Η αφορμή (συν το όλο σκηνικό που στήνεται) για μια ερωτικοσεξουαλική φαντασίωση που εξυπηρετεί τον αυνανισμό.

Το θεματάκι μπορεί είναι οτιδήποτε, αν είσαι σε φάση. Πχ. μια κίνηση, ένας χώρος, μια κουβέντα, μια περιγραφή. Το επόμενο βήμα είναι η σκηνοθεσία: τι θα ήθελες να γίνει και με ποιον / ποια, πώς και πού. Αν δεν κολλήσει το πράμα (συμβαίνει), τότε τύφλα να 'χει το γαμήσι.

- Καλά ε, είδες τι σπίτι έχουν οι γονείς του Τ.;
- Ποιο, αυτή τη παλιατζούρα με την ξύλινη εσωτερική σκάλα που σου γαμιέται η ανάσα να την ανέβεις;
- Ίσα ρε μιζερομίζερε, γαμώ τα θεματάκια είναι η σκάλα φίλε μου! Φαντάζεσαι το Λίλιαν να κάθεται στα σκαλοπάτια και...
- Σκάσε μαλάκα θα μας σηκωθεί και θα γίνουμε ρομπίδια!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που επιδίδεται στο να την έχει αραχτή και να λιάζεται. Στο καφενείο, στη βεράντα, στην παραλία, στο παγκάκι, όπου υπάρχει ήλιος. Μεσογειακός ήλιος, εννοείται, που λάμπει σχεδόν κάθε μέρα, όλη μέρα.

Ο λιακαδόρος δεν κάνει ηλιοθεραπεία, δεν υποφέρει κάτω από τoν καυτό καλοκαιρινό ήλιο πασαλειμμένος με κρέμες και ζουμιά, δεν ιδρώνει για να φύγουν οι τοξίνες. Θέλει τη βολή του και την αράζει σαν την γάτα και τον σκύλο στον χειμωνιάτικο, ανοιξιάτικο και φθινοπωρινό ήλιο που ανεβάζει τα επίπεδα της D και βοηθά το μυοσκελετικό του, που χαρίζει ένα υγιές χρώμα, που επιτρέπει έναν βαθύ σύντομο μεθυστικό ύπνο χωρίς ηλίαση.

Ο μεσογειακός ήλιος έχει εξυμνηθεί πολλάκις, χάρη στο ότι είναι (εκτός από τους τρεις καυτούς μήνες) πανταχού παρών, απαλός, χαλαρωτικός, σκέτο βάλσαμο -αν και κάποιοι διατείνονται ότι ο ανοιξιάτικος ήλιος θέλει προσοχή γιατί μπορεί να σε αρρωστήσει. Χρησιμεύει δε ως επιχείρημα των τεμπελλήνων για να δικαιολογήσει την ραστώνη μας και να κατηγορήσει την ρομποτική εργασιομανία των πχ γερμανών. Λες και η αλήθεια πρέπει να υπάρχει ντε και καλά στο ένα από τα δύο άκρα.

Είναι μια μεγάλη αλήθεια όμως (την οποία η υποφαινομένη ασπάζεται) ότι αυτό που διαμορφώνει τον άνθρωπο είναι το κλίμα και οι λοιπές φυσικές / γεωγραφικές συνθήκες. Τι άλλο θα έκανε ο γερμανός (δηλ. ο κεντρο-βορειοευρωπαίος), όλη μέρα κάτω από το σύννεφο και τη βροχή, από το να είναι κλεισμένος μέσα, να εργάζεται, να αναδιπλώνεται στον εαυτό του; Γιατί να το κάνει αυτό ο μεσόγειος, τη στιγμή που τον καλεί η φύση για τρελίτσες ή για ραχάτι; Πώς να μην είναι φασαριόζικες οι μεσογειακές γειτονιές αφού είναι όλοι έξω στον δρόμο; Και πώς να μην είναι ήσυχες οι άλλες, αφού όλοι είναι χωμένοι στα σπίτια τους μέσα για να ζεσταθούν;

Δεν δικαιολογεί κανέναν αυτό, απλώς καθιστά κατανοητά ορισμένα πράγματα και καταστάσεις. Αλλά ο Ροΐδης τα έχει πει καλύτερα από μένα. Ξανανεβάζω λοιπόν δύο παλιά μήδια, απόσπασμα από ένα δοκίμιό του με τίτλο «Η εορτή του όνου κατά τον Μεσαίωνα», να σας τα πει μόνος του.

Σημ.: Η λέξη «λιακαδόρος» (προφ από τη «λιακάδα») είναι παλιά και μάλλον μη χρησιμοποιούμενη πια.

disclaimer: το παράδειγμα 2 είναι από τον Μυριβήλη. Δεν τον προτείνω για ανάγνωση: ο λόγος του είναι μέτριος και ο ίδιος είναι πολύ εθνικοπατριωτικοχρίστιανος. Απλώς έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με τις εκπομπές που είχε στο ραδιόφωνο (το Λογοτεχνικό Τέταρτο) και επειδή ό,τι πέσει στα χέρια μου το διερευνώ, είπα να ρίξω μια ματιά και θεώρησα πως κάαατι καλό θα πετύχω, δε μπορεί. Και να. Η πλάκα είναι που το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι πολύ ... τολμηρό για τον συντηρητικότατο αυτόν συγγραφέα και θα νομίζετε ότι μάλλον δεν ξέρω τι μου γίνεται.

  1. (μετά από γούγλισμα):
    «Η αναζήτηση -λιακαδόρος- δε βρήκε κάποιο έγγραφο.»

  2. Ήταν χασισωμένος από το χλιαρό φως. Η έκλυση της ευτυχίας ήταν πάνω σε όλα τα μέλη του, σ' όλες τις λεπτομέρειες της στάσης του, στην άπειρη εγκατάλειψη, την ολοκληρωτική προσφορά της ύπαρξής του προς τη λιακάδα (...) Αυτός λοιπόν είναι ο «λιακαδόρος». Ένα ευτυχισμένο θύμα του πάθους του που είναι το ελληνικό πάθος, το ελληνικό χασίς, που κυκλοφορεί ελεύθερα, που κανείς νόμος δεν το καταδιώκει, και δεν κοστίζει τίποτε, τίποτε.
    «Η ελληνική λιακάδα», Στρατής Μυριβήλης.

(από ironick, 06/01/10)(από electron, 06/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάμπολλες από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά, κυρίως πια αστειευόμενοι ή χαριτολογώντας, προέρχονται από την βίβλο, τους ψαλμούς του Δαβίδ, τις επιστολές των αποστόλων, τα Ευαγγέλια, την Αποκάλυψη κλπκλπ.

Μερικές σλανγκίζονται άγρια (ή μάλλον η σλανγκ αντλεί την έμπνευσή της από την παραποίησή τους) και εδώ ας με συχωρέσουν οι θεοσεβούμενοι που θα πλακώσουν με μηνύσεις μόλις τσιμπήσουν το λήμμα αυτό: δεν έχω διάθεση να προσβάλω ή να κοροϊδέψω τα θεία και όσους πιστεύουν σε αυτά, απλώς, με ορισμένα λυνξ* που δίνω, θέλω να επισημάνω πώς, κάμποσες από τις πρόστυχες εκφράσεις, δεν θα υπήρχαν (ή, ακόμα χειρότερα για τους θεοσεβείς: δεν θα είχαν καμία επιτυχία και πέραση) αν μέσα στο συλλογικό υποσυνείδητο δεν ήταν καταγεγραμμένες οι εκφράσεις των ιερών κειμένων.

Από κει και πέρα, υπάρχουν πολλές άλλες που δεν είναι απαραιτήτως σλανγκ, αλλά μιας και χώσαμε εδώ την Χάβρα, το Άρον-άρον και άλλα, είπα να καταγράψω όσα μπόρεσα.

Πηγές μου οι Εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου και το σάιτ που αναφέρεται στο παράδειγμα. Εννοείται ότι δεν είναι εξαντλητικό το ανθολόγημά μου. Στο εν λόγω σάιτ θα βρείτε κι άλλα. Και υποθέτω ότι αν κάτσει κανείς να μελετήσει τους Ψαλμούς, θα βρει πολλά περισσότερα. Αλλά προς το παρόν, μέρες πού 'ναι, ιδού αυτά τα ολίγα.

Εννοείται ότι δεν έχω βάλει στον κατάλογο τα χιλιάδες Φως των ματιών μου / της χαράς μου / της ζωής μου, Θησαυρέ μου και λοιπές, ερωτικές στην ουσία, προσφωνήσεις-εκκλήσεις του απεγνωσμένου Αυγουστίνου προς τον θεό του.

*Μπορεί να μην τα θυμήθηκα όλα, παρακαλώ λοιπόν τους συμμοντουλαίους να χώσουν ό,τι θυμηθούν, στω.

Από Αυγουστίνο

  1. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου (Αυγουστίνος, βιβλίο Δ, παρ. 22)
  2. Από μέρα σε μέρα (Σειράχ 5,7)
  3. Εν ριπή οφθαλμού (Προς Κορινθίους Α, 15,52)
  4. Κατά πρόσωπο (Ψαλμοί 49,21)
  5. Κυλισμένος στη λάσπη (Ψαλμοί 68,3)
  6. Προφάσεις εν αμαρτίαις (Ψαλμοί 140,4)
  7. Σηκώσατε κεφάλι (Ψαλμοί 72,9)
  8. Σημεία και τέρατα (Ιω., 4,48)
  9. Φτού Φυλακήν τω στόματί μου (Ψαλμοί 140,3)
  10. Φως των ματιών μου (Ψαλμοί 7,9-11)

Από εδώ

  1. Aνάστα ο Κύριος (Ψαλμοί)
  2. Αγρόν αγόρασε (Λουκ. ιδ΄, 18).
  3. Άκουσον, άκουσον (Π.Δ. 2 Βασιλ., κ΄, 16)
  4. Αλλουνού παπά Βαγγέλιο
  5. Ανακατεμένος ο ερχόμενος (παρωδία από Ματθ., κα΄, 9)
  6. Απ' τον καιρό του Νώε (Π.Δ. Γεν., στ΄,9)
  7. Άπιστος Θωμάς (Ιω., κ΄, 25)
  8. Από Θεού άρχεσθαι
  9. Αποδήμησε εις Κύριον
  10. Απολωλός πρόβατο (Λουκ., ιε΄,6)
  11. Άρον άρον (Ιω., ιθ΄, 15)
  12. Βίος και πολιτεία
  13. Βρώμα κι δυσωδία (από τη νεκρώσιμη ακολουθία Δαμασκηνού)
  14. Γενεές δεκατέσσερις (Ματθ. α΄, 17)
  15. Γίνηκε θέατρο στον κόσμο (Προς Κορινθίους επιστολή Παύλου)
  16. Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις (Ευαγγελικό)
  17. Δεν είν' άξιος ούτε τα κορδόνια μου να λύσει (Ευαγγελιστής Ιωάννης)
  18. Έδωσε τόπο στην οργή (Προς Ρωμαίους 12-19)
  19. Εκ του πονηρού (Ματθ., ε΄, 37)
  20. Έλιωσε σαν το κερί (όρθρος, Κυριακή του Πάσχα)
  21. Εν τόπω χλοερώ (νεκρώσιμη ακολουθία)
  22. Έσκαψε το λάκκο του (Δαβίδ)
  23. Κακήν κακώς (Παραβολή αμπελώνα)
  24. Κάνει τη λευκή περιστερά
  25. Κεκλεισμένων των θυρών (Ιωάν., κ΄, 19.)
  26. Κλαίει κι οδύρεται (Από στιχηρό του εσπερινού της Απόκρεω)
  27. Κοντός ψαλμός αλληλούια
  28. Κορβανάς (Μαρκ., ζ΄, 11 & Ματθ., κζ΄, 6)
  29. Κουστωδία (Ματθ., κζ΄, 65)
  30. Κρανίου τόπος (Ματθ., κζ΄, 33 & Ιωάν., ιθ΄, 17. Απόδοση)
  31. Λιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί (Ματθ., κδ΄, 7)
  32. Λύνει και δένει (Ματθ.)
  33. Μέλι γάλα (Ακάθιστος ύμνος και Άσμα Ασμάτων δ' II)
  34. Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (Παύλου, 1 Κορινθ., ιε΄, 42)
  35. Μη μου άπτου (Ιωαν., κ΄, 17.)
  36. Μη με πιλατεύεις (Λουκ., κγ΄, 1-25.)
  37. Ξίδι
  38. Ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο (Ματθ. ευαγγέλιο)
  39. Ο θάνατός σου η ζωή μου (Ιωάννη Δαμασκηνού)
  40. Ο νοών νοείτω (Καινή Διαθήκη)
  41. Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις (Παύλου, Γαλάτ.)
  42. Όσο η ανατολή απ' τ' δύση (Ψαλμοί)
  43. Ουαί κι αλλοίμονό σου
  44. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση (Π.Δ. 3, Βασιλ., ιη΄, 26)
  45. Πανταχού παρών (Προσευχή του Παρακλήτου)
  46. Περίοδος ισχνών αγελάδων (Π.Δ. Γέν., μα΄, 3)
  47. Σιγά τον πολυέλαιο
  48. Στο δόξα πατρί
  49. Τα καλά και συμφέροντα
  50. Τι μέλλει γενέσθαι (Αποκάλυψη, α΄, 19).
  51. Του ‘ψαλε τον εξάψαλμο (από τους έξι ψαλμούς της αρχής του όρθρου)
  52. Χάβρα Ιουδαίων
  53. Χάθηκε από προσώπου γης (Π.Δ. Γέν. δ΄, 14)
  54. Χαράς ευαγγέλια (εσπερινός του Ευαγγελισμού)
  55. Χτίζει στην άμμο (Ματθ. ευαγγέλιο)
  56. Ως εκ θαύματος (Από εσπερινό Κυριακής)

Σλανγκ που αναφέρεται σε χριστιανικά φαινόμενα, χωρίς να αντλείται κατ’ ανάγκη από ρήσεις της Βίβλου ή εκκλησιαστικούς θεσμούς

  1. αγιασμός
  2. αγριοχρίστιανος
  3. αδιάβαστος (πήγε)
  4. άνοιξε το τριώδιο
  5. άξιος άξιος!!!
  6. Αρσένιε, τα ομόλογα να είναι δομημένα!
  7. αρσενοκνίτης
  8. ασαράντιστος είσαι;
  9. βαλτοπαίδι
  10. βάπτισμα
  11. βοθροδοξία
  12. βυζαντινοτέτοιος
  13. βυζαντινοφωνίξ
  14. γυναίκα από σόγια
  15. έγινε το ανάστα ο Κύριος
  16. εισπήδησις
  17. έπιασε τον πάπα απ' τα αρχίδια
  18. Επιτάφινγκ
  19. θεία μετάληψη
  20. κηδεία
  21. ... λαβών ο Ιησούς άρτον και ευλογήσας έκλασε και δους τοις μαθηταίς... (Ματθαίος 26/κς΄ 26-29).
  22. λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ
  23. McΣαρακοστή / Mcσαρακοστιανά
  24. μαρξορθόδοξος, ο/με Μαρξ, ορθοδοξία και μια ζεϊμπεκιά
  25. μας πιάσανε στα πράσα και δεν φοράμε ράσα
  26. μοναχισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού
  27. μοναχοπώλιο
  28. Μπιγκ Μακ
  29. νηστεύω τα νηστίσιμα
  30. νηστίσιμη
  31. ο αναμάρτητος πρώτος χορεύει μπαλέτο
  32. ο γάμος
  33. όλα τα θυμιατά πάνω μου, εδώ σε μένα!
  34. παπαράτσι
  35. πέτρα του σκανδάλου
  36. Πιάνω στασίδι
  37. Πιο αργός από τον επιτάφιο
  38. σαν ταμένο
  39. σαρακοστιανός - σαρακοστιανή
  40. σκύψε ευλογημένη
  41. του κώλου τα εννιάμερα

Χριστοσλάνγκ:

  1. βλέπω τον Χριστό φαντάρο (I saw G.I. Christ)
  2. δεν καταλαβαίνω Χριστό
  3. έλα Χριστέ και μπούκωνε
  4. θέλοντας ο βλάχος, μη θέλοντας ο ζωγράφος, βάλανε στον Χριστό κόκκινα τσαρούχια
  5. ο Χριστός και ο Απόστολος Γκλέτσος
  6. ο Χριστός κι η μάνα του!
  7. ο Χριστός κι ο δούλος
  8. προσκυνώ την πορδούλα σου, Χριστούλη μου!
  9. σερβιτόρος ο Χριστός
  10. σταυρόχριστοι
  11. τον Χριστό σου Ανέστη
  12. Χριστέ και Χατζηπαναγιά μου
  13. χριστέμπορας
  14. χριστιανοταλιμπάν
  15. χριστιανοτρόλ
  16. χριστιανόφατσα
  17. χριστιανόφουστα
  18. χριστοπαναγίες

Παπαδοσλάνγκ:

  1. αγγέλους και παπάδες
  2. αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας
  3. η ζέστη, τα λόγια του παπά...
  4. ή παπάς παπάς, ή ζευγάς ζευγάς
  5. θα δεις παπά κώλο
  6. κλασοπαπαδιά
  7. μπλέκω σαν τον παπά στα βάτα
  8. ούτε στον παπά
  9. παίζω παπάδες
  10. παπαδαριό
  11. παπατζής
  12. παπάς
  13. παπάτζα (το παπαδαριό)
  14. παπατζιλίκι
  15. πρωκτόπαπας
  16. σιγανοπαπαδιά
  17. τραγόπαπας
  18. τρεις παπάδες με μαγιό
  19. τώρα που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πεντ’ έξι

μέρος της Παπαδοσλάνγκ είναι και λίγη Ναρκοσλάνγκ:

  1. αρχιεπίσκοπος
  2. παπαδάκι
  3. παπαδέρα

και τέλος, τα γαμοσταυρίδια, τα χριστοπαναγίδια, οι χριστοπαναγίες και ολίγη Παναγοσλάνγκ:
1. είμαι σκέτη Παναγία
2. Παναγία η Κτηματομεσίτρια

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναθέτω αυθαιρέτως και ευθαρσώς σε κάποιον (οποιονδήποτε αρκεί να μην είμαι εγώ) την ευθύνη ή την συνέχεια / τις συνέπειες των λόγων, των πράξεων, των αποφάσεών μου.

Ένα παμπάλαιο παιχνίδι συναναστροφής, είναι η πηγή της έκφρασης: στην παρέα, τίθεται κάποιο θέμα προς ανάλυση ή προς επεξεργασία. Πχ: «Ωραία μέρα σήμερα». Αυτός που μιλάει πρώτος και αναλύει ή περιγράφει το κυρίως αυτό θέμα, κρατάει ένα μπαλάκι. Λέει ό,τι έχει να πει και, τη στιγμή που τελειώνει τον λόγο του, πετάει αίφνης το μπαλάκι σε κάποιον άλλον της παρέας, ο οποίος είναι απροετοίμαστος όσο και αναγκασμένος να συνεχίσει πάνω στο ίδιο θέμα. Όποιος μείνει με το μπαλάκι στο χέρι χωρίς να έχει να προσθέσει ούτε μια ατάκα, χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι. Και πάει λέγοντας μέχρι τον τελευταίο.

Το παιχνίδι αυτό είναι παρομοίας εμπνεύσεως με τις «Καρέκλες» και με τα τρισχιλιάδες τέτοια παιχνίδια, τα οποία κάποτε παιζόντουσαν στα σαλόνια, ενώ τώρα έχουν αποκλειστεί στις κατασκηνώσεις προσκόπων, μαζί με τους προσκόπους.

  1. Ααααααααα, μη μου πετάς το μπαλάκι τώρα! Το ξέρεις καλά ότι εσύ έκανες τη μαλακία...

  2. Το «μπαλάκι» στους ευρωπαίους ομολόγους του «πετά» ο Γκόρντον Μπράουν για τα τραπεζικά μπόνους και τα Golden Boys.
    (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν εμφανίστηκαν στην τέχνη οι μεγάλες τομές του 20ού αιώνα, δηλαδή η ματιά πάνω στην τρέλα, τον εφιάλτη και την απόγνωση της υπαρξιστικής μοναξιάς, η τέχνη στράφηκε ακόμα περισσότερο προς τον άνθρωπο και, παρόλο που τον «είδε» καλύτερα από ποτέ, έπαθε το εξής: έγινε -για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό- ακατανόητη για το ευρύ κοινό.

Δαιμονοποιήθηκε, παρέμεινε μη κατανοητή* (και ως εκ τούτου ενίοτε υπεραξιολογημένη), έγινε εύκολα καπηλεύσιμη. Έγινε must (πού να ζωγραφίσεις παραστατικά..., πού να συνθέσεις τονικά..., σε αφόρισε ο καλλιτεχνικός κόσμος, αυτό ήταν το μέγα δράμα των εξήνταζ ας πούμε), έγινε και ταμπού: ακόμα και τώρα, δεν τολμάς να πεις ότι κάτι που φαντάζει αφηρημένο (εικόνα) ή ατονάλ (μουσική) δεν είναι σπουδαίο.

Έτσι χάθηκε λοιπόν το μέτρο και το σταθμό, χάθηκαν τα κριτήρια αξιολόγησης, και για να επιβιώσει καλλιτεχνικά, κοινωνικά και συναισθηματικά ο καλλιτέχνης (αλλά και ο απλός κόσμος), τό' ριξε στο καλλιτεχνικό Δήθεν.

Ως εκ τούτου, όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε κάτι το πολύ δήθεν, ακαθόριστο, φλου, άποψη, που βασίζεται δηλαδή στον εντυπωσιασμό αλλά έχει συνάμα μια εσάνς καλλιτεχνική, το αποκαλούμε «φλου αρτιστίκ». Το «αρτιστίκ» προκύπτει από το γαλλικό artistique = καλλιτεχνικός, παραπέμπει δε στο Παρίσι κατευθείαν, καθότι αυτό ξέρει ο μέσος κόσμος ως κέντρο και επίκεντρο της τέχνης γενικά. Η έκφραση μάς φέρνει στο νου κυρίως ζωγράφους και πίνακες, και όχι τόσο γλυπτά, αρχιτεκτονήματα ή μουσικές. Πιθανόν γιατί η ζωγραφική είναι πιο κραυγαλέα και πανταχού παρούσα απ' ό,τι οι άλλες τέχνες.

«Φλου αρτιστίκ», βέβαια, είναι και η παπαρολογία επί παντός επιστητού. Είναι και ο άνθρωπος που τα κάνει ή τα λέει όλ' αυτά.

Την έκφραση την προφέρουμε όσο πιο αδερφίστικα γίνεται.


  • Ως προς το κατανοητό της υπόθεσης, έχω να πω ότι, σήμερα πια, ο μοντερνισμός έχει ενσωματωθεί και εφαρμοστεί πλήρως (με άξιο ή γελοίο τρόπο: δεν μας ενδιαφέρει) ακόμα και στην πιο καθημερινή καθημερινότητά μας. Τον ζούμε, αλλά νομίζουμε ακόμα ότι είναι κάτι το πρωτοποριακό και ακατανόητο και απρόσιτο. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό το θέμα.

- Και τελικά; Δεν έμαθες τι συνέβη;
- Πού να καταλάβω ρε Μανόλη μου, τον ρώτησα και μου άρχισε κάτι μισόλογα και κάτι φλου αρτιστίκ, ε, κατάλαβα ότι δεν θέλει να μου πει και τελείωσε η ιστορία.

  1. (από το λήμμα κάθε πικραμένος)

«Κάθε πικραμένος» λέγεται στις διαφημιστικές εταιρίες ο μέσος καταναλωτής, αυτός που δεν έχει τον χρόνο ή την διάθεση ή την καλλιέργεια να κατανοήσει τις φλου αρτιστίκ (ή όχι και τόσο φλου αρτιστίκ) ιδέες μερικών από τους δημιουργικούς της διαφήμισης.

(από electron, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Σε συμπλήρωση των ορισμών για τη λέξη «τούφα», προσθέτω χωριστά την σημασία «μουνί», καθότι έχει αναφερθεί μόνο σε σχόλια άλλων ορισμών για τη λέξη.

Χρησιμοποιώ τον ορισμό του Αίαντα:

Τὸ «μουνὶ» σχετίζεται ἀπόλυτα καὶ διαχρονικὰ μὲ τὴν ἔννοια «τοῦφα», ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν προσφάτως ἀνακαλυφθεῖσα ἐτυμολογία του (μουνί (σγχρ.) < μνίον (μεσ.) < μνοῦς (ἀττ.) < χνοῦς (ἀττ.) < ....), ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι νὰ εἶναι natutel, μὲ τὴ φοῦντα του. Σὲ τριχοφοβικὲς μουνοκαταστάσεις εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ βροῦμε ἄλλες λέξεις, πχ βερύκοκο (Ἐμπειρῖκος). Σὲ ἐνδιάμεσες καταστάσεις ὅμως, πχ Brasilian κλπ, θὰ δοκιμασθῇ πράγματι ἡ λεξιπλαστική μας ἱκανότης. Ἐμπρός, σλάγκαρχοι! Ἰδοῦ πεδίον δόξης λαμπρόν.

Επιπροσθέτως έχω να δηλώσω ότι, προφ, λέγεται «τούφα» καθότι είναι τούφα, είναι δηλαδή μια πυκνή συστάδα από τρίχες, η οποία ξεπροβάλλει στα καλά καθούμενα μες τη μέση ενός άτριχου μέρους του σώματος. Γι' αυτό και το λέμε για την γυναικεία και όχι για την αντρική αντίστοιχη περιοχή: ο άντρας έχει παντού εκεί τριγύρω τρίχα, άρα η έντονη τριχοφυΐα της περιοχής εμφανίζεται με fade in και όχι απότομα, δεν είναι τούφα δηλαδή.

Παραδόξως δεν το λέμε για τις τρίχες της μασχάλης.

Κάτι αντίστοιχο είναι το γαλλικό gazon. Το οποίο για όλα φταίει, παλιά ιστορία.

- Μη μου το ξαναπείς τούφα, χωρίσαμε!

η γνωστότερη τούφα έβερ (από ironick, 20/12/09)(από rigo21, 21/12/09)Όλα τα στυλάκια, διαλjέχτε. (από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι χειρότερο μπορεί να σου πει κάποιος που σε θεωρεί ειδήμονα στο Χ (σπάνιο) θέμα... Με την Εισαγωγική αυτή έκφραση παγώνουν τα πάντα μέσα σου, το μυαλό σου σταματά, η απόγνωση του αδιεξόδου σε κυριεύει (κι αν δεν ξέρω;;;), η πλήξη εφορμά και σε καταλαμβάνει, η απροθυμία είναι γεγονός: είναι η στιγμή κατά την οποία, εκτός του ότι πρέπει να υποστείς μια μπανάλ κουβέντα (που θυμίζει θεία ή σαχλές παιδικές μνήμες του τύπου «πες μας ένα τραγουδάκι», «παίξε μας κάτι στο πιάνο» κλπκλπ), πρέπει και να αποδειχθείς χρήσιμος (=ρουσφέτι / διαμεσολάβηση κλπ) ή διαφωτιστικός (δηλ. να εξηγήσεις τα ανεξήγητα σε κάποιον ο οποίος έτσι κι αλλιώς δεν θα καταλάβει μία), επιβεβαιώνοντας επί πλέον τη φήμη (ψευδή ή όχι) γύρω από το άτομό σου, σε σχέση με την εμπειρία ή το επάγγελμά σου.

Μεγάλη γείωση δηλαδή. Μπορεί όμως και να αποτελέσει απογείωση, αν η ματαιοδοξία μας είναι διαγαλαξιακή.

Εννοείται ότι όλοι μας το έχουμε πει χιλιάδες φορές και όλοι μας το έχουμε ακούσει.

Συνήθεις διατυπώσεις:

Και... δεμελές, εσύ που ξέρεις, ...
Να σε ρωτήσω κάτι, εσύ που ξέρεις, ...
Σου πω, εσύ που ξέρεις...

Σε όλ' αυτά, μπορεί να προστεθούν στο τέλος τα: δηλαδή, ναούμ', από τέτοια, κλπ

Ανταπάντηση: αδιάβαστος.

Κατά τη διάρκεια μιας ανέμελης βραδιάς, εκεί που πίνεις το ποτάκι σου και περνάς περίκαλα, ένας από την παρέα σε πλησιάζει. Και αρχίζει:
- Ώστε ασχολείσαι με υπολογιστές / είσαι μουσικός / μιλάς κινέζικα / έχεις κάνει 2 γάμους / έχεις ζήσει στο εξωτερικό / είσαι εξπέρ στη μαγειρική / ο θείος σου είναι διοικητής στη ΓΑΔΑ / είσαι δικηγόρος / είσαι ογκολόγος;
- Ναι.
- Να σε ρωτήσω κάτι, εσύ που ξέρεις, ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανημέρωτος (sic), απληροφόρητος -ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο. Μεταφορική χρήση της κλασικής μαθητικής έννοιας.

Αντίθετο: εσύ που ξέρεις.

- Έχεις ιδέα γιατί χωρίσανε τα παιδιά;
- Αδιάβαστος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλτατοι χρήστες και συσσλανγκιστές,

Η Σ.Ο. (=το μοντουλέικο) του σαϊτός θεωρεί ότι πρέπει να εμπλουτίσουμε το σλανγκρ με γραμματική βεβαίως βεβαίως, γιατί αλλιώς στις επόμενες πανελλήνιες που θα γίνουν –αν η οικονομική κρίση και η γουρουνογρίππη δεν έχουν αφανίσει την ελληνική επικράτεια– θα αποτύχουμε παταγωδώς στις εξετάσεις μας.

Τώρα λοιπόν που θα έρθουν οι διακοπές των Χριστουγέννων, είναι ευκαιρία να μελετήσετε. Να μην πάνε χαμένες οι πολύτιμες αυτές μέρες. Άρα, επομένως, συνεπώς, εν άλλοις λόγοις, ήτοι, σας καταθέτουμε με αλφαβητική σειρά τις σλανγκοκαταλήξεις και τα σλανγκοπροθήματα που μαζέψαμε, ώστε:

α. να μας πείτε τι λείπει και να το προσθέσουμε στον κατάλογο

β. άπαξ και ολοκληρωθεί ο κατάλογος, να πει ποιος θέλει να αναλάβει τι (όπως καλή ώρα ο Κχαν στο σχόλιο του λήμματος φελλο- δήλωσε ότι θα ετοιμάσει τα μουνο- και σκατο-).

Έχουμε ήδη κάποιες καταλήξεις και προθήματα που έχουν δημοσιευτεί, επεξεργασμένα, στο σάιτ. Σκοπός μας είναι να δουλευτούν όσα περισσότερα γίνεται.

Αατα και σας ευχαριστούμε πάααρα πολύ, Οι μόδιστροι και οι μοδίστρες (ορισμός 3) του σλανγκρ.

Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Α' ΣΥΣΤΑΤΙΚΆ

α- (αρωτήξω, απαλάμη, αχελώνα)
ανθυπο-
αρχι- (αρχιδάμπουρας)
γαμ(ι)ολο- (γαμιολόπουστα, γαμολοτέτοιο)
γαμο-
γκ- αντί για κ- (γκάβλα)
διαολο- (διαολοδιώχτης, διαολοκατάσταση)
θεο- (θεογκόμενο, θεόμουνο)
καβουρο- (καβουρογαμόσαυρος)
καρα- (καρα-lol)
καυλο- ή καβλο (καυλόγκαζο, καυλομαχητό)
κωλο- (κωλοβάρδουλα)
μουνί- (μουνίκακας)
μουνο- (μουνοβοσκός)
μπ- αντί για π- (μπουτσος, μπούστης, ΜΠΑΟΚ)
ξε- (ξεκατινιάζω)
πουστο- (πουστοσέξουαλ)
πουτσο- (πουτσογλέντης)
ρημαδο- (ρημαδοκατάσταση)
σκατί- (σκατίβλαχος, σκατίπουστα, σκατίφλωρος)
σκατο- (σκατομηχανή)
σκυλο- (σκυλοτράγουδο)
τηλε- (τηλεάκυρο)
τραμπακουλο-
τρι- (τριμαλάκας)
φανταρο-
φελλο-
φτωχο- (φτωχομπινές)
χατζη- (χατζηπούτσογλου)
χοντρο- (κυρ.: χοντρολίπαρος, μτφ: χοντρομαλάκας)
ψιλο- (ψιλοκαριολάκος)
ψιλοχοντρο- (ψιλοχοντρομαλάκας)
ψωλο- (ψωλομαζεύτρα, ψωλότσεπη)
ψωρ(ο)- (ψωρογιώργαινα)

Επίσης: καπετάν (συνωνυμο του αρχι-, καπεταν αρχίδας)

Β΄ΣΥΣΤΑΤΙΚΆ


-άλ (κωλαντεράλ)
-αγας (μπουρμπούραγας)
-άγκουα
-(ι)άδα (Λιλιάδα, λιακοπουλιάδα)
-άδικο (ναμαγαπάδικο)
-αδόρος (αβανταδόρος)
-αι, -ε
-άθρα (κωλάθρα)
-άκιας
-άκλα (αντράκλα)
-ακλάς -(α)κλας (τριπλονούμπακλας, γαμίκλας)
-άλω (μπατάλω)
-αμπλ (-able)
-αμπίλιτι (-ability) (στοκαμπίλιτι, τσιμπουκαμπίλιτι)
-αντάν (μερακλαντάν)
-άντζα (κωλοφεράντζα)
-άουα
-άρα
-άρας, -αράς
-αρία (σνομπαρία)
-αριά (δεκαριά)
-(ι)άρης (γκαυλιάρης)
-αριό (καραπουτσαριό)
-άριος
-αρος (άψαρος), μούναρος)
-άρω (αριβάρω)
-άρω (ταγάρω)
-άς (καρεκλάς)
-ασιόν (ιμιτασιόν)
-άτος -ατίας
-βιόλα (χαζοβιόλα)
-διώχτης (γκομενοδιώχτης)
-ειδές (νταλαροειδές)
-έικο (καουγκέικο)
-έιν (φοσμπέιν, της πουτέιν)
-έισον, -έισιον
-έκα
-έλι (και μπορέλι, μουναρέλι, νταματζέλι)
-ένιος
-έξ (πλουσιέξ)
-έτο (μουνέτο, τασπαέτο)

-ήρι (ακουμπιστήρι)
-ιά
-ιάδα
-ίδης, -όγλου, -όπουλος, χατζη-
-ίδι (γαμίδι, σκατολοΐδι)
-ίδικος (νταηλίδικος)
-ική (ψαχτική, ψειριστική)
-ίκι (πουστριλίκι)
-ίκλα
-ικός (αντιπεθανικό, γονικά)
-ίλα (μουνίλα)
-ινγκ (γόπινγκ)
-ίνη (γραψαρχιδίνη)
-ίνι (αδελφίνι)
-κατάσταση (μπαφοκατάσταση)
-καυλος
-ίτιδα (μπαρκουλίτιδα)
-κλής, -κλού (φεϊσμπουκλού)
-μαγνήτης (μαλακομαγνήτης)
-μαν
-μάνα (βυζομάνα)
-μάνι (μυγομάνι)
-μενιά (χαριτωμενιά)
-μούνα, -γκόμενα
-μούρης (αρχιδομούρης)
-μουτρο (φασιστόμουτρο)
-(ν)τζής
-ο -όβιος, -όβια -όγλου
-όλα (αναβόλα)
-όλα, -όλης, -όλι (μαλακοβιόλα, γαμιόλης, χυσαμόλι)
-όνι (γατόνι)
-όπουλος (απιθανόπουλος)
-(ό)σκυλο (κομματόσκυλο)
-ού (σκατού)
-ουά (ξενερουά)
-ούθκια
-ούκλα (τυχερούκλα)
-ουλας (καραφλοχαίτουλας, τομπαίρνουλας)
-ούλης (μικροαστούλης)
-ούμπα -ουρας (παλαίουρας)
-ούρα (χαμούρα)
-πατέρας (πουστοπατέρας)
-πληκτος (μουνόπληκτος)
-πουστα(ς) (σκατίπουστα)

-στάν
-στερός (γαμιστερός, αλλά όχι, π.χ., γυαλιστερός ή αριστερός) -τέτοιος -τσαρκα (μπαρότσαρκα)
-τσολιάς
-φατσα -φέρνω (πουστοφέρνω)
-ω (ξεπλένω)
(τσάκω)
-ωνε

-j-

Επίσης:
-αρχίδας, -καύλης, -πούτσης και -πουτσος, -τσούτσουνος, -ψώλης

========================

Γ. ΣΥΝΤΑΞΗ, ΚΛΙΣΕΙΣ, ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

α' & β' πρόσωπο ενικού αντί για γ' ενικού ή α' & β' πληθυντικού (ομαδικά σπορ)
αλλαγή προσώπου (γραμματική μορφή)
αντίστροφη αττική σύνταξη
άντριδοι, πούστηδοι, καραγκιόζηδοι
αυτουνούς, αυτούνους, αυτήνοι, αυτήνες, αυτουνού.
γαμιοντουστάντενε
γενική αντί ονομαστικής
Γιάννινο
εμφατικό άρθρο
εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά / κομμέ
ελληνικιά γραμματικιά
εμαγκεψάμην
θα πηδηχτώ από το παράθυρο
κάποιος περισσεύεις
καταφατική απάντηση με επανάληψη της ερώτησης
κορακίστικα
μελλοντικός παρελθόντας
μου (κτητική αντωνυμία αλλά όχι με την καλή έννοια)
μπέκα
να μαζευτούμε να πάτε
ξηρούς καρποί
πάνε
παράλειψη άρθρου
παράλειψη των να και θα
πιάκε
πληθυντικιά
πληθυντικός της απαξιώσεως
προστακτική αντί για απαρέμφατο
πώς σας αρέσει (το τάδε);
συνεχής προστακτική ως στιγμιαία
σχήμα γνωστού αγνώστου
τα είπαμε
τσάκω
φαινόμενο λάινσμαν
χτε, προχτέ, εψέ, εχτέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεχειλώνω και χαλαρώνω σε βαθμό παραμόρφωσης.

Το λέμε για σώμα, φαγητό, εικόνα, αντικείμενο, κλπ.

Ο ήχος (ξ-πλ-τσ) της λέξης αφήνει να εννοηθεί ότι νιώθουμε βαθιά απογοήτευση και -τελικά- απέχθεια για το αντικείμενο που ξεπλατσάρωσε.

  1. - Άντε, ακόμα να γίνει το γλυκό;
    - Γάμησέ τα, βιάστηκα να το βγάλω από τη φόρμα και ξεπλατσάρωσε το γαμημένο...

  2. Κι η δαχτυλιδένια μέση μου πάει κι αυτή. Ο κοίλιδός μου ξεπλατσάρωσε και γίνηκε σαν τη ξιδοκρασοβαρέλα.
    από εδώ

  3. Έχω μια 52 Samsung LCD και όταν θέλω να δω καμιά ταινία συνδέω το PC (με VGA κι όλας που είναι χάλια) και η οθόνη κεντάει (που να βάλω και hdmi και 1080p!!) Όταν όμως θέλω να δω τηλεόραση τότε βλέπω 52 ίντσες χάλια... Εντάξει όχι και τόσο χάλια λόγω του ότι έχει αρκετά καλή μηχανή αλλά αν κάτσεις κοντά καταλαβαίνεις ότι ζούμε στην μπανανία. Μεγάλο ξεπλατσάρωμα της εικόνας και 3 MEGA, ANT1 κά στην κορυφή της οθόνης!!
    από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified