Είναι άλλο από το κόβω μαργαρίτες του συσσλανγκιστή μας Τάκαρου. Σημαίνει είμαι καψούρης, τίγκα στην ανασφάλα, δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανένα ένστικτό μου ή πληροφορία ή ένδειξη, και το ρίχνω στην μαργαριτομαντεία, «μ' αγαπά - δε μ' αγαπά», μαδώντας ένα ένα όλα τα πέταλα μιας καψερής μαργαριτούλας, κι αν τελειώσουνε στο Μ' αγαπά λέω «Μπα, αποκλείεται» και μαδάω την επόμενη, μέχρι να αποδειχθεί ο (μελο)δραματικός ρόλος μου στην πλάση αυτή. Κάπως έτσι.

- Ρε πάρε τον Τάσο κανα τηλεφωνάκι να έρθει μαζί μας...
- Άααστονα αυτόνα, μαδάει μαργαρίτες αυτόν τον καιρό.

Κάποτε ο Ανδρέας μαδούσε μαργαρίτες... (από Vrastaman, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά το Βικιλεξικό, είναι:

  1. η κατάσταση κατά την οποία χαλαρώνεις και δεν ασχολείσαι με τίποτα, καθισιό
  2. η τεμπελιά
  3. η κατάσταση άνετης διαβίωσης

Έχω να προσθέσω το εξής:

Η κατάληξη -λίκι, προσδίδει μια χαριτωμενιά στη λέξη (καθότι το αραλίκι είναι μια σαφώς λάιτ πράξη), αλλά κυρίως μια μαγκιά -αλλιώς θα λέγαμε νέτα σκέτα «άραγμα».

Πρόκειται λοιπόν για το άραγμα που εμπεριέχει την απαξιωτική ή την θριαμβευτική στάση αυτού που έχει τη δυνατότητα να το κάνει, απέναντι σε αυτόν που δεν την έχει.

Συγγενή λήμματα:
καναπές, αρντάν, καλό το καθισιό, αλλά σαν την ξάπλα....

  1. - Βρε βρε βρε καβλώστονααα... Πού χάθηκες;
    - Ε, δουλειές...
    - Κατάλαβα, αραλίκι πάλι.

  2. - Τι έγινε, βρήκες καμιά δουλειά, ή είσαι ακόμα στο αραλίκι;
    - Ποιο αραλίκι ρε φίλε, το κράτος φταίει που είμαι άνεργος...
    - Ναι ναι, το κράτος.

  3. Αραλίκι: Η δημιουργική απραξία
    «Το σαμποτάζ, παλιά εργατική παράδοση, μας επιτρέπει τη μια να ξεκουράσουμε τα νεύρα μας πετυχαίνοντας μια μικρή εκδίκηση και την άλλη να κερδίσουμε λίγο χρόνο περιμένοντας τις επιδιορθώσεις.(...) Στο μέτρο που το σαμποτάρισμα αποτελεί έναν τρόπο αποφυγής της εργασίας έχει το θετικό στοιχείο ότι εξοικονομεί ενέργεια και μας ενθαρρύνει να μη δουλεύουμε πια...»

Μια πάντα επίκαιρη και επαναστατική προσέγγιση στο αραλίκι. Ξεκινάει από τις ώρες και τον τρόπο της δουλειάς μας και φτάνει μέχρι τη θρησκεία και την τέχνη.«
από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που συναντάται μόνο στην έκφραση: «στην καθισιά (κάποιου)».

Δεν είναι το καθισιό ή το αραλίκι. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι το τελείως αντίθετο.

Είναι μια επιρρηματική φράση που δηλώνει χρόνο, κάτι σαν μονάδα μέτρησης του χρόνου, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος υπήρξε χαλαρός (όχι ντε και καλά καθιστός). Επειδή λοιπόν, υπό Κ.Σ., σπανίως είθισται να είμαστε για μεγάλο χρονικό διάστημα καθιστοί ή αραχτοί (λέμε τώρα), η έκφραση «στην καθισιά του» σημαίνει ένα μικρό και όχι μεγάλο χρονικό διάστημα και χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι σε αυτό το μικρό διάστημα έγιναν εξωφρενικά πράγματα. Συνήθως δε, αναφερόμαστε σε κατανάλωση τροφής ή αλκοόλ.

  1. - Δε μου λες, ο φίλος σου είναι λιγάκι αλκοόλα ή μου φαίνεται;
    - Γιατί το λες αυτό;
    - Ξέρω γω... στην καθισιά του κατεβάζει καμιά δεκαριά ποτάκια στο πιτς-φιτίλι.
    - Ε έτυχε μωρέ...

  2. Έφαγε 15 μερίδες πρωινό στην καθισιά του.
    Ένας 47χρονος Βρετανός έφαγε 30 λουκάνικα, 20 φέτες μπέικον, 15 τηγανητά αυγά και τρία πιάτα με φασόλια για πρωινό. Αυτό έγινε σε ξενοδοχείο όπου με 10 ευρώ μπορείς να φας ότι θέλεις και όσο θέλεις. (από το νετ)

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητική έκφραση για το φωτομοντέλο, το μανεκέν. Πάνω του κρεμάς τα προς επίδειξη ρούχα. Είναι υποχρεωμένο να ντυθεί όπως θέλει ο μόδιστρος, να βαφτεί όπως θέλει ο φωτογράφος. Όπως έχει πει μια διάσημη κρεμάστρα, είτε είσαι αρχάρια είτε είσαι η Σίντυ Κρώφορντ, δεν σε παίρνει να έχεις αντιρρήσεις αισθητικής φύσεως. Μόνη σου υποχρέωση να επιδεικνύεις τα ρούχα και την έμπνευση του δημιουργού.

Αντίστοιχη υποτιμητική λέξη για άλλο γυναικείο ρόλο: γλάστρα.

Έγινε κοσμικός ναούμ' ο γιος της κυρα-Στέλλας, κατάλαβες, ο καρπαζοεισπράκτορας της παρέας, και πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις είναι στα κλαμπάκια παρέα με κρεμάστρες.

Got a better definition? Add it!

Published

Σε αντίθεση με τον Ελβετό ή τον Γερμανό ή τον Αυστριακό που δεν αφήνουν ίχνος φαγητού στο πιάτο τους επειδή δεν είναι σωστό να πετιούνται οι τροφές (σεβαστή άποψη αν και λίγο ψυχαναγκαστικό το όλο πράμα), αλλά σε πλήρη συμφωνία με το σαβούρα-βιβρ που επιτάσσει να αφήνουμε πάντα λίγο από το φαγητό μας στο πιάτο μας ώστε να μη μας πουν ψωμόλυσσες και λιμασμένους (άλλος ψυχαναγκασμός από κει), ο Έλλην έχει την εκδοχή της λεβεντιάς και του φιλότιμου στο θέμα αυτό: θα αφήσει πάντα μια μπουκιά απείραχτη, όχι ντε και καλά στο πιάτο του αλλά στην πιατέλα, από την οποία σερβίρονται όλοι. Είναι το περίφημο υπόλοιπο «της ντροπής», η μπουκιά δηλαδή την οποία αν φας, αυτομάτως θα χαρακτηριστείς ως ξεδιάντροπος, ότι δηλαδή την έφαγες για την πάρτη σου και δεν άφησες κανέναν άλλον να την φάει -που μπορεί, στην τελική, να την χρειαζόταν περισσότερο από σένα...

Αυτά τα αδιέξοδα ευγενείας του τύπου «περάστε...» «παρακαλώ!», «όχι εσείς περάστε...», «παρακαλώ, εσείς περάστε πρώτα», «μα παρακαλώ» κλπκλπκλπ, εγκλωβίζουν την συμπεριφορά μας χωρίς να σημαίνουν τίποτα γι' αυτήν και, επί πλέον, δημιουργούν μικροταμπού τα οποία δε σπάνε με τίποτα.

Η μόνη λύση: σηκώνεται ένας από τους συνδαιτημόνες και μοιράζει τα της ντροπής σε όλους τους υπόλοιπους. Ή τα παίρνει για την γάτα του. Ή τα παίρνει για τον σκύλο του. Αρκεί να μην είναι χορτοπιτάκια, ας πούμε.

Νονός λημμάτου: Κνάσος

Συζήτηση πάνω από ένα κεφτεδάκι:
- Έλα, φά' το κι αυτό, να μαζέψω τα πιάτα.
- Δικό σου είναι.
- Φά' το συ, εγώ δεν πεινάω.
- Ούτε γω.
- Ε μην το πετάξουμε, κρίμα είναι.
- Ε φά' το ντε τότε!
- Μπα; για να μου λες μετά ότι πάντα τρώω της ντροπής;
- Και αν το φάω εγώ, αυτό δεν θα λες και συ για μένα;
- Καλά, θα το κόψουμε στη μέση και θα φάει ο καθένας από μισό.
- ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΑΛΛΟ ΣΟΥ ΛΕΩ!
- ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ! καλά, θα το ρίξω στον σκύλο.

(συμπέρασμα: τυχερός ο σκύλος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεχειλώνω και χαλαρώνω σε βαθμό παραμόρφωσης.

Το λέμε για σώμα, φαγητό, εικόνα, αντικείμενο, κλπ.

Ο ήχος (ξ-πλ-τσ) της λέξης αφήνει να εννοηθεί ότι νιώθουμε βαθιά απογοήτευση και -τελικά- απέχθεια για το αντικείμενο που ξεπλατσάρωσε.

  1. - Άντε, ακόμα να γίνει το γλυκό;
    - Γάμησέ τα, βιάστηκα να το βγάλω από τη φόρμα και ξεπλατσάρωσε το γαμημένο...

  2. Κι η δαχτυλιδένια μέση μου πάει κι αυτή. Ο κοίλιδός μου ξεπλατσάρωσε και γίνηκε σαν τη ξιδοκρασοβαρέλα.
    από εδώ

  3. Έχω μια 52 Samsung LCD και όταν θέλω να δω καμιά ταινία συνδέω το PC (με VGA κι όλας που είναι χάλια) και η οθόνη κεντάει (που να βάλω και hdmi και 1080p!!) Όταν όμως θέλω να δω τηλεόραση τότε βλέπω 52 ίντσες χάλια... Εντάξει όχι και τόσο χάλια λόγω του ότι έχει αρκετά καλή μηχανή αλλά αν κάτσεις κοντά καταλαβαίνεις ότι ζούμε στην μπανανία. Μεγάλο ξεπλατσάρωμα της εικόνας και 3 MEGA, ANT1 κά στην κορυφή της οθόνης!!
    από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλτατοι χρήστες και συσσλανγκιστές,

Η Σ.Ο. (=το μοντουλέικο) του σαϊτός θεωρεί ότι πρέπει να εμπλουτίσουμε το σλανγκρ με γραμματική βεβαίως βεβαίως, γιατί αλλιώς στις επόμενες πανελλήνιες που θα γίνουν –αν η οικονομική κρίση και η γουρουνογρίππη δεν έχουν αφανίσει την ελληνική επικράτεια– θα αποτύχουμε παταγωδώς στις εξετάσεις μας.

Τώρα λοιπόν που θα έρθουν οι διακοπές των Χριστουγέννων, είναι ευκαιρία να μελετήσετε. Να μην πάνε χαμένες οι πολύτιμες αυτές μέρες. Άρα, επομένως, συνεπώς, εν άλλοις λόγοις, ήτοι, σας καταθέτουμε με αλφαβητική σειρά τις σλανγκοκαταλήξεις και τα σλανγκοπροθήματα που μαζέψαμε, ώστε:

α. να μας πείτε τι λείπει και να το προσθέσουμε στον κατάλογο

β. άπαξ και ολοκληρωθεί ο κατάλογος, να πει ποιος θέλει να αναλάβει τι (όπως καλή ώρα ο Κχαν στο σχόλιο του λήμματος φελλο- δήλωσε ότι θα ετοιμάσει τα μουνο- και σκατο-).

Έχουμε ήδη κάποιες καταλήξεις και προθήματα που έχουν δημοσιευτεί, επεξεργασμένα, στο σάιτ. Σκοπός μας είναι να δουλευτούν όσα περισσότερα γίνεται.

Αατα και σας ευχαριστούμε πάααρα πολύ, Οι μόδιστροι και οι μοδίστρες (ορισμός 3) του σλανγκρ.

Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Α' ΣΥΣΤΑΤΙΚΆ

α- (αρωτήξω, απαλάμη, αχελώνα)
ανθυπο-
αρχι- (αρχιδάμπουρας)
γαμ(ι)ολο- (γαμιολόπουστα, γαμολοτέτοιο)
γαμο-
γκ- αντί για κ- (γκάβλα)
διαολο- (διαολοδιώχτης, διαολοκατάσταση)
θεο- (θεογκόμενο, θεόμουνο)
καβουρο- (καβουρογαμόσαυρος)
καρα- (καρα-lol)
καυλο- ή καβλο (καυλόγκαζο, καυλομαχητό)
κωλο- (κωλοβάρδουλα)
μουνί- (μουνίκακας)
μουνο- (μουνοβοσκός)
μπ- αντί για π- (μπουτσος, μπούστης, ΜΠΑΟΚ)
ξε- (ξεκατινιάζω)
πουστο- (πουστοσέξουαλ)
πουτσο- (πουτσογλέντης)
ρημαδο- (ρημαδοκατάσταση)
σκατί- (σκατίβλαχος, σκατίπουστα, σκατίφλωρος)
σκατο- (σκατομηχανή)
σκυλο- (σκυλοτράγουδο)
τηλε- (τηλεάκυρο)
τραμπακουλο-
τρι- (τριμαλάκας)
φανταρο-
φελλο-
φτωχο- (φτωχομπινές)
χατζη- (χατζηπούτσογλου)
χοντρο- (κυρ.: χοντρολίπαρος, μτφ: χοντρομαλάκας)
ψιλο- (ψιλοκαριολάκος)
ψιλοχοντρο- (ψιλοχοντρομαλάκας)
ψωλο- (ψωλομαζεύτρα, ψωλότσεπη)
ψωρ(ο)- (ψωρογιώργαινα)

Επίσης: καπετάν (συνωνυμο του αρχι-, καπεταν αρχίδας)

Β΄ΣΥΣΤΑΤΙΚΆ


-άλ (κωλαντεράλ)
-αγας (μπουρμπούραγας)
-άγκουα
-(ι)άδα (Λιλιάδα, λιακοπουλιάδα)
-άδικο (ναμαγαπάδικο)
-αδόρος (αβανταδόρος)
-αι, -ε
-άθρα (κωλάθρα)
-άκιας
-άκλα (αντράκλα)
-ακλάς -(α)κλας (τριπλονούμπακλας, γαμίκλας)
-άλω (μπατάλω)
-αμπλ (-able)
-αμπίλιτι (-ability) (στοκαμπίλιτι, τσιμπουκαμπίλιτι)
-αντάν (μερακλαντάν)
-άντζα (κωλοφεράντζα)
-άουα
-άρα
-άρας, -αράς
-αρία (σνομπαρία)
-αριά (δεκαριά)
-(ι)άρης (γκαυλιάρης)
-αριό (καραπουτσαριό)
-άριος
-αρος (άψαρος), μούναρος)
-άρω (αριβάρω)
-άρω (ταγάρω)
-άς (καρεκλάς)
-ασιόν (ιμιτασιόν)
-άτος -ατίας
-βιόλα (χαζοβιόλα)
-διώχτης (γκομενοδιώχτης)
-ειδές (νταλαροειδές)
-έικο (καουγκέικο)
-έιν (φοσμπέιν, της πουτέιν)
-έισον, -έισιον
-έκα
-έλι (και μπορέλι, μουναρέλι, νταματζέλι)
-ένιος
-έξ (πλουσιέξ)
-έτο (μουνέτο, τασπαέτο)

-ήρι (ακουμπιστήρι)
-ιά
-ιάδα
-ίδης, -όγλου, -όπουλος, χατζη-
-ίδι (γαμίδι, σκατολοΐδι)
-ίδικος (νταηλίδικος)
-ική (ψαχτική, ψειριστική)
-ίκι (πουστριλίκι)
-ίκλα
-ικός (αντιπεθανικό, γονικά)
-ίλα (μουνίλα)
-ινγκ (γόπινγκ)
-ίνη (γραψαρχιδίνη)
-ίνι (αδελφίνι)
-κατάσταση (μπαφοκατάσταση)
-καυλος
-ίτιδα (μπαρκουλίτιδα)
-κλής, -κλού (φεϊσμπουκλού)
-μαγνήτης (μαλακομαγνήτης)
-μαν
-μάνα (βυζομάνα)
-μάνι (μυγομάνι)
-μενιά (χαριτωμενιά)
-μούνα, -γκόμενα
-μούρης (αρχιδομούρης)
-μουτρο (φασιστόμουτρο)
-(ν)τζής
-ο -όβιος, -όβια -όγλου
-όλα (αναβόλα)
-όλα, -όλης, -όλι (μαλακοβιόλα, γαμιόλης, χυσαμόλι)
-όνι (γατόνι)
-όπουλος (απιθανόπουλος)
-(ό)σκυλο (κομματόσκυλο)
-ού (σκατού)
-ουά (ξενερουά)
-ούθκια
-ούκλα (τυχερούκλα)
-ουλας (καραφλοχαίτουλας, τομπαίρνουλας)
-ούλης (μικροαστούλης)
-ούμπα -ουρας (παλαίουρας)
-ούρα (χαμούρα)
-πατέρας (πουστοπατέρας)
-πληκτος (μουνόπληκτος)
-πουστα(ς) (σκατίπουστα)

-στάν
-στερός (γαμιστερός, αλλά όχι, π.χ., γυαλιστερός ή αριστερός) -τέτοιος -τσαρκα (μπαρότσαρκα)
-τσολιάς
-φατσα -φέρνω (πουστοφέρνω)
-ω (ξεπλένω)
(τσάκω)
-ωνε

-j-

Επίσης:
-αρχίδας, -καύλης, -πούτσης και -πουτσος, -τσούτσουνος, -ψώλης

========================

Γ. ΣΥΝΤΑΞΗ, ΚΛΙΣΕΙΣ, ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

α' & β' πρόσωπο ενικού αντί για γ' ενικού ή α' & β' πληθυντικού (ομαδικά σπορ)
αλλαγή προσώπου (γραμματική μορφή)
αντίστροφη αττική σύνταξη
άντριδοι, πούστηδοι, καραγκιόζηδοι
αυτουνούς, αυτούνους, αυτήνοι, αυτήνες, αυτουνού.
γαμιοντουστάντενε
γενική αντί ονομαστικής
Γιάννινο
εμφατικό άρθρο
εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά / κομμέ
ελληνικιά γραμματικιά
εμαγκεψάμην
θα πηδηχτώ από το παράθυρο
κάποιος περισσεύεις
καταφατική απάντηση με επανάληψη της ερώτησης
κορακίστικα
μελλοντικός παρελθόντας
μου (κτητική αντωνυμία αλλά όχι με την καλή έννοια)
μπέκα
να μαζευτούμε να πάτε
ξηρούς καρποί
πάνε
παράλειψη άρθρου
παράλειψη των να και θα
πιάκε
πληθυντικιά
πληθυντικός της απαξιώσεως
προστακτική αντί για απαρέμφατο
πώς σας αρέσει (το τάδε);
συνεχής προστακτική ως στιγμιαία
σχήμα γνωστού αγνώστου
τα είπαμε
τσάκω
φαινόμενο λάινσμαν
χτε, προχτέ, εψέ, εχτέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανημέρωτος (sic), απληροφόρητος -ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο. Μεταφορική χρήση της κλασικής μαθητικής έννοιας.

Αντίθετο: εσύ που ξέρεις.

- Έχεις ιδέα γιατί χωρίσανε τα παιδιά;
- Αδιάβαστος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι χειρότερο μπορεί να σου πει κάποιος που σε θεωρεί ειδήμονα στο Χ (σπάνιο) θέμα... Με την Εισαγωγική αυτή έκφραση παγώνουν τα πάντα μέσα σου, το μυαλό σου σταματά, η απόγνωση του αδιεξόδου σε κυριεύει (κι αν δεν ξέρω;;;), η πλήξη εφορμά και σε καταλαμβάνει, η απροθυμία είναι γεγονός: είναι η στιγμή κατά την οποία, εκτός του ότι πρέπει να υποστείς μια μπανάλ κουβέντα (που θυμίζει θεία ή σαχλές παιδικές μνήμες του τύπου «πες μας ένα τραγουδάκι», «παίξε μας κάτι στο πιάνο» κλπκλπ), πρέπει και να αποδειχθείς χρήσιμος (=ρουσφέτι / διαμεσολάβηση κλπ) ή διαφωτιστικός (δηλ. να εξηγήσεις τα ανεξήγητα σε κάποιον ο οποίος έτσι κι αλλιώς δεν θα καταλάβει μία), επιβεβαιώνοντας επί πλέον τη φήμη (ψευδή ή όχι) γύρω από το άτομό σου, σε σχέση με την εμπειρία ή το επάγγελμά σου.

