Το πιτσιρίκι. Συνήθως υποδηλώνει ανωριμότητα και επιπολαιότητα.

- Έχεις profile στο hi5;
- Όχι μωρέ, εκεί μπαίνουν όλα τα νιάνιαρα... δεν το βρίσκω σοβαρό site.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ban (μόνιμη απαγόρευση εισόδου) που τρώει κάποιος από ένα chatroom, site κλπ. επειδή δε συμμορφώθηκε με τους κανόνες, ή απλά επειδή ο admin δε γουστάρει τη φάτσα του και θέλει να τον πετάξει εκτός.

Επίσης, υπάρχει και το συνώνυμο «μπάνιο» (ή banιο).

– Τι λέει, μπήκες καθόλου τελευταία στο www.superwowtsonta.com?
– Άσε πίκρα... Άφηνα το pc βράδια ολόκληρα να κατεβάζει από κει συνέχεια και τελικά έφαγα μπανάνα... Αυτά παθαίνει όποιος δε διαβάζει πρώτα τους κανόνες.

Φάε τη μπανάνα! (από Cunning Linguist, 23/04/09)Έφαγα μπανάνα! (από panos1962, 19/11/09)

Σχετικά: μπανάκι, μπανιστάν. Βλ. και μπαν-άνα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικη προσφώνηση, παρόμοια με το «μεγάλος» ή το «μάγκας».

- Πού 'σαι ρε τρανίσιε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωνή της κότας, το λέμε για να δείξουμε σε κάποιον ότι είναι κότα, δηλαδή ότι δειλιάζει να κάνει κάτι.

- Έλα, πάμε να παίξουμε λίγο ξύλο με τους μπάτσους!
- Άσε φίλε μπορεί να βγάλουν κανα όπλο και να γίνει μακελειό.
- Τους φοβάσαι ε; Κο κο κο κο κο κο κο... δεν πειράζει, θα πάω μόνος μου!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει κάποιες (συνήθως παράξενες) απόψεις και τις ενστερνίζεται μέχρι αηδίας, ενώ απορρίπτει τις γνώμες των άλλων που δεν συμβαδίζουν με τη δική του άποψη.

Τι προσπαθείς να συζητήσεις με τον Γιάννη για πολιτική; Αυτός είναι κολλημένος ΠΑΣΟΚος!

Παναγιώτης Κολλημένος,αντιπρόσωπος του είδους... (από Τσακ εις την μέσην, 28/12/10)Κόλλα στιγμής (τραλαλά αγκού αγκού ουά) (από Galadriel, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό σκονάκι στα σχολεία και πανεπιστήμια (η #1 λύση για να γράψεις χωρίς να διαβάσεις).

- Μήτσο, φέρε κάνα σκόνο μπας και περάσουμε το μάθημα μεθαύριο γιατί με την κωλοδουλειά που έμπλεξα πού καιρός για διάβασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιο δυνατό χαρτί στο πόκερ. Λέγεται για τρελές ευκαιρίες, για κάτι πολύ καλό που τυχαίνει σε κάποιον.

- Πω ρε είδες τον Τάσο, πώς την έριξε εκείνη την ξανθιά θεογκόμενα;
- Είδες; Φλος ρουαγιάλ ο Τάσος...

Φλος ρουαγιάλ (από poniroskylo, 09/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίποτα απολύτως. Συνήθως χρησιμοποιείται ως απάντηση σε ερωτήσεις.

- Τι έφαγες για πρωινό;
- Ένα τίποτα με μπόλικο καθόλου... ξέρεις, βιαζόμουν να φύγω και δεν πρόλαβα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το λέμε για να ενθαρρύνουμε κάποιον που μόλις ανάρρωσε από μια ασθένεια. Είναι συνώνυμο του «γερός».

(στο τηλέφωνο)
- Τι γίνεται Κώστα; Σε ακούω καλύτερα. Έγινες καλά τελικά;
- Ναι, μια χαρά. Ούτε πυρετό πια ούτε τίποτα.
- Άντε, σιδερένιος!

Got a better definition? Add it!

Published

Το λέμε για κάτι πολύ κακό που συνέβη σε κάποιον, δηλαδή ότι ήταν γραφτό να το πάθει.

- Ρε συ που είσαι, σε ψάχνω απ' το πρωί! Άκουσες τα νέα για το θείο τον Ανδρέα;
- Δυστυχώς ναι... απ' ότι μου είπαν χτύπησε σε τροχαίο και χαροπαλεύει στην εντατική τώρα... άσε είμαι σκατά.
- Φαίνεται ήταν η μαύρη μοίρα... ας ελπίσουμε ότι θα αντέξει και θα συνέλθει κάποια στιγμή.

Got a better definition? Add it!

Published