Στέλεχος είναι ο χαρακτηρισμός ενός εργαζομένου, τον οποίο η εταιρεία στην οποία εργάζεται τον έχει πιάσει κορόιδο ή κότσο.

Ως στέλεχος χαρακτηρίζει μια εταιρεία έναν εργαζόμενο όταν:

  1. Του δίνει ένα τίτλο τύπου manager και άλλες τέτοιες παπαριές,
  2. Τον αμοίβει με κατιτίς παραπάνω από το κανονικό της σύμβασης αλλά
  3. Τον φορτώνει με περισσότερες ευθύνες,
  4. Τον βάζει να δουλεύει 12ωρα και 15ωρα ή Σαββατοκύριακα και
  5. Δεν του πληρώνει τις υπερωρίες που δικαιούται.

Ο εργαζόμενος νιώθει μεγάλο στέλεχος = κορόιδο όταν διαπιστώσει ότι αν δούλευε σαν ένας απλός εργαζόμενος και πληρωνόταν τις υπερωρίες του και πιο πολλά θα έβγαζε και δεν θα τον πρήζανε τόσο και θα ήταν καλύτερα στην προσωπική του ζωή.

- Γιώργο , πήγα τώρα στον διευθυντή μου και του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω και το άλλο σαββατοκύριακο στην δουλειά γιατί έχω κάποιες σημαντικές κοινωνικές υποχρεώσεις. Και ξέρεις τι μου απάντησε; Ότι δεν γίνεται να λείψω γιατί είμαι σημαντικό κομμάτι στην εταιρεία, ότι η εταιρεία έχει επενδύσει πολλά πάνω μου και άλλα τέτοια...
- Σε βλέπω και σε θαυμάζω. Μπράβο σου Γιάννη! Είσαι μεγάλο στέλεχος!
- Ρε σύ Γιώργο δεν κόβεις το δούλεμα που τα έχω πάρει στο κρανίο! Άντε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως καρκινιάρικες χαρακτηρίζονται οι τελευταίες τζούρες του μπάφου. Και αυτό διότι είναι καυτερές και ιδιαίτερα ανθυγιεινές και καταστροφικές για τον λαιμό και τα πνευμόνια. Δεν τις φοβούνται οι πεπειραμένοι μπαφόβιοι και τα χαρμάνια, οι οποίοι τις παίρνουνε αναλαμβάνουν να τελειώσουν το τσιγαριλίκι μέχρι και την τζιβάνα.

Συζήτηση μπαφοκατάστασης όπου κάποιος τα έχει παίξει:
- Ω ρε πούστη μου όλα γυρίζουν, δεν θέλω άλλο, θα ξεράσω! Σβήσ'το το γαμίδι!
- Καλά, καλά, χαλάρωσε και άσε τις καρκινιάρικες για μένα...

(από danielo, 17/01/09)

Δες ακόμη: καυτή, μπριζολάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάτος Νάνο = φάε τον νάνο = τελείωσε το τσιγάρο που είναι πια μικρό.

Έκφραση που λέγεται μεταξύ χασικλήδων όταν κατά την διάρκεια της πόσης και ενώ το τσιγαριλίκι έχει σχεδόν τελειώσει, πασάρεται ο μπάφος στον τελευταίο με την προτροπή αυτός να τον τελειώσει κάνοντας τις καρκινιάρικες.

Πληροφοριακά ο Φάτος Νάνο ήταν πρωθυπουργός της Αλβανίας...

Πασάρει τον μπάφο που είναι στα τελευταία του λέγοντας:
«Δεν θέλω άλλο, Φάτος Νάνο.»

(από danielo, 17/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυριολεκτική έννοια της έκφρασης αυτής είναι «βάζω γράσο στις ρόδες του αραμπά για να κυλάει πιο εύκολα». Ο αραμπάς είναι το τετράτροχο κάρο, το οποίο αποτελούσε και το βασικότερο μέσο μεταφοράς στο παρελθόν.

Καθότι την σήμερον δεν υπάρχουν πια πολλοί αραμπάδες και αραμπατζήδες, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται μόνο για την μεταφορική της έννοια. Σημαίνει ότι κάνω εκδουλεύσεις και δώρα σε κάποιον, ο οποίος έχει την δύναμη να κάνει τα πράγματα να κυλήσουν προς όφελος μου (δηλαδή το δόντι).

- Ο Γιώργος βλέπω είναι στις καλύτερες βάρδιες και υπηρεσίες. Δεν έχει χάσει μεροκάματο και γράφει όλο υπερωρίες. Μα πώς γίνεται αυτό;
- Μα καλά δεν ξέρεις ότι τις προάλλες είχε πάλι τον προϊστάμενο στο εξοχικό του; Και συνέχεια τον φορτώνει δώρα. Τον αλείφει τον αραμπά.

(από danielo, 26/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified