Έκφραση που υποδεικνύει ότι αυτό που λέμε, κάνουμε ή συμβαίνει είναι απολύτως αναμενόμενο και αδιαμφισβήτητο, ή εντελώς τελείως μη πρωτότυπο.

Συναντάται και ως «κλασικά εικονογραφημένα» και το λένε οι παλιότεροι, αυτοί που πρόλαβαν να διαβάσουν κλασική λογοτεχνία στη σειρά κόμιξ με αυτόν τον τίτλο, πχ τους 3 σωματοφύλακες και άλλα που έβγαζε ο περίφημος Πεχλιβανίδης.

  1. - Πάλι χάπια;
    - Ε, κλασικά.
    - Γιατί; Πονάκια πάλι;
    - Κλασικά. Στα έντερα.

  2. Μη με ρωτήσεις τι έγινε χθες που μαζευτήκαμε στης Αλεξίας... Κλασικά εικονογραφημένα: ο Μάκης τσακώθηκε πάλι με την Ανίτα, μετά ξέσπασε πάλι κουβέντα περί σχέσεων, πάνω κει τσακώθηκαν ο Σούλης με την Κατερίνα, και κλασικά εγώ έφυγα πρώτη κατά τις 3...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Βρίζω. Συνηθισμένη έκφραση: «αρχίζω / πλακώνω κάποιον στα στολίδια». Συνώνυμα: μπινελικώνω, μπινεκίλια, (ξε)χέζω / χεσίδια, κλπ
  2. Δέρνω άσχημα, πλακώνω.
  3. Λερώνω (κυρίως με εμετό).

(ασίστ Nick)

  1. - Πού είναι ο Μάκης, μέσα πάλι;
    - Ε κλασικά. Τράκαρε ο γκαντέμης με έναν λίτη, τον άρχισε στα στολίδια, και τον μπαγλαρώσανε.

  2. - Ρε τι σου 'κανε ο Μήτσος και του στόλισες τη μούρη έτσι ωραία;
    - Μου είπε «πώς είσαι έτσι ρε».

  3. Η Ελενίτσα, χθες που βγήκαμε, ήπιε τον κώλο της και όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο να την πάω σπίτι, στην πρώτη στροφή με στόλισε κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published

Την αράζω, ξαπλώνω την αρίδα μου, απλώνω την κορμάρα μου πάνω σε κάτι οπωσδήποτε αναπαυτικό και οριζόντιο.

Βλ. και καναπές.

- Πάω τώρα να την ξαπλαρώσω λίγο γιατί δεν αντέχω άλλο. Τα λέμε σε κανα μισάωρο.
- Καλά, κατάλαβα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι σε φάση σάπινγκ, σε φάση αποσύνθεσης. Δεν κάνω τίποτα, όλη μέρα ραχάτι, το σώμα σε πλήρη ακινησία, ταβανοθεραπεία κιέτσ'.

Επίσης: κοιμάμαι πολύ βαθιά και πολλές ώρες.

- Ξεκουράστηκες λιγάκι;
- Σάπισα, δεν ξεκουράστηκα απλώς... Τέσσερις ώρες κοιμήθηκα για απόγευμα, λήθαργος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπούλης, ο μπούας, ο φλώρος, αλλά και ο αγαπητός μας συσσλανγκιστής BuBis.

Όλ' αυτά τα καλολογικά δεν έχουν να κάνουν τόσο με την εμφάνιση, όσο με την έλλειψη σπιρτάδας ή την βαρυθυμία και το ξενέρωτο των εν λόγω ατόμων -εκτός του τελευταίου...

- Βρε Μαριάνθη μου, πώς τον έκανες έτσι τον γιο σου, μια χαρά αγοράκι ήτανε και τώρα είναι σκέτος μπούμπης ένα πράμα... Άσ' τονε λίγο να ξεκολλήσει από το βρακί σου...
- Ε τι, ελεύθερος είναι, όπου θέλει ας πάει. Εγώ τον κρατάω;

κι άλλος μπουμπης... (από BuBis, 08/07/09)και γαμώ τα λήμματα! Μπράβο! (από BuBis, 18/07/09)(από BuBis, 18/08/09)(από GATZMAN, 30/09/09)Μα τί λέει ο ορισμός; «Έλλειψη σπιρτάδας», «βαρυθυμία» και «ξενέρωτο»;... Γιά να παίξει το βίντεο παρακαλώ. (από vikar, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποτίζω κάποιον με ακλοόλ, τον κάνω σκνίπα, του βάζω τόσο να πιει λες και ποτίζω το μποστάνι μου. Κι αυτός κάθεται και το πίνει, από ντροπή ή από μαγκιά.

ασίστ: Nick

Πολύ το χάρηκα χθες, είχε έρθει στην παρέα ένας μπούμπης και έλεγε όλο μαλακίες ώσπου άρχισα να τον ποτίζω ξύδια, τον έκανα κουρούμπελο και την ξαπλάρωσε στον καναπέ, σάπισε και ησυχάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπόχα που βγάζουν τα ούρα, κυρίως τα πολυκαιρισμένα, όχι τόσο τα φρέσκα (αλλιώς τα φρέσκα δεν θα τα έπιναν όσοι είναι φανατικοί οπαδοί της ουροθεραπείας...) -- βλέπε σχετικά και εδώ.

Κατρουλίλα μποχάνε τα «τσίσα μειναμένα στην λεκάνη όλη νύχτα κατά την διάρκεια καύσωνα» (Μες), τα «τσίσα σε σκοτεινό σημείο πίσω από κάδο σκουπιδιών σε πεζοδρόμιο» (Μες πάλι), τα δημόσια ουρητήρια (όπου η κατρουλίλα συνδυάζεται ωραιότατα με την τσιγαρίλα και την σκατίλα), αλλά και πολλές απεριποίητες τουαλέτες πλοίων, ταβερνών κλπ, κατρουλίλα βρωμάει το τέτοιο σου άμα έχεις μέρες (λέμε τώρα) να πλυθείς, γάμα τα κι άσ' τα δηλαδή.

Τολμώ να πώ ότι η κατρουλίλα βρωμάει πολύ λιγότερο στα βρέφη ή στα ζώα, καθότι αυτά τα δύο σπήσιζ τουλάχιστον δεν αφοδεύουν αλκοόλ, φάρμακα και τσιγάρα με τα ούρα τους.

Μια από τις κατρουλίλες που «βρωμάνε ωραία» που έλεγε κάποιος, είναι των ζώων που τρέφονται με σανά.

Αυτά για τον πρωινό σας καφέ σήμερα.

- Α να, έχει ένα άδειο τραπέζι εκεί, πάμε να κάτσουμε;
- Ρε δε βλέπεις ότι είναι άδειο επειδή είναι κοντά στις τουαλέτες; Θα βρωμάει κατρουλίλες, σίγουρα.

Έπινε ένα ποτήρι από τα δικά του την ημέρα (από Vrastaman, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους παλιούς, και κυρίως για τους ανθρώπους της επαρχίας, σημαίνει μυρίζω.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα λέξη, καθότι ασυναίσθητα ή εμπειρικά συνδέει τις δύο αυτές συγγενείς αισθήσεις, την ακοή και την όσφρηση, δίνοντας προτεραιότητα στη δεύτερη. Και, πράγματι, την ακούς τη μυρωδιά.

Πιστεύω δε, ότι και η έκφραση την ακούω έχει να κάνει πίσω-πίσω με όλ' αυτά.

- Πω ρε πούστη, πάλι σκορδίλες μπαίνουν από τον φωταγωγό πρωινιάτικα...
- Ιδέα σου είναι, δεν ακούω τίποτα.

Ιντα ακουώ μρε Σηφάτση! (από Vrastaman, 19/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός Ελλάδας. Οπουδήποτε αλλού, είναι «έξω». Η δε λέξη «εξωτερικό», κάποτε λεγόταν με μεγάλο στόμφο από τους λίγους που τριγυρνούσαν εκεί πέρα, οι οποίοι επέστρεφαν με απίστευτες ποσότητες από ρούχα, καλλυντικά, ρολόγια, τσιγάρα, προϊόντα σουπερμάρκετ, κλπκλπ και τα επεδείκνυαν με σνομπίλα στον κάθε πικραμένο που δεν είχε περάσει τα σύνορα (για να μην πούμε ότι δεν είχε δει καν την θάλασσα). Φοβάμαι όμως ότι ακόμα και τώρα το ίδιο γίνεται, τηρουμένων των αναλογιών.

  1. Λέω να στείλω τον γιο μου έξω για σπουδές, τις λες;

  2. - Ωραίο φουστάνι, πού το ψώνισες;
    - Στο εξωτερικό...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο εγκέφαλος > το κεφάλι ή το μυαλό.

Από την ιταλική λέξη cervello. Προφανώς ήρθε στην Ελλάδα από την εποχή της ενετοκρατίας. Το λένε πολύ οι Επτανήσιοι, νομίζω, αλλά έχει επικρατήσει και γενικότερα.

Η έκφραση «μού 'φυγε το τσερβέλο» σημαίνει έχασα το μυαλό μου, τρελάθηκα, ως σχήμα λόγου όμως (δηλ. εντυπωσιάστηκα πολύ, μού 'φυγε η μαγκιά, το κλαπέτο, το καφάσι, το μπρικολέτο, όλα).

Επί πλέον σημασίες, εδώ.

  1. Αρσενικό μοντέλο μ' άχυρα στο τσερβέλο
    από το «Αν ήσουν άλλος», Ημισκούμπρια feat. Ευρυδίκη

  2. Το τι τούβλα ξεστομίζει αυτό το κορίτσι δε λέγεται. Κάθε τόσο μου πετάει κάτι κουλό. Μού 'χει φύγει το τσερβέλο ρε πστ!

  3. Τοτίνα, αφού το 'χουμε που το χουμε το μπινελίκι στο τσερβέλο μας γιατί να καταπιεζόμαστε; Δηλαδή όταν λέμε αρ...δια και δεν το γράφουμε ολόκληρο, είμαστε καλύτεροι;
    (από σχόλιο του Γκατς στο στα σέα μας, στα μέα μας και στα βυζαντινά μας)

  4. από τη μια η αντηλιά
    αντίσκηνο καπέλο
    ''θε'' μου τι ζούζουνο είναι αυτό;;;
    μού''φυγε το τσερβέλο...
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified