Η σαχλή μπούρδα, ανοησία.

Ετυμολογία:

σαχλαμπούχλα < σάχλα + μπούχλα με αφομοιωτική επίδραση της λέξης σάχλα από το < μπούρδα < γαλλικό bourde = ανοησία < αρχαίο γαλλικό behourder = παίζω, ευχαριστώ < φραγκονικό **bihourdan*.

Ευτυχώς υπάρχουν και κάποιοι που κρατάνε το slang.edu σε κάποιο επίπεδο, γιατί οι περισσότεροι το έχουν ρίξει στις σαχλαμπούχλες.

Got a better definition? Add it!

Published

Η τσαρίνα της πούτσας. Ο όρος μπορεί να εκληφθεί με μία ή περισσότερες από τις παρακάτω έννοιες:

  1. Ποσοτικώς: Η ψωλού.
  2. Ποιοτικώς: Η μαστόρισσα στον χειρισμό της πούτσας.
  3. Γεωγραφικώς: Η Τατιάνα ή Λαρίσα, γενικώς το μιγκ (σ.ς.: Όχι αυτό που τράκαρε την Mes μας).
  4. Πολιτισμικώς: Αυτή που έχει ζηλώσει την δόξα της Αικατερίνης της Μεγάλης, η οποία έχει μείνει θρύλος για τα ερωτικά της κατορθώματα.

Η λέξη χρησιμοποιείται και ως παιγνιώδες χαϊδευτικό για την πούτσα.

Φοβερή πουτσαρίνα η Νατάλια Βοντιάνοβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικροτσούτσουνος σύμφωνα με το σύνηθες ρατσιστικό στερεότυπο.

Στα πλαίσια σλανγκάζ, είναι το σημαίνον που απέχει περισσότερο απ' τον αράπη. Αν η ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ είναι η «μεγάλη και σίγουρη», τότε η ΙΝΤΕΡΚΙΝΕΖΙΚΑΝ είναι η «μικρή και αβέβαιη».

- Πώς πήγε η συνέντευξη της Κοντολίζα Ράις με τον Κινέζο ομόλογό της;
- Δες το μήδι για να καταλάβεις!

ΚόντοΛίζα (από Hank, 26/03/09)Κινέζος υπερβάλει! (από Vrastaman, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φορτική και κουραστική γκρίνια στο κρεβάτι μεταξύ συζύγων / συντρόφων, το Γκραν Γκρινιόλ. Αν και το κρεβάτι θα έπρεπε να είναι ο χώρος του έρωτα, της χαλάρωσης και της ξεκούρασης, δυστυχώς γίνεται το πεδίο της κρεβατομουρμούρας.

Άσε ρε συσσλαγκιστή, με έπιασε χτες στην κρεβατομουρμούρα η Λυσισλάνγκη, «τι κάνουν αυτές οι Σλανγκοφοριάζουσες και σας έχουν μαγέψει, και τι καλύτερο έχουν δηλαδής από 'μάς» κτλ... Δεν μ' άφησε να κλείσω μάτι όλη νύχτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον τιραμισουρεαλισμό, το μπλε δηλώνει επίσης:

  • Την φάση όπου κάποιος έχει πάρει πολλά Βιάγκρα, επειδή υποτίθεται ότι μια από τις παρενέργειες, αν πάρεις πολλά, είναι να τα βλέπεις όλα μπλε. (Σ.ς.: Δεν ξέρω, δεν τα έχω ανάγκη). Γενικά, μπλε είναι η Βιαγκρο-νιρβάνα, Βιαγκρο-μαστούρα. Βλ. και έκφραση «τα βλέπω όλα μπλε».

  • Αγγλιά για την μελαγχολία. Από τα blues, blue mood, κ.τ.λ.

Τα είδε όλα μπλε με την Καυλάουρα ο Επαμεινώνδας. Θεός σχωρέστονε! Και τού 'λεγα: «Δεν είναι κουφέτα τα Βιάγκρα, Νώντα μου!». Δεν μ' άκουγε ο μακαρίτης!

Σχετικό: μπλε περίοδος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγάλος εμπνευστής για σλανγκολήμματα. Μιλάμε κυρίως για επώνυμους τεχνίτες του λόγου, αν και οι πραγματικοί ήρωες είναι οι σλανγκομάζες, που λέει κι ο Μάο, και ο πραγματικός σλάνγκαρχος είναι ο άγνωστος Σλάνγκος. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για χρήστη του slang.edu από συσσλαγκιστή σε στιγμές σπεκουλαδορίας ή ειλικρινούς «προσκυνώ την πορδούλα σου!».

Προτείνω ως σλάνγκαρχοι να αναγνωριστούν οι:

Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, Τζίμης Πανούσης, Χάρρυ Κλυνν, Λύο Καλοβυρνάς, Ηλίας Πετρόπουλος, Γιάννης Μηλιώκας, Γιώργος Μητσικώστας, Σταμάτης Κραουνάκης, Ημισκούμπρια.

Ανθυποσλάνγκαρχοι: Ανίτα Πάνια, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Καρβέλας, Λάκης Λαζόπουλος, Γιάννης Ζουγανέλης, Μάρκος Σεφερλής, Κώστας Ζουράρις, Μαλβίνα Κάραλη.

Συμπληρώστε ή διαφωνείστε ελεύθερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοί στην πολιτική και την οικονομία ψάχνουν τον τρίτο δρόμο μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού ή (πάλαι ποτέ) κομμουνισμού. Η φράση ήταν της μοδός στα '90ς με τους και καλούα «τριτοδρομικούς» ηγέτες της Δύσης, Tony Blair (κυρίως αυτόν), αλλά και Bill Clinton, Gerhard Schroeder, Lionel Jospin, Massimo d'Alema και τον ημέτερο Κώστα Σημίτη.

Η φράση σλανγκίζεται για να δηλώσει:

  1. Τον γκέι, κατά τα συγγενή τρίτο φύλο, τρίτο πρόγραμμα, τρίτο στεφάνι.

  2. Τον αλλαξοκώλη αμφί, που συνδυάζει εκλεκτικώς τα καλά και του στρέιτ και του γκέι σεξ, όπως ο «τρίτος δρόμος» υποτίθεται ότι συνδυάζει τα καλά του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Δηλαδή αυτόν που θέλει και τον κώλο ξεσκί και τον πούτσο χορτάτο. Αυτόν που θέλει και μουνί και το τρίτο το μακρύτερο.

Σημειωτέον ότι:

  1. Η φράση λέγεται για να υποδείξει και το ότι και ο «τρίτος δρόμος» στην αρχική πολιτικοοικονομική σημασία του αποτελεί πουστιά, ιδίως με καμώματα τύπου Tony Blair.
  2. Αξιολογεί θετικά το γκεϊλίκι ή μπαϊλίκι ως κάτι πιο ψαγμένο, αλτέρνατιβ (όταν όχι λατέρνατιβ) και προχώ.

Ασίστ: Vrastaman.

Από τον διαδικτυακό τύπο:
Οι πρώτοι γκέι Αγιοβασίληδες έκαναν την εμφάνισή τους στα πολυκαταστήματα και τις διαφημίσεις της τηλεόρασης. Ο τρίτος δρόμος προς τον εορτασμό της γέννησης του θεανθρώπου επιτάσσει Αγιοβασίλιδες ντυμένους στα ροζ και τάρανδους με πισωγλετζέδικο σκέρτσο.

Τον ανανεώνει τον καπιταλισμό; (από Hank, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το peep show που περιλαμβάνει / τελειώνει με πίπα. Τουλάχιστον έτσι μπορεί να μετακενωθεί στην ελληνική σλανγκ ο αγγλικός όρος με μια δόση σλανγκικής ειρωνείας. Εναλλακτικώς, το peep show που είναι πίπες.

Σύμφωνα με την Βίκυ στην Μπαρτσελόνα (βλ. και Vicky Cristina Barcelona) λαμβάνουν χώρα και peep show που είναι πιπ σόου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν ο όρος ετυμολογηθεί από το γαλλικό fondement = θεμέλιο, τότε θα λεχθεί «φονταμενταλισμός».

Αν όμως ετυμολογηθεί από το λατινικό fundamentum (ίδια σημασία) θα λεχθεί «φουνταμενταλισμός», που είναι και το σωστότερο. Η λέξη αποδίδεται στα ελληνικά ως «θεμελιοκρατία», «θεμελιωτισμός» και σημαίνει την σκληροπυρηνική τάση για επιστροφή στις πηγές μιας θρησκείας.

Η λέξη, ωστόσο, σλανγκίζεται για να δηλώσει τον σκληροπυρηνικό χασιστή και φουντικό που επιδιώκει την επιστροφή στις πηγές της φούντας.

Εναλλακτικώς, ο σλανγκισμός μπορεί και να σημαίνει ότι ο θρησκευτικός φουνταμενταλισμός είναι η «φούντα των λαών» για να παραφράσω τον Μαρξ.

Έχει φουνταμενταλιστικές τάσεις, «χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στην φύση» το σύνθημα ζωής του.

Η φουνταμενταλίστρια με την χρυσή φωνή (από Vrastaman, 28/03/09)

Σχετικά: Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για λόγους slangical correctness είναι νομίζω πάρα πολύ σημαντικό να βρεθεί και στα ελληνικά ένας όρος για τους ομοφυλόφιλους, ο οποίος να έχει μόνο θετικές και καμία αρνητική συνδήλωση, όπως ακριβώς το αγγλικό gay = χαρούμενος. Όπως είπε κι ο πούσταρχος Harvey Milk στην ομώνυμη ταινία: «We like to think ourselves as gay, not queer». Είναι επιτακτική, δηλαδή, η ανάγκη ενός όρου με καθαρά θετικές συνδηλώσεις.

Ο πιο κοντινοί όροι στην χαρά του γκέι είναι τα πισωγλέντης και πισωγλεντζές, που δηλώνουν μεν την χαρά του γκέι, αλλά παραμένουν χλευαστικοί. Επίσης, θετικές συνδηλώσεις έχει το γκέης, κατά το «μπέης», το οποίο όμως παραμένει ελλιπώς ελληνικό. Προτείνω, λοιπόν, τον όρο «γλεντζές», που αφενός είναι κοντά στο αγγλικό gay= χαρούμενος, και αφεδύο, είναι κοντά στο σλανγκικό πισωγλεντζές και πισωγλέντης, αλλά χωρίς να είναι χλευαστικό.

Ο μεγαλύτερος γλεντζές του σάιτ είναι ο Πέρι. Και μην τις ακούτε αυτές τις δηθενιές ότι και καλούα κάνει περιποίηση προσώπου στην Λάουρα, αυτά είναι για να ριχτεί στάχτη στα μάτια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified