O μπεκρής, ο μέθυσος του στυλ Ορέστης Μακρής, το άτομο που έχει ως μέγιστη αξία ζωής το ποτό, με ιδιαίτερη προτίμηση στην τσικουδιά, τσίπουρο.

-Νά 'χαμε τώρα ένα καραφάκι ρακί ε; Να πίναμε ένα ποτηράκι...
-Ρε τσικουδόχοιρε, ούτε 1 δεν πήγε η ώρα, θες να πιεις;

Tσικουδόχοιρος μετα το αλκοτεστ... (από Vrastaman, 24/01/09)

Βλ. και μπεκροκανάτα, ρούκουνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική έκφραση καπνιστή ο οποίος προσπαθεί να το κόψει αλλά δεν την παλεύει να μην κάνει ένα τσιγαράκι με τον καφέ.

- Ρε Μητσάρα, τι ανάβεις τσιγάρο; Χθες δεν είπες ότι το έκοψες;
- Άσε ρε Κώτσο, αφού ξέρεις, ο ρουφιάνος του τσιγάρου είναι ο καφές. Δεν μπορώ να μην κάνω ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε η αρχή του τέλους μίας κατάστασης.

- Φίλε είδες τις νέες δημοσκοπήσεις; Άρχισε να μικραίνει η ψαλίδα...
- Άρχισε να ξηλώνει το πουλόβερ, θα ανατραπούν οι ισορροπίες στο πολιτικό σκηνικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χάχας, ο γελοίος τύπος που χαζογελάει συνέχεια χωρίς ουσιαστικό λόγο.

-Τι κάνεις παρέα με αυτόν τον χαχαυλία ρε μαλά, είναι για σφαλιάρες το παλικάρι, ήμαρτον δηλαδή.
-Ε ρε μαλά, η δικιά του είναι φίλη με τη δικιά μου και καταλαβαίνεις...

βλ. και ... αυγά σου καθαρίζουν και γελάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν βλέπει καλά, ο στραβούλιακας, ο γκαβούλιακας. Προέρχεται από το ομώνυμο φίδι το οποίο έχει ατροφικά μάτια.

- Μάγκες, κοιτάξτε γκομενάκι που περνάει, κόλαση...
- Πού είναι ρε;
- Μπροστά σου ρε τυφλίτη, μα στραβός είσαι;

(από ioannios, 19/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευκίνητος, που τον χειρίζεσαι εύκολα. Χρησιμοποιείται για μεταφορικά μέσα όσο και για διάφορα αντικείμενα. Επίσης χρησιμοποιείται και σαν χαρακτηρισμός για τις μικρόσωμες γυναίκες, που τις χειρίζεσαι εύκολα πάνω στο κρεβάτι, σε αντίθεση με τις μεγαλόσωμες που είναι ακούνητες.

  1. Πολύ μανιτζέβελο το παπάκι που πήρα, σε 10 λεπτά είμαι στη δουλειά όση κίνηση και αν έχει. Κάνω συνέχεια σφήνες.

  2. Γνώρισα φίλε ένα μανιτζεβελάκι, κουκλίτσα. Μελαχρινό, 1.60 περίπου. Άσε, κάνει λωλά καμώματα...

Βλέπε και μαϊτζέβελο, ματζόβολο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αλλάζει μυαλά ο άνθρωπος.

- Πάλι άρχισε το κάπνισμα ο Γώγος;
- Τι περίμενες, δεν αλλάζει περπατησά ο γάδαρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεπτή και μακριά κουράδα. Προκαλεί θαυμασμό λόγω του μεγέθους και του σχήματος της, με αποτέλεσμα να γίνεται αντικείμενο συζητήσεων, ενώ πολλές φορές φωτογραφίζεται για την ύπαρξη πειστηρίων. Δύσκολα την ρουφάει το καζανάκι.

Φίλε έκανα σήμερα ένα μουγκρί ίσα με 30 πόντους. Σου λέω το θαύμασα στο τέλος. Το έχω βγάλει και σε φωτογραφία αλλα αν θες να το δείς ζωντανά μέσα είναι, δεν το ρουφάει το καζανάκι.

Ένα άλλο μουγκρί (από poniroskylo, 19/12/08)

Βλ. και σχετικά λήμματα κουράδα, κουράδι, κουράδα σε θέση offside

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο το οποίο είναι κομμάτια από την αϋπνία και την κούραση, παίρνοντας έτσι το χαρακτηριστικό χρώμα του αυγολέμονου. Λέγεται και απλά κομμένος. Συνηθισμένη κατάσταση για πρωτοετείς φοιτητές που έχουν κάνει τη μέρα νύχτα και πάνε σερί στη σχολή.

- Πώς είσαι έτσι ρε μαλά, σαν κομμένο αυγολέμονο.
- Άσε το πήγα σερί για να προλάβω να βγάλω όλη την ύλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κοιμάμαι καθόλου τη νύχτα και πηγαίνω άυπνος για δουλειά / μάθημα την επόμενη, με αποτέλεσμα να κοιμάμαι όρθιος.

- Ρε Πίπη κομμάτια σε βλέπω. Δεν κοιμήθηκες καλά το βράδυ.
- Καθόλου δεν κοιμήθηκα, σερί το πήγα. Γάμησε τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified