Άτομο, συνήθως νεαρής ηλικίας, που το facebook παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο σχετίζεται με τους άλλους. Λ.χ. το facebook είναι γι' αυτόν εξίσου σημαντικό με το τηλέφωνο και το email. Διακρίνεται για τον αφελή ναρκισσισμό του.

Ευρύτερα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ολόκληρη γενιά νέων στα late zero's.

Φεϊσμπουκάκι το πιπίνι! Πρώτα μού δωσε τα στοιχεία της στο facebook και μετά το τηλέφωνό της! Πάω και τι να δω! Ούτε φωτογράφιση στο «Νίτρο» να ήταν!

Κοίτα να δεις! Ποιος θα τό 'λεγε ότι τα φεϊσμπουκάκια θα μας παρέδιδαν μαθήματα επαναστατικού φρονήματος!..

(από Khan, 20/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Update του «είμαι ταπί» στην εποχή του εύκολου πλαστικού χρήματος («πλαστό χρήμα», κατά Άντζελα Δημητρίου). Παράγωγο απ' το ταπί και τον αριθμό pin.

Χαρακτηρίζει τον Νεοέλληνα, που παλιά θα κλαψομουνούσε ότι «δεν έχει μία», «έχει άδεια τσέπη» κ.τ.ό., αλλά σήμερα θεωρεί ότι η αποστήθιση του ενός έως νιοστού αριθμού pin για την πιστωτική του, ή την κάρτα που τον συνδέει με το δανειοδάνειο, αρκεί για τη λύση όλων των προβλημάτων του.

Επίσης: 1. Ταπίν και ψύχραιμος: Ο Νεοέλληνας που χρωστά ιλιγγιώδη ποσά σε δανειοδάνεια, αλλά συνεχίζει ψύχραιμα το ίδιο χλιδάτο ή χλιδαίο στυλ ζωής. 2. Ρέστα, ταπίν και ψύχραιμος.

Ο όρος εισήχθη απ' τον Χάρρυ Κλυνν (πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, εννοείται).

- Κι οικονομικά πώς πας ρε Μπάμπη;
- Άστα και χέστα! Είμαι ταπίν! Δυο χιλιάρικα Ευρώ έχω αυτή τη στιγμή στο πορτοφόλι μου! Τα σήκωσα το πρωί απ' το δανειοδάνειο!

(από Khan, 05/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια καθ' ημάς ερμηνεία περί του τι σημαίνει το περίφημο σημείο G, περί του οποίου τόσο μελάνι (και όχι μόνο) έχει χυθεί από αρμόδιους επιστήμονες και ασκητικούς τύπους.

Κάθε γυναίκα, λένε, έχει το δικό της σημείο G(αύλας), και άμα το βρεις την έχεις κάνει λόλα! Κάθε άνδρας επίσης! Πιστεύουμε. Διαφορετικό ο καθένας.

Γι' άλλον το σημείο της G(αύλας) του είναι οι πιπινέζες, γι' άλλον τα Μανάρα, μόνο για το Λίλιαν υπάρχει ομογνωμία ότι είναι το σημείο G των απανταχού Σλάνγκων Δράκων!

Γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Η Λίλιαν είναι το σημείο G μου!

(από Khan, 20/07/13)

Βλ. και γ-καύλα, καύλα η γυναικεία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, για τις δύο βασικές υπηρεσίες που προσφέρει μια κορασίς σε ένα στριπτητζάδικο. Το θέμα έχει περιγραφεί επαρκώς στο λήμμα «χορός, ο». Απλώς, να πω ότι ο τεχνικός όρος του φαινομένου είναι «πουτό-χουρός», όπως το προφέρουν με βαριά ανατολική προφορά οι κορασίδες. Και πως υπάρχει ένα δίλημμα ποια από τις δύο υπηρεσίες θα προτιμήσει ο στριπτητζόφιλος, αν και τις δύο, με ποια σειρά κ.ο.κ. Με λίγα λόγια το «πουτό-χουρός» υπήρξε το μεγάλο δίλημμα του Νεοέλληνα στα '90ς και '00ς, όπως το «Κιθαρίστας ή ντράμερ;» του Γιοκαρίνη το μεγάλο δίλημμα των '80ς.

Γενικά, είναι αξιοσημείωτο ότι ο χουρός είναι πιο φτηνός, και με κάτι εξτρά περιλαμβάνει και το περίφημο φραπέ. Ενώ το πουτό είναι γενικά πολυέξοδο και άχρηστο. Οπότε δεν θα έπρεπε να υπάρχει δίλημμα. Πλην πολλοί το σκέφτονται σύμφωνα με την αρχή του Αριστοτέλους ότι ο σκοπός κάθε όντος είναι η ειδοποιός διαφορά του. Και το πουτό είναι ακριβώς η ειδοποιός διαφορά του στρηπτιτζάδικου απ' το μπορντέλο (που θα μπορούσες εξαρχής να είχες πάει). Οπότε γενικά το δίλημμα παραμένει, ή μπορεί να λυθεί πραγματώνοντας και τα δύο σκέλη, εις βάρος βέβαια της τσέπης.

Συνώνυμα: «Κεράσει πουτό καυλιάρη;» (εντάξει, λέγεται μόνο από τις πλέον χυδαίες και ανένταχτες των κορασίδων, απλώς έχει μείνει ως πάγια έκφραση).

Τα κορίτσια όμορφα αλλά λίγο με υφάκι και σπασαρχίδες για να τις πάρει κάποιος με το ζόρι για χουρό ή πουτό.
(από το γνωστό bourdela.tv)

Λίλιαν! (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημισμός για την putzfrau, που δραστηριοποιείται στο putzinstitut (πουτς ινστιτούτ).

Η Τζέσικα αποτελεί αξιολογοτάτη φερέλπιδα κορασίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σαβουρογάμης. Προέρχεται από ανέκδοτο ξένων γλωσσών, ήτοι: -Πώς λέγεται ο Ιάπωνας σαβουρογάμης; -Ό,τι κάτσει. (Χα χα χα χα...). Αλλά κατέληξε να χρησιμοποιείται ευρύτερα.

Σχηματίζεται αναλογικά με το «κάτσει-δεν-κάτσει».

Συνώνυμα: σαβουρογαμόσαυρος, σαβούρης.

Ο ό,τι κάτσει είναι ένας τύπος, πώς είναι, ας πούμε ο Carembeu, πώς είναι ο Vincent Cassel... Ε, καμία σχέση!

Βλ. και σχετικά λήμματα Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified