Συμπλήρωμα της φράσης «Μια το ένα μια το άλλο...». Το λέμε για να εμποδίσουμε τον συνομιλητή μας να συνεχίσει αυτό που λέει.
- Αμάν πια, δεν μπορώ, βαρέθηκα... Μια το ένα, μια το άλλο...
- ... κάτσε τώρα να στη βάλω...
Συμπλήρωμα της φράσης «Μια το ένα μια το άλλο...». Το λέμε για να εμποδίσουμε τον συνομιλητή μας να συνεχίσει αυτό που λέει.
- Αμάν πια, δεν μπορώ, βαρέθηκα... Μια το ένα, μια το άλλο...
- ... κάτσε τώρα να στη βάλω...
Δες και γειώσεις.
Got a better definition? Add it!
Πρώτο τμήμα της στιχομυθίας που συνεχίζεται (με σκοπό να ξενερώσουμε τον συνομιλητή μας και να το βουλώσει, ή να τον μπερδέψουμε) με το «... έχω μια πούτσα τόση».
Λέγεται κει με το «εν πάση περιπτώσει».
– Και συ πώς νιώθεις;
– Τι να σου πω... Εν πάση περιπτώσει,...
– ... έχω μια πούτσα τόση...
– Χέσε μας ρε μαλάκα, εσύ με ρώτησες. Δεν θες, μη μάθεις.
– Παρεξηγήθηξες;
– ...
– Τσίμπα ένα αρχίδι!
– Ωφού, δεν παίζεσαι σήμερα!
Got a better definition? Add it!
Σε κατάσταση αναμονής, αργά-αργά, χαλαρά.
- Δεν σε βλέπω και πολύ καλά...
- Είμαι λίγο στο ρελαντί, αλλά θα πάρω μπρος, πού θα πάει...
Got a better definition? Add it!
Η απαίσια (ψυχή τε και σώματι) γυναίκα.
Ήταν μια μαλακισμένη στο ταμείο της εφορίας, περιμέναμε είκοσι άτομα ουρά, και αυτή έβαφε τα νύχια της, η σκρόφα...
Got a better definition? Add it!
Αυτοσχέδιο μουσικό όργανο (οποιουδήποτε είδους) το οποίο κατασκεύαζαν κατά καιρούς οι πάλαι ποτέ θαμώνες της παραλίας του Ρούκουνα στην Ανάφη (τότε, πριν πλακώσουν οι φλώροι).
- Θυμάσαι που είχες φτιάξει ένα ρουκουνόφωνο και παίζαμε;
- Εγώ το θυμάμαι, εσύ πού το θυμήθηκες...
Got a better definition? Add it!
Αυτά, αλλά το λέμε έτσι για να πλάκα. Συμπίπτει και με την πραγματική λέξη απτά (=χειροπιαστά).
- Τί άλλα;
- Τίποτα μωρέ...
- ...
- Απτάαα...
- Τα λέμε τότε.
- Οκ, γεια.
- Γεια.
Got a better definition? Add it!
Ξεβρακώνομαι: εκτίθεμαι ανεπανόρθωτα.
- Εσύ καλά την έχεις, δεν μιλάς ποτέ για την πάρτη σου και όλα OK. Εγώ ο μαλάκας ξεβρακώνομαι με τη μία.
Got a better definition? Add it!
Αυτοί με το ξυρισμένο κεφάλι και τα δερμάτινα, τα μαύρα, κλπ. Ξέρετε, οι ζόρικοι, αυτοί που τον σκυλοπαίρνουν κατά τ' άλλα. Λίγο φασό, λίγο απ' ό.... Από την αγγλική λέξη skinhead.
- Καημός η κυρά Λέλα! Ο γιος της ξηγήθηκε σκίνι και αυτή το φυσάει και δεν κρυώνει!
- Καλά να πάθει, αυτή και το σόι τους τον έμαθαν έτσι. Πού νά 'ξερε ότι τον παίρνει κιόλας!
Got a better definition? Add it!
Λέγεται από γυναίκες, κοριτσάκια και αδελφές. Σημαίνει βρίσκομαι μέσα σε κάτι μαλακό και ζεστό (μην πάει ο νους σας στο πονηρό, είναι υγρό αυτό το τελευταίο), στεγνό, μπορεί να είναι ρούχο, μαξιλάρι, πάπλωμα, κλπ. Γενικά είμαι προστατευμένη από κάθε κακό και νιώθω πάαρα πολύ άνετα. Ωσεκτουτού δεν χρειάζομαι κανέναν. Συνοδεύεται από το τραγούδι εκείνο που έλεγε: I don't want anybody else, when I think about you I touch myself.
επίθετο: χουχουλιάρικο
Καλά, ε; Αυτό που πήρες είναι πολύ χουχουλιάρικο! Θα το φοράς στο σπίτι όλη μέρα και θα χουχουλιάζεις...
Got a better definition? Add it!
Μας πήρανε χαμπάρι οι ανεπιθύμητοι, ήρθαν και αυτοί (μπουλουκηδόν συνήθως) και χάσαμε την ησυχία μας.
Μόλις στρώσαμε να φάμε χτύπησε το κουδούνι. Ήταν οι από κάτω που ήθελαν να δούνε, λέει, τί κάνουμε. Δεν μπορούσα να μην ανοίξω γιατί πριν από λίγο τους είχα ζητήσει ένα ματσάκι μαϊντανό. Τι να κάνω, τους είπα από ευγένεια να κάτσουν κι αυτοί για φαγητό και βεβαίως έκατσαν χωρίς αναστολές. Πάει το ρομαντικό δείπνο με τον Αντώνη... ο οποίος όλη την ώρα μουρμούραγε με τη μπουκιά στο στόμα και κοιτούσε μόνο το πιάτο του:
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι...
Ευτυχώς (;) οι γύφτοι δεν τον ακούσανε να το λέει.
Got a better definition? Add it!