Το προκάτ, αυτό δηλαδή που το βρίσκεις έτοιμο, είναι δηλαδή ψιλοξεπέτα και δεν έχει απαιτήσει μεράκι και χρόνο και κόπο και αίμα και σπέρμα και δάκρυα για να γίνει. Λέγεται και ετοιματζούρα (θηλ). Αφορά κυρίως φαγητά, αλλά και τα πάντα όλα.
Το προκάτ, αυτό δηλαδή που το βρίσκεις έτοιμο, είναι δηλαδή ψιλοξεπέτα και δεν έχει απαιτήσει μεράκι και χρόνο και κόπο και αίμα και σπέρμα και δάκρυα για να γίνει. Λέγεται και ετοιματζούρα (θηλ). Αφορά κυρίως φαγητά, αλλά και τα πάντα όλα.
Got a better definition? Add it!
Αστεϊσμός και λογοπαίγνιο πάνω στο ρήμα συγχίζομαι.
Μη μου συνεχίζεσαι, θα περάσει μωρέ!
Καλά μην συνεχίζεσαι τόσο θα πάθεις τίποτε. Καλού κακού τράβα σε καμιά παραλία...
(από φόρουμ)
Got a better definition? Add it!
Αρκετά ή και ευρέως διαδεδομένος τύπος άξεστου ανθρώπου, ο οποίος επιμένει να το παίζει «αριστοκρατία», αντιγράφοντας αξίες οι οποίες δεν είναι όπως τις αντιλαμβάνεται και τις οποίες δεν κατέχει. Υποτιμά, την ίδια στιγμή, την ταπεινή καταγωγή του, όχι επειδή αυτή είναι ταπεινή, αλλά επειδή εκείνος την ντρέπεται. Με τον τρόπο αυτό καταστρέφει (χωρίς να το καταλαβαίνει πολλές φορές) ό,τι καλύτερο έχει να δώσει η ταπεινή ζωή, αλλά και η πιο εξελιγμένη. Αδικεί και τις 2 αυτές όψεις (αυτήν την οποία μιμείται και αυτήν που τον χαρακτηρίζει στ' αλήθεια) και δημιουργεί προς αυτές συναισθήματα απέχθειας και χλευασμού από την πλευρά όσων τον κοροϊδεύουν. Το αποτέλεσμα είναι κακογουστιά, προχειρότητα και, το χειρότερο, η διαιώνιση τέτοιων εσωτερικών διχασμών χωρίς λόγο.
Η αρχοντοβλαχιά χαρακτηρίζει τον ματαιόδοξο και τεμπέλη άνθρωπο γενικά και δεν έχει να κάνει απαραιτήτως με πορτοφόλι ή με «τζάκι». Απλώς αφορά πολύ συχνότερα τον άνθρωπο της επαρχίας που θε να το παίξει πρωτευουσιάνος (γιατί κάτι σημαίνει αυτό στο κεφάλι του) και δη χλίδας.
Σταδιάλα αρχοντόβλαχοι που αφήσατε το αγροτικό και πήρατε GPRS.
(από φόρουμ)
Θα 'θελαν αστοί: αρχοντόβλαχος, βλαχοκυριλέ, βλαχοτρέντι, κλαρινογαμπρός, μπαστουνόβλαχος, τραχανοπλαγιάς, τραχανοπλαγιέρο, τσοπανοκαμπόης, τσοπανοτραβόλτας.
Got a better definition? Add it!
«Κάνω κοντινό»: έκφραση που προέρχεται από την ζαργκόν των κινηματογραφιστών. Σημαίνει κάνω κοντινό κάδρο, δηλαδή τραβάω από πολύ κοντά το αντικείμενό μου, συνήθως πρόσωπο.
Όταν η έκφραση σλανγκίζεται, σημαίνει προσεγγίζω κάποιον με ιδιαίτερη πίεση, με θυμό ή με σκοπό να κερδίσω κάτι απ' αυτόν, τον μαρκάρω δηλαδή, είτε για να τον απειλήσω ή για να τον εκμεταλλευτώ.
- Πώς διάολο γνωρίστηκαν με τον Χ. και τώρα τους βοηθάει αυτός σε κάθε τους δουλειά κι έχουν το όνομά του για κράχτη, μου λες;
- Ε, δεν ξέρεις τώρα πώς γίνονται αυτά... Αφού είναι χεσμένοι στο τάλιρο οι τύποι. Θα τον φώναξαν μια μέρα σπίτι για φαγητό, θα χάρηκε αυτός που του κάνουν τέτοια τιμή, θα του κάναν κανα κοντινό, θα τον ρωτήσαν πόσα θες, θα είπε τόσα, θα του είπαν πάρ' τα, και να, έγινε η δουλειά. Εύκολα.
Got a better definition? Add it!
Όλος-ο-χρόνος-κλασική έκφραση που υποδεικνύει αυτόν που δεν έχει ειρμό στην κουβέντα του ή στις πράξεις του, παρουσιάζει ανεξήγητη συμπεριφορά ή πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο, επειδή έτσι του ήρθε, επειδή εκείνη τη στιγμή το θυμήθηκε και χάρηκε με την τρομερή σκέψη του.
Got a better definition? Add it!
«Πάμε παρακάτω», «στο επόμενο θέμα», «αλλάζουμε κουβέντα».
Το λέμε με ελληνική ανυπομονησία, δηλ. τραβάμε λίγο το -ε-: «Νεεεεεεεεεξτ!...» (κουνάμε και λίγο το πόδι) και το λέμε όταν έχουμε πήξει με κάποιο θέμα που έχει εξαντληθεί από την πολλή συζήτηση, ή όταν δεν μας συμφέρει αυτό που ακούμε.
Από το αγγλικό next = επόμενος, βεβαίως βεβαίως.
- Μαλάκα, σκέφτηκα ένα λήμμα με θέμα τον φραπέ που θα σκίσει, να σου το διαβάσω να μου πεις,...
- Νεεεεεεεεεεξτ! (pun intended)...
Ρε συ Μαρία, πόσες φορές θα τα πούμε πάλι, αν δεν τον χωρίσεις αυτόν τον παπάρα άσπρη μέρα δεν θα δεις...
- Νεεεεεεεεεξτ!...
Got a better definition? Add it!
Ανοιχτό πουκάμισο, καδένα ή χαϊμαλί να ξεχωρίζουν, ελαφρώς γυρισμένα τα μανίκια να φαίνεται η ρολογιά, υπερσιδερωμένο τζηνοειδές, μοκασίνι απαραιτήτως, χωρίς κάλτσα, άρωμα σε σκίζω μωρό μου, καγκουράμαξο, μπάτσικο κούρεμα με τζελ, υπέρ το δέον περιποιημένος γενικά. Πηδάει λαϊκά πινεζοπαστάκια ή ψηλά μπουζουκομούνια. Με τη μάνα όλα ωραία, είναι το παλικάρι της. Δεν είναι κακό παιδί, ούτε άσχημο, αλλά δεν έχει δική του προσωπικότητα. Επίσης δεν γαμάει καλά.
Ο λαϊκογάμητος από τον λαϊκό, διαφέρουν ως προς το ότι ο δεύτερος είναι ωθέντικ, ενώ ο πρώτος είναι απλώς μια εκφυλισμένη κόπια του. Και πιστεύω πως είναι λάθος το ότι η λέξη λαϊκός έχει καταλήξει να χαρακτηρίζει τον λαϊκογάμητο.
- Μα γιατί δεν σου αρέσει ο Στέλιος;
- Καλό παιδί μωρέ, αλλά λίγο λαϊκογάμητος...
Βλ. και λαϊκάτζα(ς), λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά
Got a better definition? Add it!
Το διπλό, τριπλό, τετραπλό και πάει λέγοντας τζόιντ, κοινώς ο μπάφος, αυτό που για να το φτιάξουμε θέλει πολλά χαρτάκια και υπομονή και τέχνη, και το αποτέλεσμα αργεί και τελικά μοιάζει με καρότο γιατί, εκεί όπου μπαίνει η τζιβάνα στενεύει, ενώ στην ελεύθερη άκρη του είναι πιο φαρδύ.
- Τι πήγες κι έστριψες ρε παπάρα, μέχρι να το κάνουμε το καρότο θα ξημερωθούμε, δυο άτομα είμαστε!
- Σκάσε και πίνε.
Got a better definition? Add it!
Σπαρίλα, κατάσταση κηδεία, κατάσταση αδράνειας και αφόρητης βαρεμάρας, στην οποία βρίσκεται ένας άνθρωπος ή μια παρέα, καθώς και μια υπηρεσία, μια γενικότερη φάση, κλπ. Είναι υπερθετικός του μουργέλα, είναι πιο κοντά προς το σαπίλα, καθότι η κατάσταση αυτή έχει ψοφήσει εδώ και καιρό και βρωμάει. Το «σαπίλα» όμως διαφέρει γιατί έχει κάποιο ίχνος κοινωνικής κριτικής μέσα, κάποια ένταση δηλαδή στο βάθος, ενώ το «ψοφιμίλα» είναι εντελώς τελείως ουδέτερο. Βαριέται κι αυτός που το λέει, δεν υπάρχει πάθος πουθενά.
- Καιρό έχω να σε ρωτήσω, πώς πάει το τμήμα σου;
- Τίποτα, ψοφιμίλα. Δεν κουνιέται πούστης, σου λέω.
- Περάσατε καλά χθες;
- Μπα, ψοφιμίλα...
Got a better definition? Add it!
Ο ερωτευμένος, αυτός που νιώθει μεγάλη κάψα για το αντικείμενο του πόθου του. Όταν καψουρευόμαστε νιώθουμε «πεταλουδίτσες» στο στομάχι και, αν αυτές πετάνε με το παραπάνω, τότε το στομάχι μας φλέγεται, καίγεται. Απ' αυτή την αίσθηση του καψίματος νομίζω ότι προήλθε η λέξη «καψούρα», το βασικό συναίσθημα του καψούρη. Πολύ παλιά λέξη, αλλά δεν έχει εγκαταλειφθεί.
- Ρε συ, έχουν περάσει τρία λεπτά και ακόμα δεν μου έχει απαντήσει στο μήνυμά μου... Λες να με έστειλε; Τι να κάνω τώρα;... Να της ξαναστείλω ή θα με πει μαλάκα;
- Σιγά ρε καψούρη, εσύ δεν έλεγες ότι την θες για έναν πήδο και ότι φοβάσαι μη σου γίνει μετά τσιμπούρι όπως οι άλλες και και και;
Got a better definition? Add it!