Μέγιστο αξίωμα του Πολεμικού Ναυτικού, που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για να δηλώσει τον άντρα που πηγαίνει με οποιαδήποτε γυναίκα.
Συνηθισμένο συνώνυμο: σαβουρογάμης, ο
Πιο εξεζητημένο: Σάββας Ουρογάμης

- Καλά ρε μαλάκα, μέχρι και το τρίμπαζο την Ελένη πήδηξε ο Μήτσος; Τόσο σαβουρογάμης είναι;
- Ρε, δε βλέπεις τα γαλόνια; Ναύαρχος είναι ο άνθρωπος.

Βλ. και σχετικό λήμμα Σάββας (ο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μεγάλο ψεύτη (κατ' αντιστοιχία με το Βαρόνος).

Εικάζεται ότι ο Τσαρώφ είναι ιστορικό πρόσωπο, κανείς όμως δεν ξέρει με βεβαιότητα. Το σίγουρο είναι ότι έδρασε στη Ρωσία κατά την εποχή των Μεγάλων Τροβαδούρων του 16ου αιώνα.

- Μου είπε ο Κρις ότι ο Ντάνης έρχεται σε μια βδομάδα.
- Μην τον ακούς ρε, αυτός είναι μεγάλος Τσαρώφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον Βαρόνο Μυνχάουζεν, γνωστό ήρωα του βιβλίου του Γκότφριντ Άουγκουστ Μπύργκερ, δηλώνει κάποιον ο οποίος ψεύδεται ασυστόλως.

- Κι αυτή την έχεις πηδήξει ρε μαλάκα;
- Ναι ρε, στανταράκι.
- Καλά, τελικά είσαι μεγάλος Βαρόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξυπηρετώ, κάνω το χατίρι κάποιου, επιδεικνύω ειδική μεταχείριση. Εναλλακτικά: συστήνω σε κάποιο γνωστό μου άτομα του αντίθετου φύλου.

- Φίλε, γνώρισα μια παρτόλα... τρέφεται μόνο με σάντουιτς.
- Ε, φτιάξε με ρε μαλάκα!

(μετρ σε γνωστό κέντρο διασκέδασης)
- Ρε φίλε, με γαμάς. Τέτοια ώρα που μου ήρθες πώς να σε φτιάξω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα η οποία δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στις σεξουαλικές συνευρέσεις με δύο άντρες. Ο όρος προέρχεται από το γνωστό τρόφιμο, στο οποίο τα υλικά τοποθετούνται ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί.

- Φίλε, γνώρισα μια παρτουζού... Τρέφεται μόνο με σάντουιτς.
- Το βράδυ σπίτι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της έκφρασης τα σπάω, της οποίας όμως αποτελεί υπερσύνολο διότι δέχεται κτητικές αντωνυμίες και επιρρηματικούς προσδιορισμούς κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ένα ευρύτερο φάσμα περιπτώσεων.

  1. - Δες γκομενάκι ρε φίλε. Τα σκάει.

εναλλακτικά:

- Δες γκομενάκι ρε φίλε. Μου τα σκάει τρελά.

  1. - Κώστα, πώς σου φάνηκε το ριζότο;
    - Δεν μου τα έσκασε ιδιαίτερα...

  2. - Φίλε, άκου πώς μπαίνει το beat μετά απ' αυτό το σημείο. Τα σκάει πολύ δυνατά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποίηση του πασίγνωστου αγγλικού όρου «shock». Δηλώνει μεγάλη έκπληξη ή θαυμασμό. Για να δοθεί έμφαση, είναι καλό στον προφορικό λόγο να προφέρεται με παχύ 'σ' (σσοκ) και στο chat να αναγράφεται ως εξής: σοκκκκκκκ. Οι χρήσεις του αμέτρητες - βλ. παραδείγματα.

  1. - Μαλάκα, φάε αυτό το μπανόφι και κλάψε.
    - Τόσο καλό;
    - Σοκκκκ λέμε...

  2. - Παίδες, χτες έβαλα ένα γκομενάκι το σοκ το ίδιο.
    (σημ.: εδώ κολλάει η απάντηση: Ηρέμησε).

  3. - Κοιτάξτε μαλάκες, έρχονται δυο μουνιά-σοκ.

ή εναλλακτικά:

- Κοιτάξτε μαλάκες, έρχονται δυο σοκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει υπερβολική τριχοφυΐα. Αντίστοιχο του βερμουδιάρης, αλλά για τον κορμό και το άνω σώμα.

- Πάμε για μπάνιο ρε;
- Πάμε ρε Τέο, οκ, αλλά εσύ θα σκάσεις με το πουλόβερ; Ρόμπα θα γίνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδίδεται αποκλειστικά σε συγκεκριμένο άτομο και χρησιμοποιείται για να δηλώσει μετάνοια για τις τεράστιες ποσότητες φαγητού που μόλις καταναλώθηκαν, χωρίς να προϋπήρχε ουσιαστική ανάγκη / πείνα.

- (τελειώνει δύο αλμυρές κρέπες) Ρε, να πάρω και μια γλυκιά;
- Ναι ρε μαλάκα, αβολοντέ
...
- (καταβροχθίζει και τη γλυκιά και σκάει) Μαλάκα, δεν το χρειαζόμουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειος όρος από τη γειτονική μας Ιταλία. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ανεξέλεγκτες παραγγελίες, κυρίως φαγητού αλλά και ποτού.

Χτες φάγαμε τον άμπακο. Ο μαλάκας ο Θοδωρής παράγγελνε αβολοντέ. Και πέντε λεπτά πριν έλεγε ότι και καλά δεν πεινάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified