Το Διοικητικό Συμβούλιο, ή το Δημοτικό Συμβούλιο, αναλόγως. Ενίοτε σημαίνει και το Διπλωματικό Σώμα.

Κατά το σκ, σουκού, πσκ, πουσουκού, χεσεμές, ρουσουσού, μουσουνού κλπ.

- Τι έγινε με την πρότασή σας;
- Περιμένω να περάσει από το δουσού, και αναλόγως.

(από Vrastaman, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάλια, δράμα, τραγικό, για κλάματα.

- Πώς πάει, βρήκες δουλειά;
- Άσ' τα ρε φίλο, σκέτο κλάμα η υπόθεση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή προς το πιο λάιτ της λέξης σταρχιδιστής.

Ο ζεμανφουτίδης (από το ζεμανφού < γαλλ. je m'en fous = χέστηκα, αδιαφορώ κλπ), απλώς αδιαφορεί φιλοσοφικώ και υπαρξιακώ τω τρόπω για τα πάντα και είναι λίιιιιγο πιο γραφικός, πιο ανάλαφρος, πιο συμπαθής και πιο ώλ τάιμ κλασίκ τύπος από τον ελληνάρα σταρχιδιστή (που κάνει πιο πολύ σε βαρύ πεπόνι ένα πράμα).

- Για τράβα πες του να βάλει κι αυτός την τζίφρα του για το θέμα.
- Σιγά ρε μην ασχοληθεί αυτός ο ζεμανφουτίδης ρε! Αυτός είναι καναπές, τώρα τον γνώρισες;

(από Khan, 01/06/10)

Δες και -ίδης, ζαμανφού, ζαμάν φου, ζαμανφουτίστας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αυτό αποτελεί μια απόπειρα καταγραφής των συνηθισμένων αργκό ή απλώς καθημερινών εκφράσεων που χρησιμοποιούνται σε διάφορες περιστάσεις χαιρετισμού, πχ τηλεφώνημα, συνάντηση στον δρόμο, κλπ.

Θα χρειαστεί η συνεισφορά σας οπωσδήποτε, όπως έγινε και σε άλλα λήμματα (πχ γαμοσλανγκοτέτοια (= σλανγκογραμματική), πούστης κλπ).

disclaimer: είμαι εντελώς τελείως άσχετη από χεσεμές καθότι δεν το 'χω, επιπλέον δεν τσατάρω, οπότε όλα τα καλωσορίσματα κλπ μέσω κινητού ή τσατ δεν τα ξέρω, άρα προσθέτετε αβέρτα στα σχόλια, και μετά θα τα χώνω μες το λήμμα.

α. χαιρετισμός
Έλα...
Πώς πάει; / Πώς πάμε;
Τι κάνεις;
Τι γίνεται; / Τι έγινε;
Τι νέα; / Κανα νέο; / Τα νέα σου
Κομόν σαβά;
Όλα καλά;
Γερός, δυνατός;
Τι φκιάνζ;
Τι κάμνεις;
Τι κλάνεις;
Τι λέει;
Πού 'σαι;
Πού 'τσαι;
Πούτσουνα;
Μάκια μάκια όπα όπα
Καυλώστονα!
Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο (που κάνουν σαν καμπαναριό)
Καυλημέρα / καυλησπέρα

β. απάντηση
Άς τα λέμε
(Να,) Εδώ
(Όλα) Καλά / καλάααα...
Καλά μωρέ
Κυριλέ
Τα γίδια
Τσουλάει
Ήσυχα
Γενικά / γενικώς Νταξ μωρέ
Όλα παλιά
Ζω
Χαλαρά
Μια χαρά χαράδρα

γ. η συνέχεια
δεμελές
δεμελέρε
τι άλλα (νέα);

δ. κλείσιμο
Αυτά μωρέ
Καλά τότε
Μιλάμε
τα λέμε
τα λέμε λέιζερ
τα λέμελε
τα μελέ μελομακάρονα
μάλιστα
γεια χαράδρα
καβληνύχτα

ε. συνδυασμός
- Έλα, πώς πάει, τι γίνεται, όλα καλά; - Καλά μωρέ, εδώ, τσουλάει.
- Δεμελές, τι άλλα νέα;
- Τίποτα μωρέ, ήσυχα.
- Καλά, τα λέμε λέιζερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μελωδός. Όχι ο Ρωμανός (μουάχαχα), αλλά το κρεμαστάρι αυτό που είναι πολύ ζεν και πολύ φενγκ σούι και που αποτελείται από γυαλάκια, κεραμικάκια, πετρούλες, βοτσαλάκια, σωληνάκια, μπαμπού κι άλλα υλικά περασμένα σαν χάντρες, που δημιουργούν μελωδιούλες ακαθόριστες και χαλαρωτικές όταν τα φυσά ο μπάτης και χτυπιούνται ελαφρά μεταξύ τους.

Η αλήθεια είναι δύο: πρώτον ότι πράγματι κάνουν πολύ ωραίο ήχο αυτά. Δεύτερον ότι εκτός από «γκλινγκλιν» αγνοούσα ότι έχουν και επίσημη ονομασία, το μελωδός δηλαδή. Τρίτον το είδα σε υπότιτλο στην τηλεόραση και ήμουν έτοιμη να αρχίσω πάλι τα καντήλια -όπως τότε που, από υποτίτλους στο κανάλι της Βουλής με τους (επισήμως) 1300 αδρανείς υπαλλήλους, είχα πληροφορηθεί ότι οι Βάνδαλοι, λέει, κατέστρεψαν το Παρίσι μετά την Γαλλική Επανάσταση (και πίσω απ' όλο αυτό ήταν απλώς η γαλλική λέξη vandalismes = βανδαλισμοί), αλλά είπα κάτσε ρε συ, πολύ τραβηγμένο, για να δω μπας και. Και να που. Μελωδός λοιπόν το γκλιν γκλιν. Όνομα και πράμα.

Έπαθα μόρφωση λοιπόν, κι είπα να σας τη μεταφέρω.

- Μωρό, είδες πουθενά τα 145 ευρώ που είχα αφήσει πάνω στο ψυγείο για να πληρώσω τη ΔΕΗ;
- Αχ αγάπη μουουου, νόμιζα ότι τα είχες αφήσει για μένα αυτάααα, και πήγα και αγόρασα αυτό το γκλιν γκλιιιιιιν... Το είχαν μισοτιμής, δεν είναι ωραίοοοο;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ, μάξιμουμ, βία, στην χειρότερη περίπτωση.

Μου υποσχέθηκε ότι αύριο, βαριά μεθαύριο, θα έχει τελειώσει με το χτίσιμο της μάντρας.

Η βαριά ή βαριοπούλα (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βιζιτού που θα σε επισκεφθεί στο ξενοδοχείο και θα σε τυλίξει ζεστά ζεστά σαν την κουβερτούλα.

Υπηρεσία που παρέχεται σε ξενοδοχεία γενικώς μεν, αλλά η Λαμία μάλλον έχει κοπυράι για την έκφραση.

- Έχει δωμάτιο για απόψε το βράδυ;
- Βεβαίως. Θα σας δώσω το 214, στον β' όροφο.
- Α πολύ καλά, ευχαριστώ.
- Θα χρειαστείτε μήπως κουβερτούλα;

Holiday Inn, Λονδίνο (από Vrastaman, 28/05/10)

βλ. και ξανθό παλτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντύσιμο που περιλαμβάνει μόνο λευκά ή υπόλευκα ρούχα. Κυρίως δε αυτό που είναι φτηνιάρικο και καραλάικα ή νεοπλουτέ, όχι πχ κάνα ιταλιάνικο ακριβό τεντυμπόικο ή στυλ εφοπλιστή ή αποικιακό. Όταν το ντύσιμο αυτό αποτελείται από ακριβά υφάσματα που ντύνουν ακριβό και αριστοκρατικό ή σκαρί, κάπως, πάει στο διάλο, σώζεται το πράμα. Αν όχι, μετατρέπεται αμέσως σε κακομοίρικο και θυμίζει την στολή του παγωτατζή του παλιού καλού καιρού.

Τα τυπάκια τώρα που διαθέτουν δόξα και φήμη και χρήμα αλλά όχι τζάκι, κάτι τραγουδιάρηδες ή ηθοποιοί του διεθνούς τζετ σετ, κάτι μανεκέν κουλουπού, τείνουν προς το παγωτατζίδικο, όσο κι αν πρόθεσή τους είναι το άλλο.

Όπως και να 'χει, πιστεύω ότι σήμερα είναι υπερβολικό τέτοιο ντύσιμο. Προσώπικλυ το γουστάρω περισσότερο σε παρελθοντικές εικόνες, των είκοσιζ ή των τριάνταζ ας πούμε.

Συνοδεύεται πολύ συχνά με λευκά ή υπόλευκα αξεσουάρ: ζώνη, μοκασίνι ή αθλητικό, άσπρη καλτσούλα.

Η έκφραση αφορά το αντρικό ντύσιμο μόνο. Λέγεται και «γαμπριάτικο».

Η πωλήτρια:
— Σας πάει Τέλεια! Είναι και φωτεινό, τονίζει και το μαύρισμά σας... Πολύ ωραίο.
(Η σύζυγος ψιθυριστά στο αυτί του):
Μωρό μου μην ακούς, είναι τελείως παγωτατζίδικο, πάρε κάτι άλλο, να, αυτό.

(από Mr. Cadmus, 27/05/10)(από Mr. Cadmus, 27/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως κάθομαι σε μια καρέκλα, σε ένα πεζούλι, στον καναπέ. Μπορώ όμως να κάτσω και πάνω σε κάποιον. Στα γόνατά του, ας πούμε. Αν όμως προτιμήσω κάτι άλλο, λίγο πιο πέρα από τα γόνατά του, τότε λέμε «του κάθομαι». Δηλαδή παθαίνω αυτό που έπαθε με καρεκλοπόδαρο η Μαίρη Χρονοπούλου σε μια ταινία κι έχασε την παρθενιά της (διορθώστε με αν δίνω λάθος πληροφορίες). Μόνο που δεν χάνω απαραιτήτως την παρθενιά μου, ούτε πρόκειται για απλό καρεκλοπόδαρο, αλλά για το βασικό εργαλείο που διαθέτει αυτός που του κάθομαι.

Παραλλαγές: Πρώτον, δεν είναι ανάγκη να φανταζόμαστε κάποιον καθιστό και μια γκόμενα πάνω στο τέτοιο του. Όχι πως έχει πρόβλημα η στάση αυτή, αλλά μπορούμε να φανταστούμε και όποια άλλη στάση κλπ θέλουμε.

Έπειτα, η έκφραση ισχύει και για τις γυναίκες. Ωσεκτουτού είναι και μεταφορική.

Άλλο: κυριολεκτικά και μεταφορικά λέμε και «καθίζω σε κάποιον /-α κάτι», του την καθίζω δηλαδή. Μπορεί όμως να είναι οτιδήποτε σεξουαλικό αυτό το «κάτι», εννοείται.

Τέλος υπάρχει και μια άλλη σημασία: στην έκφραση «μού 'κατσε», σημαίνει είτε ήμουν τυχερός, μου έτυχε κελεπούρι, ή κάποιος μου είναι ανάντεχος, ανυπόφορος και δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ (κυριολεκτικά, άμα μου έχει κατσικωθεί, και μεταφορικά άμα δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου).

Τα παραδείγματα θα τα εξηγήσουν όλα.

  1. Μαλάκα, μπαίνω στο δωμάτιο να πάρω το μπουφάν μου και βλέπω τη Σούλα να τού 'χει κάτσει του κυρ Μήτσου για τα καλά!
    - Και;
    - Χαμπάρι δεν πήραν! την έκανα με ελαφρά...

  2. Τι νέα με την Αλίκη; Της έκατσε κανα καλό τελικά;

3.α. Πολύ μου κουνάει τον κώλο της η Δεσποινούλα, άμα της τον κάτσω θα σου πω εγώ...

3.β. - Για πες για πες, τι έγινε με τον Αντώνη;
- Ά τον αλήτη, εκεί που ήμασταν γλυκά-γλυκά μαζί, μου καθίζει ένα πουτσοσκάμπιλο, μου 'ρθε νταμπλάς!
- Σιγά μωρή παρθενοπιπίτσα...

  1. Πώς κάνεις έτσι ρε φίλε, άμα δεν σου κάτσει αυτό που θες είσαι απάλευτος...

  2. Τι νέα;
    - Τι νέα ρε μαλάκα, που μού 'χει κάτσει δέκα μέρες τώρα στο σπίτι ο Παύλος και δε λέει να φύγει...

  3. Κάτι δεν μου κάθεται καλά με αυτόν τον τύπο (ή Δεν μου κάθεται καλά αυτός ο τύπος)...
    - Γιατί;
    - Δεν ξέρω, αλλά δε μ' αρέσει η φάτσα του καθόλου. Το νού σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πέφτουμε για ύπνο μετά από μια εξουθενωτική μέρα και βυθιζόμαστε πάραυτα σε βαθύτατο λήθαργο, συμβαίνει καμιά φορά, λίγο αφού έχουμε αποκοιμηθεί, να δούμε ότι παραπατάμε και βγαίνουμε απότομα από το πεζοδρόμιο στον δρόμο, ή ότι σκοντάφτουμε σε ένα σκαλοπάτι, ή ότι πέφτουμε από ποδήλατο, ή ότι κάποια πόρτα κλείνει απότομα μπροστά στη μούρη μας, κλπ.

Τότε το σώμα συσπάται πολύ έντονα, καμιά φορά ξυπνάμε, αλλά σίγουρα ξυπνάει κι αυτός ή αυτή που είναι δίπλα μας, ο οποίος /-α καταλαβαίνει αμέσως περί τίνος πρόκειται αυτό το τίναγμα. Και τότε μας ρωτάει, γελώντας (βλ. παράδειγμα):

- Πεζοδρόμιο;

Και μεις, αν είμαστε ξύπνιοι και αν, λχ, δεν έχουμε πέσει από πεζοδρόμιο, διορθώνουμε:
- Όχι, ποδήλατο...
Και ξανακοιμόμαστε.

(Στη θέση αυτών μπορούν να μπουν τα πάντα, εννοείται. Αλλά νομίζω ότι το πεζοδρόμιο και το ποδήλατο είναι στανταράκια).

(από alamo, 09/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published