Έτσι μεταφέρεται το «sex» στα ελληνικά, σλανγκική αδεία για πλάκα. Και «σεχάκι».
Έπεσε σεχάκι χτες;
Έτσι μεταφέρεται το «sex» στα ελληνικά, σλανγκική αδεία για πλάκα. Και «σεχάκι».
Έπεσε σεχάκι χτες;
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή του «sex, drugs & rock n' roll», που καθιερώθηκε από βάζελους φανατικούς με τον μπασκετμπολίστα Ντέγιαν Μποντιρόγκα εκ γιουγκοσλαβίας, όταν αυτός μεγαλουργούσε στην Μπανάθα. Υπονοείται ότι ο Μποντιρόγκα ήταν ο απόλυτος εθισμός. Υπάρχει και ομώνυμο ραπ τραγούδι με πρωταγωνιστή τον Σέρβο.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.
- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;
Got a better definition? Add it!
Υπερθετικός σλανγκική αδεία του «στο τσακ», δηλαδή παρά τρίχα, την τελευταία στιγμή κ.ο.κ.
Στο τσακ του τσακός, με έναν πόντο διαφορά νικήσαμε την Γαλλία! «Βάλ' το αγόρι μου!», είπε ο Σκουντής κι ο Μητσάρας τό 'ριξε το θεϊκό τριποντίδι στην εκπνοή! Αυτά είναι!
Δες και ποτέ των ποτών.
Got a better definition? Add it!
Αγώνας- θρίλερ του Θρύλου, όπου ο Θρύλος κατορθώνει να κερδίσει/προκριθεί στο τσακ του τσακός, λ.χ. στα πέναλτι, ή με γκολ στις καθυστερήσεις, ή με winning-shot στο μπάσκετ κ.ο.κ.
Λεξιπλασία του χρήστη Vrastaman, την οποία κάνω clopy paste.
Πω πω τι θρύλερ ήταν αυτό χτες; Με τρίποντο του Τόμιτς από τα 9 μέτρα νίκησε στον πόντο ο Θρύλος κι ο Τζούροβιτς του Πανιωνίου να φωνάζει: «Άουτ ήτανε Τόμιτσου, άουτ»!
Got a better definition? Add it!
Ο Ολυμπιακός.
4-1 νίκησε ο Θρύλος!
Βλ. και γαύρος
Got a better definition? Add it!
Ο υπερθετικός του λολ (lol). Το αρκτικόλεξο σημαίνει: «Rolling on the floor laughing out loud»= Κυλιέμαι στο πάτωμα γελώντας δυνατά. Και το χρησιμοποιούν πολύ στο ιντερνέτι.
χα χα χα, πολύ λολ αυτό που είπες, είσαι lol-some. Τι λέω, τι λολ, είναι rofl-lol!!!
Βλ. και lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, Loles - λόλες, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω
Got a better definition? Add it!
Μια αμερικανιά, που χρησιμοποιείται πάρα πολύ συχνά στα φόρα και γενικά στα διαδίχτυα για να δηλώσουμε ότι είμαστε ενοχλημένοι από έναν τρολεατζή ή από κάποιον που γράφει τεράστια σεντόνια. Υπονοείται ότι ο τύπος είναι Geek, φύτουκλας, ιντερνετο-μπακούρης και ότι θέλουμε να πάρει τα κουβαδάκια του και να πάει σ' άλλη παραλία (βλ. σχετικό λήμμα), ή απλώς να κάνει κάτι από την πραγματική ζωή, ας πούμε σεξ, γυμναστική, φλερτ κτλ, αντί να βγάζει τα απωθημένα του στο ιντερνέτι σαν ιντερνετομαλάκας.
Γράφεται και ως αρκτικόλεξο gal.
Φόρουμ Αθηνοράματος:
Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μία ταινία επειδή είναι ρεαλιστική και βγαλμένη απ'τη ζωη είναι αυτόματα και αριστούργημα. Και δώστου 5 αστεράκια ο Μήτσης ο οποίος δεν βάζει πάνω απο 3 αν για παράδειγμα δεν έχουμε να κάνουμε με πακιστανικό πειραματικό κινηματογράφο οπου ο παραγωγός πάσχει από ελονοσία και ο καμεραμαν έχει γάγγρενα και το ένα του μάτι είναι γυάλινο.
GET A LIFE!!!!!!!!!
Got a better definition? Add it!
Γράφω έναν σούπερ ντούπερ ορισμό στο slang.gr και γι' αυτό παίρνω όλους τους αστερίες του ντουνιά από τους άλλους σλανγκιστές.
-Άστραψες! Εύγε, μπράβο ρε! Λωλ και καραλώλ, και ξαναμανακαραλώλ! Όλοι οι γαλαξίες του ντουνιά για πάρτη σου άρχοντά μου! Ο Γαλαξίας της Ανδρομέδας δικός σου και του Κενταύρου κι αυτός δικός σου!!!
(Παραλήρημα σπεκουλαδόρου που εννοεί: «Θυμήσου να βάλεις και σε μένα το δεκάρι, στον επόμενο ορισμό μου»).
Got a better definition? Add it!