Παλιά λέξη για τα ανδρικά γεννητικά όργανα.
Όσην ώρα το κάναμε δεν σταμάτησε να μιλάει. Μου 'πρηξε τα ούμπαλα...
Παλιά λέξη για τα ανδρικά γεννητικά όργανα.
Όσην ώρα το κάναμε δεν σταμάτησε να μιλάει. Μου 'πρηξε τα ούμπαλα...
Got a better definition? Add it!
Η τσούλα, και μάλιστα η πολύ κακόγουστη.
Ήρθε στο μπαράκι ντυμένη σαν πουτάνα, σκέτο καρκατσουλιό...
Got a better definition? Add it!
Το αντικείμενο που μας τη σπάει γιατί δεν υπακούει όπως θα θέλαμε, χαλάει εύκολα, αποσυναρμολογείται χωρίς λόγο, δεν χωράει εκεί που θέλουμε να το βάλουμε, δεν εμφανίζεται όταν το ψάχνουμε, γενικά μας φέρνει αντίσταση.
- Άντε, πάμε να φύγουμε...
- Κάτσε ρε μαλάκα δυο λεπτά, δεν βρίσκω πού το έχω βάλει το γαμίδι...
- Ποιο γαμίδι;
- Το κλειδί του αυτοκινήτου ρε πούστη μου, το κέρατό μου μέσα...
- Τι έπαθες;
- Δεν δουλεύει το γαμίδι και τά 'χω πάρει άσχημα.
- Εγώ σου είχα πει ότι είναι για πέταμα
- ...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που ειδικεύεται σε όλα τα παιχνίδια με (ή για) το πέος.
- Λίγα τα λόγια σου για την Κάτια. Είναι μεγάλη πεού!
Got a better definition? Add it!
Ο γρουσούζης.
Επίσης: γκαντέμω, γκαντέμικο.
Ο Μητσοτάκης λένε ότι είναι μεγάλος γκαντέμης.
Got a better definition? Add it!
Γρουσουζεύω. Φέρνω γκαντεμιά, γρουσουζιά.
Με το που μπήκε μες το σπίτι μου με γκαντέμιασε. Όλη η μέρα πήγε στραβά.
Got a better definition? Add it!
Ογκώδες οικογενειακό αμάξι παλαιού τύπου, όπως πχ. η Κορτίνα (αλλά και γενικά το μεγάλο και φαρδύ οικογενειακό αμάξι). Συνήθως πρόκειται περί απεριποίητου αυτοκινήτου, χιλιοτρακαρισμένου, ξεχαρβαλωμένου και σκονισμένου μέσα κι έξω. Μέσα μυρίζει κακής ποιότητας δερματίνη σε συνδυασμό με κακής ποιότητας βενζίνη και μπαγιάτικη τσιγαρίλα που ξινίζει. Είναι ακατάστατο, γεμάτο στυλό Μπικ, σπιράλ μπλοκάκια, κασέτες, κλπ. Πιθανόν δε να έχει και πλεκτό μαξιλαράκι στο πίσω κάθισμα. Κατά κανόνα τα φλας του δεν λειτουργούν ή αναβοσβήνουν πάρα πολύ γρήγορα.
Το αυτοκίνητο αυτό είτε είναι must ή ανήκει σε κάποιον ξεχασμένο από τον χρόνο αριστερό, ή, τέλος, σε κάποιον παππούλη.
Η φαρδυκάπουλη γυναίκα, η κωλαρού.
Είπα να κόψω από τα στενά για να φτάσω πιο γρήγορα κι έπεσα σ' έναν γέρο με μια μαούνα που δεν μπορούσε να στρίψει, δεν χωρούσε να περάσει, πήγαινε αργά, τα φρένα δεν ανάβανε, γάμησέ τα, έφτασα είκοσι λεπτά καθυστερημένος...
Τι μπάζο, χριστέ μου, τι μαούνα! Και τη βρίσκει να την πηδάει, το πιστεύεις;
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο σε μέγεθος και άχαρο αντικείμενο.
- Τι του πήρες για δώρο αυτή τη γκουμούτσα ρε παιδί μου;
- Εμένα μου φάνηκε χαριτωμένο.
- ...
Δες και κουμούτσα.
Got a better definition? Add it!