Από την ολόγνωστη λαϊκή ρήση «Αν ήταν η ζήλια ψώρα θα γέμιζε όλ' η χώρα» (όχι πως δεν γεμίζει με τη ζήλια, αλλά δεν φαίνεται), τα παιδάκια έχουν κρατήσει το ουσιώδες ώστε να μπορούν να κοροϊδέψουν εν συντομία κάποιο άλλο παιδάκι που, καταφανώς, έχει ψοφήσει από τη ζήλια.

Έκφραση που χρησιμοποιείται κατά κόρον λοιπόν στο Δημοτικό, αλλά χαριτολογώντας μπορούμε να την πούμε και μεις στον κολλητό μας.

  1. - Χα χα, ήρθα πρώωωτος!
    - Τι λες, εγώ ήρθα πρώτος!
    - Τι λες, εγώ ήρθα πρώτος, να!
    (κλάματα, η έσχατη εκδήλωση):
    - Δεν παίζω, εγώ ήρθα πρώτος, κόψε!
    - Ζήλιαααααα, ψώρααα!

  2. - Τι έπαθες ρε Μαρίκα; Με το που έσκασε στο πάρτυ η Τόνια μουτρώσαμε;
    - Μου τη δίνει αυτή η μαλάκω, δεν μπορώ να την βλέπω...
    - Γιατί; Επειδή έχει κάτι βύζους να;
    - Ποια, τα κονάτα ρε, αυτή είναι φο-βυζού ρε...
    - Ζήλια, ψώρα!
    - Μα δεν ζηλεύω σου λέω, δεν μ' αφήνεις να σου πω...

  3. (όχι, δεν θα το πω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή σήμερα, από απλός υπερθετικός (στο θηλυκό) της βρισιάς βλάχος, έχει καταστεί ιδιαίτερη βρισιά της μοδός και δεν αφορά μόνο γυναίκες.

Σήμερα άμα πεις κάποιον «βλαχάρα» δεν υπονοείς τον χωριάτη που ήρθε στην πόλη, αλλά τον λαμογιάρη νεόπλουτο που ούτε για το χωριό του είναι ικανός, αλλά συ τον έχεις μπροστά σου με τα λούσα του να σου κουνιέται με ύφος σαράντα καρδιναλίων και να σου χαλάει τη ζωή.

Κλασικού τύπου βλαχάρες είναι όλο το ελληνικό σόου μπιζ, ας πούμε.

Νομίζω ότι η πρώτη χρήση της λέξης πρέπει να εντοπίζεται στα καλιαρντά ή στα νεότερα γκέικα.

  1. Βλαχάρα αποκαλεί ο Σαμαράς την Δήμητρα του Next Top Model!
    Αψιμαχίες στο βωμό της διεθνούς πασαρέλας έχουν ξεκινήσει παρασκηνιακά, μεταξύ ανερχόμενων και… φτασμένων μοντέλων! Οι «φιλοφρονήσεις» στον διαδικτυακό τόπο του Facebook ανάβουν φωτιές καθώς οι χαρακτηρισμοί δεν είναι και οι πλέον ευγενέστεροι για τους ανθρώπους και επαγγελματίες του είδους. από: http://www.gossip-tv.gr/

  2. ενταξει μαν ειμαι υπερβολικος ισως αλλα σεβας σε περη και ιωαννινα ρε μαγκες. σεβας ρε γιατι ζουνε δυσκολα εκει πανω.σεβας ρεεεεεεεεε th enois;;;;;;;;;; ζουνε δυσκολα εκει πανω;;;;;;;;;;
    εννοω μωρη βλαχαρα πως ειναι ξενερα να ξυπνας το πρω και να εχεις τα κορν φλεικς αλλα για να τα φας να πρεπει να αρμεξεις την αγελαδα...
    (από φόρουμ)

  3. - Και της λέω, μέσα στο μαγαζί: Ούστ μωρή βλαχάρα που μου θες και μεταξωτή κρητική βράκα 160 ευρώ για να βγεις για φαγητό! - Είσαι με τα καλά σου; Και αυτή;
    - Ε, έγινε μαδομούνι όπως φαντάζεσαι. Μας πήρανε σηκωτές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλάκω (θηλ. του «μαλάκας») επί το περιφρονητικότερον. Η κατάληξη -γκω παραπέμπει σε βλαχάρα και επίσης προσφέρεται για ένρινη προφορά ώστε να υποτιμηθεί ακόμα περισσότερο η περί ής ο λόγος.

- Δεν σε βλέπω κεφάτο...
- Έχω μπλέξει με αυτήν τη μαλάγκω ρε πστ, δεν μπορώ άλλο!

Got a better definition? Add it!

Published

Λευκό δέρμα, ωχρό πρόσωπο, μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Ειρωνικό, για τον άνθρωπο που δεν τον βλέπει ο ήλιος επειδή τριγυρνάει σε μέρη σκοτεινά με σκοπό το πιοτί. Παλιομοδίτικος τρόπος ζωής, που έχει όμως ακόμα οπαδούς.

Ασίστ: Ν.Μ., φίλος πότης.

- Πάμε για κανα μπανάκι ρε συ να σε δει λιγάκι ο ήλιος να πάρεις χρώμα.
- Ρε δεν έχω ανάγκη εγώ, έχω το μαύρισμα του πότη.

(από alamo, 21/06/10)Ο Μπουκόφσκι στα 70 του (από Khan, 23/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρώτο τραπέζι πίστα στα μπουζούκια και στα μεγάλα νυχτερινά κέντρα. Οι λόγοι της βαριάς αυτής ονομασίας εξηγούνται στο παράδειγμα.

Βλ. και μια άλλη άποψη επί του θέματος, πρώτο τραπέζι κάλτσα.

Στο φέρετρο δεν θέλω πανικούς! Φέρετρο είναι το πρώτο τραπέζι πίστα! Eκεί θα σε πάει ο μετρ, αν κάνεις τη σωστή κίνηση στην είσοδο. Aν πάλι το φέρετρο είναι ρεζερβέ από καμιά πολύ χάι μούρη, θα σε πάει στα εξαπτέρυγα, δηλαδή στα διπλανά τραπέζια. Πάντως, τα ονόματα δεν είναι τυχαία. Aυτά τα τραπέζια έχουν στείλει κόσμο και κοσμάκη στον άλλο κόσμο. Δηλαδή στης φυλακής τα σίδερα. Έχουν κλείσει σπίτια, έχουν κάνει και μουγκούς να μιλάνε. από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

  1. «Κουνιοτράμπαλο= κουνιέμαι - τραμπαλίζομαι ή άτομο με πολύ κουνημένο εγκέφαλο» (από εδώ)

  2. Το νευρόσπαστο, αυτός που κουνιέται συνέχεια από νευρικότητα.

  3. Ο πούστης και, συνεκδοχικά, το πουστριλίκι.

Από τις λέξεις «κούνια» και «τραμπάλα». Το κούνημα και ο παιδισμός που αποπνέουν οι δύο αυτές δραστηριότητες στην παιδική χαρά, καθιστούν ιδιαίτερα πετυχημένους τους παραπάνω χαρακτηρισμούς.

  1. Σε μια αστραπιαια στιγμη περασε απο το μυαλο μου οτι ειχα εσωτερικο ταρακουνημα απο κουραση και εβλεπα τις γραμμουλες του cad να χορευουν. Κρατησε αρκετα παντως και ειχα μια μικροζαλη αργοτερα. [μπορει να φταιει και το οτι ειμαι κουνιοτραμπαλο]
    (από φόρουμ)

  2. Μην νομιζετε πως οι ενεργητικοι παντα ειναι κ σαν νταλικιερηδες . Μπορει ν ειναι καποιος κουνιστος κ να ειναι ενεργητικος.

Δεν μπορώ να το φανταστώ....ρε παιδί μου δεν λέω ότι όλοι οι στρέητ είναι νταλικιέρηδες, αλλά αν είναι και κουνιοτράμπαλο, ε δεν νομίζω να είναι και στρέητ...
(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ουίσκι. Από το scotch.

- Τι θα πιεις;
- Ξέρω γω... Στάξε μου έναν σκωτσέζο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χέστης, ο φοβιτσιάρης. Παρομοίως όπως λέμε «λαγοκοιμάμαι», επειδή δηλαδή ο λαγός τρομάζει εύκολα. Η έκφραση χρησιμοποιείται στην Κρήτη, πιθανόν όμως και αλλού.

Αντίθετο: λεοντόκαρδος (λέμε τώρα).

Η κυρα-Στέλλα είναι ο άντρας στην οικογένεια. Ο κυρ-Αντώνης δεν πιάνει μία μπροστά της, ο λαγουδόκαρδος...

brave, brave sir Robin... (από Jonas, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αλλήθωρος του οποίου τα μάτια φεύγουν προς τα έξω. Από Κρήτη, αλλά ίσως λέγεται και αλλού.

Επίσης ο χαζούλιακας, ο στόκος.

- Ποιος Γιώργος από τους δύο;
- Όχι ο πιο νέος, ο άλλος, το αλφάδι.

(από alamo, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Οποιοδήποτε ζωντανό (κατά κύριον λόγο έντομο) κατοικοεδρεύει μέσα σε έναν καρπό, μηχάνημα, αντικείμενο, εκεί όπου, ακόμα κι αν είναι φυσιολογικό να βρίσκεται, δεν χαιρόμαστε να το συναντάμε.

- Για δες ρε μάνα, είναι καλό αυτό το μήλο;
- Λίγο χτυπημένο είναι, δεν πειράζει. Αλλά μην το φας έτσι, κόψ' το καλού κακού μην έχει καναν κάτοικο...

Got a better definition? Add it!

Published