Μεγάλη γείωση δηλαδή. Μπορεί όμως και να αποτελέσει απογείωση, αν η ματαιοδοξία μας είναι διαγαλαξιακή.

Εννοείται ότι όλοι μας το έχουμε πει χιλιάδες φορές και όλοι μας το έχουμε ακούσει.

Συνήθεις διατυπώσεις:

Και... δεμελές, εσύ που ξέρεις, ...
Να σε ρωτήσω κάτι, εσύ που ξέρεις, ...
Σου πω, εσύ που ξέρεις...

Σε όλ' αυτά, μπορεί να προστεθούν στο τέλος τα: δηλαδή, ναούμ', από τέτοια, κλπ

Ανταπάντηση: αδιάβαστος.

Κατά τη διάρκεια μιας ανέμελης βραδιάς, εκεί που πίνεις το ποτάκι σου και περνάς περίκαλα, ένας από την παρέα σε πλησιάζει. Και αρχίζει:
- Ώστε ασχολείσαι με υπολογιστές / είσαι μουσικός / μιλάς κινέζικα / έχεις κάνει 2 γάμους / έχεις ζήσει στο εξωτερικό / είσαι εξπέρ στη μαγειρική / ο θείος σου είναι διοικητής στη ΓΑΔΑ / είσαι δικηγόρος / είσαι ογκολόγος;
- Ναι.
- Να σε ρωτήσω κάτι, εσύ που ξέρεις, ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συμπλήρωση των ορισμών για τη λέξη «τούφα», προσθέτω χωριστά την σημασία «μουνί», καθότι έχει αναφερθεί μόνο σε σχόλια άλλων ορισμών για τη λέξη.

Χρησιμοποιώ τον ορισμό του Αίαντα:

Τὸ «μουνὶ» σχετίζεται ἀπόλυτα καὶ διαχρονικὰ μὲ τὴν ἔννοια «τοῦφα», ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν προσφάτως ἀνακαλυφθεῖσα ἐτυμολογία του (μουνί (σγχρ.) < μνίον (μεσ.) < μνοῦς (ἀττ.) < χνοῦς (ἀττ.) < ....), ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι νὰ εἶναι natutel, μὲ τὴ φοῦντα του. Σὲ τριχοφοβικὲς μουνοκαταστάσεις εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ βροῦμε ἄλλες λέξεις, πχ βερύκοκο (Ἐμπειρῖκος). Σὲ ἐνδιάμεσες καταστάσεις ὅμως, πχ Brasilian κλπ, θὰ δοκιμασθῇ πράγματι ἡ λεξιπλαστική μας ἱκανότης. Ἐμπρός, σλάγκαρχοι! Ἰδοῦ πεδίον δόξης λαμπρόν.

Επιπροσθέτως έχω να δηλώσω ότι, προφ, λέγεται «τούφα» καθότι είναι τούφα, είναι δηλαδή μια πυκνή συστάδα από τρίχες, η οποία ξεπροβάλλει στα καλά καθούμενα μες τη μέση ενός άτριχου μέρους του σώματος. Γι' αυτό και το λέμε για την γυναικεία και όχι για την αντρική αντίστοιχη περιοχή: ο άντρας έχει παντού εκεί τριγύρω τρίχα, άρα η έντονη τριχοφυΐα της περιοχής εμφανίζεται με fade in και όχι απότομα, δεν είναι τούφα δηλαδή.

Παραδόξως δεν το λέμε για τις τρίχες της μασχάλης.

Κάτι αντίστοιχο είναι το γαλλικό gazon. Το οποίο για όλα φταίει, παλιά ιστορία.

- Μη μου το ξαναπείς τούφα, χωρίσαμε!

η γνωστότερη τούφα έβερ (από ironick, 20/12/09)(από rigo21, 21/12/09)Όλα τα στυλάκια, διαλjέχτε. (από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified