Ο πολύ μάγκας, ο επιθετικός και τσαμπουκαλής μάγκας, που κάνει και νταηλίκια.

Τι μας το παίζεις ρε Μήτσο; Μάγκας και νταής; Νομίζεις πως θα σε φοβηθούμε;

Πέτρος Κυριακός, «Το λεξικό του μάγκα» (από vikar, 16/02/10)Απίστευτη μαγκιά σε μάγκα και νταή. Από το FailBlog. (από patsis, 16/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός μάγκικος τρόπος να πεις «κυρία».

  1. Περάστε μανδάμ!

  2. Άι γαμηθείτε μανδάμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός μάγκικος τρόπος να αναφερθείς σε έναν ιδιαίτερο τύπο γυναίκας, που είναι μικρόσωμη, πρόσχαρη και μας εμπνέει θετικά συναισθήματα. Ο όρος έχει κάποια τρυφερότητα. Λέγεται και για ηλικιωμένη μικρόσωμη κυρία που την βλέπουμε με συμπάθεια.

Πήγα στη Δημόσια Υπηρεσία, μου τα πρήξανε όλοι, αλλά ευτυχώς ήτανε και μια μανταμίτσα που μου την έκανε την δουλειά.

Στην αρχή. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το μεγάλο διαδικτυακό κατόρθωμα.

Προς γραμματέα:
Βρε Κική, μπορείς να μου κάνεις μια ματριξιά; Θέλω σε μισή ώρα να έχω για το ταξίδι μου στην Ιταλία μέσω Ίντερνετ εισιτήρια πήγαινε-έλα, ξενοδοχείο για Μαδρίτη, Βαρκελώνη και Βαλένθια, και αυτοκίνητο. Μπορείς;

(από Khan, 07/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά τεμπέλης. Από το ρατσιστικό στερεότυπο ότι οι Μεξικάνοι κάθονται όλη την μέρα και λιάζονται με ένα τεράστιο καπέλο.

Τι κάθεσαι όλη μέρα και τα ξύνεις σαν Μεξικάνος;

(από Galadriel, 03/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Μερσεντές, το Μερσεντικό, η Μερσέντα, με λίγα λόγια αυτό που οδηγούν οι Μερσεντεζοβολάνηδες και οι Μερσεντοσουσούδες.

Με το Μερσεντέ του μπαμπά έσκασε μύτη ο φλωρούμπας!

Mercedes McNab (από Hank, 04/02/09)(από protnet, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Μερσεντές ως εργαλείο, κατά το «σιδερικό», και με τρόπο, ώστε να γεμίσει πιο πολύ το στόμα σου.

Σκάσανε μύτη οι δεσποτάδες με πέντε - έξι Μερσεντικά.

(από Hank, 04/02/09)(από Vrastaman, 28/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα, όταν ρεύεται κάποιος. Δεν βγαίνει από το «μοσχάρι», αλλά από το άρωμα του «μόσχου», όπως στα «μοσχοβολώ», «μοσχομυρίζω» κτλ. Υπάρχει και ζώο που λέγεται μόσχος και δεν έχει σχέση με το μοσχάρι, αλλά είναι σαν ελάφι.

- Μπουρουά, ουουγκρ (δυνατό ρέψιμο).
- Μόσχος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το καλάμια και παλούκια είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στο «καλά», έτσι το «μπαμπάκια» είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στην προσφώνηση «μπαμπά, μπαμπά», όταν αυτή καταντά ενοχλητική, κουραστική. Χρησιμοποιείται από οικογενειόρχεις και από σλανγκιστές, που δικαίως παραμελούν τα πατρικά τους καθήκοντα, για να λημματογραφούν στο slang.gr.

- Μπαμπά, μπαμπά...
- Μπαμπάκια! Δεν βλέπεις ότι αυτή την στιγμή γράφω ένα πολύ σημαντικό λήμμα; Πήγαινε στην μαμά σου...

Δες ακόμη μαμούνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Παναθηναϊκός, κατά το ΜΠΑΟΚ.

-Θα σκίσει κι απόψε η Μπανάθα!
-Είσαι βάζελος;

Got a better definition? Add it!

Published