Από το στόκος και ability (= ικανότητα, δεξιότητα κλπ, άρα αντιφατική έννοια με αυτήν του στόκου) και με άρωμα από τη λέξη rockabilly, ο όρος χρησιμοποιείται χαϊδευτικά για να αποκαλέσουμε στόκο κάποιον που δεν θέλουμε να προσβάλουμε.

σλανγκασίστ: Nick

- Αχ συγνώμη, τα μπέρδεψα λιγάκι, δεν μου είχες πει ότι θα με περιμένεις μέσα στο μαγαζί κι όχι έξω;
- Πού μέσα, ρε στοκαμπίλιτι; Αφού δεν έχει ανοίξει ακόμα!

Βλ. και ελ στοκαδόρ, Στόκεμον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί ή βυζούνι, ή, επίσης, η κύστη κόκκυγα.

Η έκφραση αποτελεί συνήθως κατάρα ή / και χαρακτηρισμό κάποιου που μας σπάει τ' αρχίδια, που μας γίνεται τσιμπούρι, βδέλλα, κεχαγιάς στ' αρχίδια μας κλπ.

Παραπέμπει δε -πιθανόν- και στο αγγλικό pain in the ass, που λέγεται για τον ενοχλητικό τύπο (έκφραση που περιγράφει μεταξύ άλλων και τις αιμορροΐδες).

  1. - Είδες που στά 'λεγα;
    - Μπα που να βγάλεις κακό σπυρί στον κώλο σου μαλάκα, γρουσούζη, τι ήθελες και το μελέταγες;...

  2. Τι θα γίνει πια με αυτόν τον Στράτο; Κακό σπυρί στον κώλο μου έχει γίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια παλιά έκφραση για την πολλή ζέστη, όταν είναι πια τόση ώστε και το κατεξοχήν σύμβολο του καλοκαιριού, ο τεμπελχανάς τζίτζικας, σκάει από τη ζέστη.

Ρε συ Σία, να βγάλουμε πια το πάπλωμα λέω γω, σκάει ο τζίτζικας, δε λέει...

(από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση για τις μεγάλες καλοκαιρινές ζέστες που πλησιάζουν το σημείο βρασμού...

Πολλή ζέστη σήμερα, βράζει ο τόπος, ψήνεις αυγό στην άσφαλτο...

Βλ. και σχετικό λήμμα Βραζιλία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει και το αντίθετό της, δηλ. παράδεισος.

Αναφωνούμε μεν «Κόλαση!» όταν θωρούμε πως μια κατάσταση είναι απολύτως χάλια -τόσο χάλια που μόνο με την κόλαση μπορεί να παρομοιαστεί (οπότε μιλάμε για απλή παρομοίωση και όχι σλανγκ όρο), λέμε όμως το ίδιο κι όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι το γαμάουα, το θεσπέσιο, το ανεπανάληπτο, το ζόρικο -με την καλή έννοια, που παραπέμπει σε κάτι τόσο απαγορευμένο ώστε μόνο της γης οι κολασμένοι μπορούν να εκτιμήσουν.

  1. Κατέβηκα σήμερα στην Αθήνα για κάτι δουλειές σε δημόσιες υπερεσίες και τά 'φτυσα... Τρομερή ζέστη, κίνηση, οι κωλοδημόσιοι την ξύνανε κανονικά, τσακώθηκα και μ' έναν μαλάκα που με τράκαρε, κόλαση, σου λέω, κό-λα-ση!

  2. - Μαλάκα, τι γαμώ τα μέρη είναι αυτό που μας έφερες;
    - Γουστάρζ;
    - Αν γουστάρω λέει! Κόλαση!

  3. - Ωραίο το παγωτό;
    - Κόλαση!

(από GATZMAN, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Πολλή ησυχία κι ερημιά, με το παραπάνω μάλιστα, τόσο που θυμίζει νεκρό τοπίο ή νεκρή κατάσταση. Άκρα του τάφου σιωπή, που λέει κι ο Σολωμός.

Νέκρα τις τελευταίες μέρες στο σλανγκρ... Τις πταίει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόιδιος, πανομοιότυπος, ξεπατικωτούρα, σαν αντιγραφή με καρμπόν (το μπλε φύλλο με το μελάνι που βάζαμε κάααποτε ανάμεσα σε δυο σελίδες και ό,τι γράφαμε στην επάνω περνούσε και στην από κάτω). Λέγεται για τα πάντα.

Συνώνυμα: φτυστός, τάλε κουάλε.

  1. Απόδραση καρμπόν
    Δραπέτευσαν ξανά με ελικόπτερο οι Παλαιοκώστας και Ριζάι. Ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό των δραπετών του Κορυδαλλού, έχει εξαπολύσει η αστυνομία. Η πανομοιότυπη απόδραση με ελικόπτερο εγείρει σοβαρότατα ερωτήματα.
    (από τον Σκάι)

  2. - Τα έκανα θάλασσα, είπα στη Μαίρη «Γεια σου Κάτια» και με στραβοκοίταξε.
    - Ε δε νομίζω, αφού το ξέρει ότι μοιάζουν πολύ.
    - Μόνο πολύ; Καρμπόν είναι σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published

Μάγκικη και ακόμα πιο ειρωνική εκδοχή του «σιγά!», ίσα ρε, κόψε κάτι, σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα κλπ.

Ο ΑΛΛΟΣ: Ποιος γκαντέμης έβαλε μηδέν;

ironick: α καλά, δεν βλέπεις τι γίνεται σήμερα; μη χαμπαριάζεις, περνάει φάση πάλι το σάιτ, ζγα!

(βγαλμένο από την ζωή του σλανγκρ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όποιος βρει τι είναι κερδίζει δωρεάν συνδρομή για έναν χρόνο στο σλανγκρ.

Λήμμα εμπνευσμένο από το ρίχνω - τρώω - πέφτω του Άλλου.

Συμπληρώστε σωστά το κενό:
Χθες με το Μαράκι - έναν πήδο άλλο πράμα, φίλε μου...

(από manos3003, 28/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν «τραβάω» καλά, δεν συμβαδίζω με τα συμφραζόμενα, δεν ταιριάζω, φέρνω αντίσταση, επιφέρω αναταραχή και άνισο αποτέλεσμα με έντονο τρόπο, σαν το γαϊδούρι που κλωτσάει όταν θυμώνει.

Εφαρμογές: μουσική, χρώματα, ντύσιμο, συμπεριφορά, κά.

  1. Ρε συ κλωτσάει ο ρυθμός εδώ, δεν το καταλαβαίνεις; Μήπως να τα κάνεις τρίηχο, να χωρέσουν;

  2. Όταν έρθετε στο στούντιο για τα γυρίσματα να μην φοράτε κόκκινα ή ριγέ γιατί κλωτσάει το χρώμα στην εικόνα και χαλάει το περίγραμμα.

  3. Κάτι έχει πάθει το μοτέρ και κλωτσάει, για δες το λίγο...

  4. Ρε μαμά, δεν ταιριάζει αυτό το παντελόνι με αυτό το σακκάκι, κλωτσάει, δεν το βλέπεις;

  5. Του είπα να με εξυπηρετήσει με ένα ψεματάκι τόσο δα, αλλά κλώτσησε, δεν γουστάρει με τίποτα.

  6. Και γω κλωτσάω και δε γουστάρω να γράφω το κλω- με -ο-, γιατί ετς.

Got a better definition? Add it!

Published