Από το στερητικό «α-», και τα «φράγκα», όπως λέγονταν παλιά τα λεφτά, μπικικίνια κτλ. Σημαίνει το να μην έχει κανείς καθόλου χρήματα, να είναι πανί με πανί, στον άσσο, απένταρος, να μην έχει δεκάρα τσακιστή. Συνηθίζεται στην εποχή της οικονομικής στύσης. Σημειωτέον ότι οι λέξεις που εκφράζουν αυτήν την κατάσταση είναι με πολύ παρωχημένα νομίσματα, λ.χ. απένταρος, άφραγκος. Δεν θα έπρεπε να σλανγκιστεί το «άνευρος»; Λέμε τώρα...

Από Δ.Π. του Vrastaman.

Έχω μεγάλες αφραγκιές! Έμεινα στον άσο! Ούτε στο Flocafe δεν μπορώ να πάω για ένα καπουτσίνο! Πάλι καλά που έχω σέικερ και στο σπίτι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του γατόνι, του πολύ έξυπνου ανθρώπου που είναι ξεφτέρι. Μόνο φανταστείτε μια γάτα να έχει πέταλα.

- Γάτα η κυρία! Γάτα με πέταλα η δικιά σου δικέ μου!

(από GATZMAN, 26/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σι 'ζ γκατ δε λουκ», που λέγαν κι' οι Ροξέτ. Κλασική αγγλιά που σημαίνει την εμφάνιση κάποιου, πώς δείχνει, τι ύφος, στυλ έχει.

Ασίστ: vikar.

Γύρισε με νέο, ανανεωμένο λουκ από το Αμπιτζάν ο Πέρι! Μαυρισμένος και σφιγμένος, καλό του έκανε η Ακτή Ελεφαντοστού!

(από patsis, 01/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον υποτιμητική αναφορά στα κινούμενα σχέδια άκα καρτούν (cartoons). Πρβλ. μαρβελιά, η.

Γουστάρω να βλέπω ρετρό καρτουνιές με τους Μπητλς.

ρετρό καρτουνιές με τους Μπητλς (από Vrastaman, 03/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντεμί άντρας, βλ. σερνικοθήλυκος. Από γαλλική λέξη για το «μισός», αν δεν έχετε μεγαλώσει με γαλλικά και πιάνο.

Φτάνει πια με τους ιμιτασιόν, τους ντεμί άντρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει πρόσωπο ως συνώνυμο του φεύγα, του αλλού και του ψυχάκια. Κυρίως σημαίνει κάποιον που είναι στην κοσμάρα του, αλλά με ψυχοπαθολογική έννοια και περιμένουμε ότι είναι έτοιμος να ακούει φωνές κ.τ.λ.

Ήταν πάντοτε φευγιό ο Βασίλης, αλλά δεν περιμέναμε ότι θα άρχιζε να έχει και παραισθήσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθλητικώς, η άνετη επικράτηση, η συντριβή του αντιπάλου. Εννοείται ότι το παιχνίδι δεν ήταν ματς, αλλά βόλτα χωρίς αντίπαλο.

Μεγεθυντικό: Υγιεινός περίπατος.

Με 25 πόντους διαφορά η ΤΣΣΚΑ έκανε περίπατο έναντι της Παρτιζάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυαλό.

Δεν έχει κουκούτσι νιονιό!

Got a better definition? Add it!

Published

Από το «άσε γι' αύριο», η συνήθεια του τεμπέλη να τα αφήνει όλα για την επόμενη μέρα. Επίσης, «αυριόλας» είναι αυτός που συνηθίζει να λέει «αύριο όλα».

Ασίστ: Μες, Παυλέας.

- Δεν τσιμπάς εκείνο το λημματάκι απ' το Δημόσιο Πρόχειρο;
- Δεν βαριέσαι! Άσ' το για αύριο!
- Πω πω μεγάλη ασαυρία αδερφέ!

(από pavleas, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified