota Corolla κλπ που οδηγούν νεαροί κάγκουροι και καυλοτίμονοι.

Αποτρέπει τους συνοδηγούς από το να στήσουν το αμάξι τους με το συγκεκριμένο γιατί και καλά θα φάνε σκόνη.

(Σε φανάρι της παραλιακής)
- Στήσιμο;
- Άσετο...
(Ακολουθεί σπινιά για να πάρει μάτι ο θρασύς το αυτοκόλλητο και να κάνει τουμπέκα)

Όχι τέτοια αυτοκόλλητα πάντως (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Σκύλλα και η Χάρυβδη ήταν δυο τέρατα της Ελληνικής μυθολογίας που εμφανίζονται στην Αργοναυτική εκστρατεία και στην Οδύσσεια. Ζούσαν σε κάποια στενά (η τοποθεσία δεν έχει διευκρινιστεί) και δυσκόλευαν θανάσιμα τους διερχόμενους ναυτικούς.

Σαν τέρατα που ήταν, αποκλείεται να ήταν όμορφα, γι' αυτό και σήμερα η έκφραση χρησιμοποιείται για να καταδείξει ότι δύο γκόμενες είναι κακάσχημες. Κάτι σαν την Πάτσα και τη Βούρα.

Μια άλλη έννοια είναι ότι πας από τη μια δυσκολία στην άλλη. Κάτι σαν το μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

(Μεταξύ δυο καμακιών σε μπαρ)
Μπαζομάνια είναι σήμερα το μαγαζί, όλες είναι τίγκα στο κρέας. Πάμε να την πέσουμε σ' αυτές εκεί τις δύο; — Στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη ρε;; Εγώ είμαι πιο όμορφη γκόμενα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθλητική ορολογία για να πεις την ασίστ στο ποδόσφαιρο/μπάσκετ.

Χρησιμοποιείται εκτενώς από τον Β. Σκουντή στις περιγραφές μπάσκετ (αν δεν είναι και δικιάς του έμπνευσης, άλλωστε εκείνος μας έδωσε τα παίρνω το πορτοφόλι, βάλ' το αγόρι μου κ.ά.). Στο ποδόσφαιρο το χρησιμοποιεί ο Χ. Σωτηρακόπουλος.

Μπορεί να ειπωθεί και πάρε-βάλε. Επίσης ο κύριος «πάρ' το βάλ' το»κύριος «πάρε-βάλε») είναι ο αθλητής που έχει έφεση στο να βγάζει ασίστ.

Παρεμφερή:

  • μπαλιά διαβήτης
  • μπαλιά λέιζερ
  • μπαλιά συστημένη
  1. Άσε, ρε με τον Σισσέ ναούμ', αφού όλα του τα γκόλ ήταν πάρ' το βάλ' το. Σιγά τα ωά.

  2. (Απο αθλητικό ρεπορτάζ)
    Στο 66' ο Βαλέντσια, που μόλις είχε μπει αλλαγή, σέντραρε στο κεφάλι του Άγγλου διεθνούς στράικερ και στο 74' ήταν η σειρά του Κάρικ που είχε και την ασίστ στο πρώτο γκολ, να δίνει γκολ πάρε-βάλε στον Ρούνεϊ που με νέα κεφαλιά άφησε άγαλμα τον Ντίντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψαγμένη έκφραση σχολιαστών ποδοσφαίρου, διάφορων πανουτσοκαρπετόπουλων και γενικά όσων ασχολούνται με ποδόσφαιρο ή στοίχημα.

Το πονηρό ματς είναι εκείνο που ενω μεν έχει ενα προφανές φαβορί, εν τούτοις δεν έχεις και μεγάλη εμπιστοσύνη οτι όντως θα κερδίσει αυτό το φαβορί.

Συνήθως έχει απόδοση στο στοίχημα του στυλ 1.55 όπου ναι μέν από τι μια λες είναι στοιχηματικό δώρο αλλά από την άλλη δεν θες να το παίξεις γιατί φοβάσαι ότι θα σπάσει.

  1. «Πονηρό» ματς... στο Ελληνικό

Ένα και μοναδικό το παιχνίδι της Β’ Εθνικής στο κουπόνι του Σαββάτου. Ο Εθνικός Πειραιώς στην έδρα του παραμένει αήττητος καθώς μετά από 7 παιχνίδια έχει απολογισμό 3 νίκες και 4 ισοπαλίες. Ο Αγροτικός Αστέρας από την άλλη πλευρά, σε 8 παιχνίδια μακριά από τον Εύοσμο μετρά 2 νίκες και 6 ήττες. εδώ

  1. ...Ξεκινάμε ανάποδα γιατί η αξία του ηττημένου δίνει δόξα στον νικητή. Πόσω μάλλον που το ματς διεξήχθη χωρίς θεατές. Που πάει να πει «πονηρό». Και στα «πονηρά» φέτος ο Παναθηναϊκός πιάστηκε ή πήγε να πιαστεί κάμποσες φορές κορόιδο. εδω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούστηκε στο κέντρο εκπαίδευσης στην Τρίπολη όταν οι παλιοί δε μας άφηναν να ξαπλώνουμε με τις αρβύλες στο κρεβάτι για να μην πιάνουνε κοριούς τα κρεβάτια από το βερνίκι.

Ειδικό βάρος δίνεται στον τονισμό του 'κορέους' για να δώσει μάγκικη χροιά (δηλ. κορρρρέεεεουςς).

- Ρε Σιλήρη, κατέβασε τις μπότες από το κρεβάτι, θέλεις να πιάσουμε κορέους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified