Παλιά λέξη για τα ανδρικά γεννητικά όργανα.

Όσην ώρα το κάναμε δεν σταμάτησε να μιλάει. Μου 'πρηξε τα ούμπαλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσούλα, και μάλιστα η πολύ κακόγουστη.

Ήρθε στο μπαράκι ντυμένη σαν πουτάνα, σκέτο καρκατσουλιό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντικείμενο που μας τη σπάει γιατί δεν υπακούει όπως θα θέλαμε, χαλάει εύκολα, αποσυναρμολογείται χωρίς λόγο, δεν χωράει εκεί που θέλουμε να το βάλουμε, δεν εμφανίζεται όταν το ψάχνουμε, γενικά μας φέρνει αντίσταση.

  1. - Άντε, πάμε να φύγουμε...
    - Κάτσε ρε μαλάκα δυο λεπτά, δεν βρίσκω πού το έχω βάλει το γαμίδι...
    - Ποιο γαμίδι;
    - Το κλειδί του αυτοκινήτου ρε πούστη μου, το κέρατό μου μέσα...

  2. - Τι έπαθες;
    - Δεν δουλεύει το γαμίδι και τά 'χω πάρει άσχημα.
    - Εγώ σου είχα πει ότι είναι για πέταμα
    - ...

βλ. και κέρατο, άντερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βλ. λήμμα πιπού

βλ. λήμμα πιπού

(από Vrastaman, 25/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που ειδικεύεται σε όλα τα παιχνίδια με (ή για) το πέος.

- Λίγα τα λόγια σου για την Κάτια. Είναι μεγάλη πεού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γρουσούζης.

Επίσης: γκαντέμω, γκαντέμικο.

Ο Μητσοτάκης λένε ότι είναι μεγάλος γκαντέμης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρουσουζεύω. Φέρνω γκαντεμιά, γρουσουζιά.

Με το που μπήκε μες το σπίτι μου με γκαντέμιασε. Όλη η μέρα πήγε στραβά.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ογκώδες οικογενειακό αμάξι παλαιού τύπου, όπως πχ. η Κορτίνα (αλλά και γενικά το μεγάλο και φαρδύ οικογενειακό αμάξι). Συνήθως πρόκειται περί απεριποίητου αυτοκινήτου, χιλιοτρακαρισμένου, ξεχαρβαλωμένου και σκονισμένου μέσα κι έξω. Μέσα μυρίζει κακής ποιότητας δερματίνη σε συνδυασμό με κακής ποιότητας βενζίνη και μπαγιάτικη τσιγαρίλα που ξινίζει. Είναι ακατάστατο, γεμάτο στυλό Μπικ, σπιράλ μπλοκάκια, κασέτες, κλπ. Πιθανόν δε να έχει και πλεκτό μαξιλαράκι στο πίσω κάθισμα. Κατά κανόνα τα φλας του δεν λειτουργούν ή αναβοσβήνουν πάρα πολύ γρήγορα.
    Το αυτοκίνητο αυτό είτε είναι must ή ανήκει σε κάποιον ξεχασμένο από τον χρόνο αριστερό, ή, τέλος, σε κάποιον παππούλη.

  2. Η φαρδυκάπουλη γυναίκα, η κωλαρού.

  1. Είπα να κόψω από τα στενά για να φτάσω πιο γρήγορα κι έπεσα σ' έναν γέρο με μια μαούνα που δεν μπορούσε να στρίψει, δεν χωρούσε να περάσει, πήγαινε αργά, τα φρένα δεν ανάβανε, γάμησέ τα, έφτασα είκοσι λεπτά καθυστερημένος...

  2. Τι μπάζο, χριστέ μου, τι μαούνα! Και τη βρίσκει να την πηδάει, το πιστεύεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο σε μέγεθος και άχαρο αντικείμενο.

- Τι του πήρες για δώρο αυτή τη γκουμούτσα ρε παιδί μου;
- Εμένα μου φάνηκε χαριτωμένο.
- ...

Δες και κουμούτσα.

Σε άλλες γλώσσες: Oschi (γερμανικά), mamotreto (ισπανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που δίνει κώλο αβέρτα.

-Φοβερή κωλού η Τιτίκα, ε;
-Πού το είδες, ίσα-ίσα, μου φάνηκε ότι έχει μικρό κωλαράκι...
-Δεν εννοώ το μέγεθος ρε άσχετε!
-Αλλά;
-">&*%$¨|@

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified