Η Φιλιππινέζα οικιακή βοηθός, όπως την αποκαλούν όσοι σνομπάρουν το επάγγελμα, τους μετανάστες, τις κοντές γυναίκες, τους ευγενικούς, χαμογελαστούς, χαλαρούς και χαμηλών τόνων ανθρώπων, τα πάντα όσα δεν είναι σαν αυτούς (/-ές).

Βλ. και πάκι (2), πακίνι, αλβανό / αλβανά...

Ντισκλέιμερ περιττό, ελπίζω.

Εμ βέβαια, χρυσή μου, πώς να μάθει το παιδί σου σωστά ελληνικά με την Φιλίππα που του έχεις για νταντά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του ντεφορμέ.

Είμαι στις φόρμες μου, είμαι γαμάω, είμαι σε άψογη σωματική (κυρίως), ψυχολογική (άμεσο επακόλουθο) και διανοητική (το επιστέγασμα όλων) κατάσταση, λες κι έχω πάρει Τις αμφεταμίνες. Δεν πιάνομαι, δεν παλεύομαι.

Από την αγγλική λέξη fit.

- Πω πω έχω κάτι κομμάρες σήμερα, δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου... Ο καιρός φταίει...
- Πάρε μια έξτρα βιταμινούλα που έχω να σου δώσω και σε είκοσι λεπτά θα είσαι φιτ!
- Βιταμινούλα;;;

Got a better definition? Add it!

Published

Κερνάω δείπνο ή μεσημεριανό φαγητό σε εστιατόριο ή μαγειρεύω ένα καλό γεύμα στο σπίτι μου για κάποιον γκόμενο / -α, κάποιες υποχρεώσεις, κανα πεθερικό, τους καλούς μου φίλους.

Το τραπέζωμα λαμβάνει χώρα είτε επειδή τό 'χω με τη μαγειρική και γουστάρω να καλώ κόσμο ή, αντιθέτως, επειδή μου αρέσει να τρώω έξω και κανονίζω να έχω πάντα παρέα.

Μπορεί όμως και να το κάνω με δόλο ή με στόχο:
α. να ρίξω γκόμενο / -α
β. να καλοπιάσω κάποιον
γ. να κλείσω κάποια συμφωνία εργασίας (πχ business lunch)
δ. να ανταποδώσω κάποια εξυπηρέτηση
ε. να ξεπληρώσω κάποια κατάσταση
στ. να κάνω επίδειξη πλούτου και σαβούρα-βίβρ με στόχο την κοινωνική μου καταξίωση
ή, απλά
ζ. να κεράσω για τη γιορτή μου / τα γενέθλιά μου / μια επέτειο
η. να ανταποδόσω ένα κέρασμα.

Γενικά ο όρος έχει ένα χμού σαρκασμού και υποτίμησης, αλλά χρησιμοποιείται εξίσου και χωρίς αρνητικό υπονοούμενο.

  1. - Τώρα που χειμωνιάζει και απαγορεύεται το κάπνισμα στα εστιατόρια και τις ταβέρνες, τι θα κάνουμε ρε πστ, δεν θα βγαίνουμε έξω, κομμένο δηλαδή; Δεν θα βλέπουμε άνθρωπο;;;
    - Ηρέμησε αγάπη μου, προς τι το άγχος, θα αρχίζουμε τα τραπεζώματα στα σπίτια μας, σιγά!

  2. - Τι έγινε, υπογράψατε με τον Χ;
    - Μπα... Ο μαλάκας όλο μας καλεί για φαγητό για να μας καλοπιάσει. Τζάμπα την θέλει τη δουλειά... Νομίζει ότι θα μας ξεπληρώσει με τα τραπεζώματα που μας κάνει...

(από Vrastaman, 20/09/09)ε και και που την τραπέζωσα, της τράβηξα και ένα επιδόρπιο... (από BuBis, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Τα ούρα.

Προφάνουσλυ από το τσιςςςςςςςςςςςςςςςςςς που κάνουν όταν πέφτουν όπου.

Δεν είναι τόσο σικ όσο το πιπί (ορ. 2.).

Πάλι έκανες τσίσα σου βρε παιδάκι μου στο κρεβάτι; Πότε θα μεγαλώσεις επιτέλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκατά.

Είτε από το γαλλικό caca, ή επειδή πρόκειται πράγματι για κάτι κακό (περιττό, περίττωμα), βρωμερό και τρισάθλιο (αυτό δεν ισχύει βέβαια για κάτι παιδάκια που τα τρώνε... Ακόμα χειρότερο από όσα τρώνε χώμα ή ασβέστη, όπως η-δεν-θυμάμαι στα Εκατό χρόνια μοναξιάς).

ΥΓ. Δείτε και το σχόλιο του βράστα που δίνει άλλη ετυμολογία.

  1. - Μαμάααααααααααα! Κακά μουοοουουουυ!
    - Τώρα, έρχομαι!
    ...

  2. Έκανε κακάκια το μωρούλι μου, ε;;;;
    ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κατούρημα
  2. Τα ούρα, τα τσίσα
  3. Το πουλί ή το μουνί στην παιδικήν

Από τη γαλλική λέξη pipi.

  1. - Μαμάααααααααααααααα, πιπί μουουουουου!
    - Τώρα, έρχομαι!
    ...

  2. Πώ πω πότε πρόλαβες και τά' κανες πάνω σου και γέμισες τον κόσμο πιπί!

  3. - Μαμά, τι σημαίνει «το κάνω;»
    - Είναι όταν βάζεις το πιπί σου σε αυτό ενός κοριτσιού.
    ...

(από malakia, 02/11/11)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληγή, το χτύπημα, στη μωρουδοσλάνγκ...

- Μαμάααααααααααααααααααααααααααααααααααα!
- Τι, ΤΙ;;;
- Βαβάαααααααααααααααααααααααααααααααα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Μπούουουουουουουουουουουουουου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μωρό, στη μωρουδοσλάνγκ.

- Η μανούλα σου θα σου κάνει ένα νινί να έχεις παρέα...

Ο Νίνης και το νινί (από allivegp, 17/09/09)(από GATZMAN, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Τα παπούτσια, στην μωρουδοσλάνγκ, την ιδιόλεκτο των μωρών / μαμάδων / θειάδων / γιαγιάδων / νονών / γειτονισσών (τον όρο επινόησε ο τζίμ μπλόντος).

Εμείς οι μεγάλοι θα το πούμε όταν θέλουμε να είμαστε γούτσου ή όταν επίτηδες θέλουμε να κάνουμε τους σαχλούς... Αλλά δεν μιλάμε για γόβες στιλέτο ή ξώφτερνα, -παρά μόνο για αθλητικά ή κάτι σε βολικό και αναπαυτικό.

  1. - Κοίτα, κοίτα, κοίτα τι σου πήρε η νονά!!! Καινούργια παπά!

  2. Δες, μωρό μου τα καινούργια μου παπάαααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμαδομαλακία που ακούνε τα παιδάκια όταν πάνε να κάνουν ή να πιάσουν ή να φάνε κάτι βλαβερό ή σιχαμερό ή βρώμικο. Από το φτού + κακά...

Κατ' επέκτασιν: το οτιδήποτε είναι προς αποφυγή ή προς ξόρκισμα.

  1. - Πω ρε πστ!, ντερλίκωσα για τα καλά, με βλέπω να με πηγαίνουν τέσσερις απόψε στο κρεβάτι μου...
    - Φτούκακα! Τι λες παιδάκι μου τώρα!!! Για ρομαντικό δείπνο με έβγαλες και μου λες τέτοια πράγματα;;;

  2. - Ωραίος τύπος ο Αντρέας, νο;
    - Ο Αντρέας; Μακριά!!! Φτούκακα!!! Το άτομο είναι βουτηγμένο στα σκατά ρε, δε βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified