Ο οξύτατος και ξαφνικός σωματικός πόνος. Σα να σε σφάζουν με ένα μαχαίρι. Λέγεται κυρίως για πόνους οσφυομυαλγίας, λουμπάγκο, πιασίματα, αλλά και για πονόκοιλο, πόνους περιόδου κλπ.

- Μπα, δεν πάμε στη δουλειά σήμερα; Καναπές, καναπές;
- Τι καναπές ρε μαλάκα, μέ έμπλαστρα είμαι, μ' έπιασε ένας σφάχτης σήμερα το πρωί κι έχω μείνει σέκος...

(από nick, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μαλάκας Κωνσταντίνος. Από το «Κων/νος». Το λέμε μόνο όταν θέλουμε με τρόπο να χαρακτηρίσουμε μαλάκα κάποιον Κωνσταντίνο. Λογοπαίγνιο με την γαλλική λέξη για τον μαλάκα (con).

Χθες έπεσα πάνω στον Κώνο κι έκανα ότι δεν τον είδα, δεν ξέρω αν με κατάλαβε...

(από GATZMAN, 23/03/09)Κώνος συντομογράφος. (από Khan, 11/02/13)

βλ. και κατίνος, ΣΧΗΣ, Θεσνίκη (Θεσσαλονίκη) κά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δισεκατομμυριούχος. Από την συντομότερη γραφή «δισ/ούχος» προέκυψε αυτόνομη λέξη.

Καλά ρε πούστη μου, τι έγινε;... Δισούχος ήταν ... Πώς τον χτύπησε η κρίση κι αυτοκτόνησε;

(από nick, 23/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αδικαιολόγητα και υπερβολικά ακριβός στην πώληση του προϊόντος του. Είναι τόσο ακριβός ώστε το μόνο που μπορεί κανείς να σκεφτεί για την πάρτη του είναι πως θέλει να σε κλέψει πουλώντας.

- Α, εγώ χρυσή μου ψωνίζω πάντα παπούτσια από την Καλογήρου, είναι εγγύηση.
- Τι εγγύηση μωρή, που σου σερβίρει μαϊμού Πράντα γοβίτσες για 300 ευρώ, άσε μας τώρα με τον κλέφτη...

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι σε άθλια κατάσταση, μου έχουν πάει όλα στραβά στη ζωή, δεν υπάρχει τίποτα το ρόδινο, έχω μπλέξει πολύ άσχημα και είναι σα να κολυμπάω σε έναν λάκκο ή, ανάλογα με τον βαθμό δυσκολίας, σε μια λίμνη, θάλασσα, ωκεανό με Σκατά.

(κάτι τέτοιο πρέπει να ψέλλισε το ψάρι που βρέθηκε, αίφνης, από τα καθάρια νερά μέσα στο γκώλο του Καφάση)

Αντίθετο: «πλέω σε πελάγη ευτυχίας».

- Πήρα χθες τον Αντρέα τηλέφωνο και δεν απαντούσε...
- Καλά, ξέχασέ τον αυτόν για ένα διάστημα.
- Γιατί; Προβλήματα;
- Μόνο προβλήματα; Στα σκατά κολυμπάει, πιάσανε τον γιο του σε κάτι βέρια και άντε να ξεμπλέξει τώρα...

(από Vrastaman, 23/03/09)(από Vrastaman, 23/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως συμπλήρωμα του λήμματος πούτσος:

  1. αντικείμενα ευτελή, μπανάλ, που μας είναι τελείως αδιάφορα, κττ.
  2. μαλακίες, αηδίες, σαχλαμάρες, μπαρούφες, παπαριές, αρλούμπες

Υποκοριστικό: πουτσίδια.

  1. - Ρε πστ!, καλή χρυσή η θεία Ευδοκία, αλλά όποτε έχω γενέθλια, μου χαρίζει κάτι πούτσες... άσε που δεν μπορώ να τα ξεφορτώνομαι γιατί όποτε έρχεται επίσκεψη ζητάει να τα δει...

  2. - Τα έμαθες; σπουδαία τα νέα της Ελένης!
    - Καλά, πούτσες τώρα, κόψε κάτι... μην τα πιστεύεις όλα και συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. ταχτοποιώ, οργανώνω, κττ
  2. γαμάω
  3. σκοτώνω
  4. στην προστακτική: απειλώ (χαριτολογώντας ή στα σοβαρά)
  1. α. Τα κανόνισα όλα μια χαρά. Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα.
    β. Κανονίστε να βρεθούμε κάποια στιγμή να τα πούμε από κοντά...

  2. Έμαθα την κανόνισες χθες την Σούλα, ε; Για πε, για πε...

  3. Τι κάνει ρε συ ο Μπάμπης, αυτό το λαμόγιο; Ζει ακόμα ή τον κανόνισε κανείς;

  4. Καλά, κανόνισε να της τα πεις όλα και θα γίνει μαδομούνι εδώ μέσα, μόνο αυτό σου λέω...

για το 2 βλ. και σουλουπώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ζωηρούλης, ο κουνιστούλης, ο ψιλογκέι, ο στρέι. Έχει συνήθως κάτι το χαριτωμένο, είναι πχ συμπαθής η παρουσία του στις γιαγιές που τον κάνουν κέφι και γελάνε λες και δεν ξέρουν πόσ' απίδια βάζει ο κώλος του.

  2. πεταχτούλα: κατ' ευφημισμόν η τσουλίδου.

  1. Είχα καιρό να δω τον Νάσο... λίγο πεταχτούλης μου φάνηκε, όχι;;

  2. Αυτή την πωστηναλένε να μην την ξαναφέρεις. Πολύ πεταχτούλα είναι και δεν θα τα πάμε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Η στάση ζωής του σνομπ
  2. Το σινάφι των σνομπ.
  3. Ο ίδιος ο σνομπ. Συνώνυμο: «σνομπάκιας».

Λέγεται ειρωνικά, κυρίως για όσους δεν τους παίρνει με τίποτα να το παίζουν σνομπ.

  1. Αυτός μας το παίζει αριστερός, αλλά είναι μία σνομπαρία άλλο πράμα!

  2. Μην καλέσεις την Ελένη στο πάρτυ γιατί θα πλακώσει όλη η σνομπαρία μαζί της και θα ξεκαβλώσουμε άσχημα.

  3. Ρε... σνομπαρία, δεν μας παίζεις τώρα που έγινες διάσημος; Το ξέχασες το χωριό σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επίρρημα: α. Στην έκφραση «παίζω μονότερμα»: σε παιχνίδι με μπάλλα (πχ ποδόσφαιρο) η αντίπαλη ομάδα ήταν καθόλη τη διάρκεια του αγώνα στην περιοχή της δικής μας, κοντά στο δικό μας τέρμα δηλαδή, άσχετα αν έβαλε δεν έβαλε γκολ τελικά. Ήμασταν δηλαδή διαρκώς στην άμυνα και ποτέ στην επίθεση και όλο το παιχνίδι παίχτηκε δίπλα σε ένα μόνο τέρμα.

β. Στην έκφραση «παίρνω κάποιον μονότερμα», η οποία προέκυψε από την παραπάνω: μιλάω ακατάπαυστα και δεν αφήνω τον συνομιλητή μου να αρθρώσει κουβέντα, κοινώς του τα πρήζω.

  1. Ουσιαστικό:
    α. η πίεση που ασκεί η μία πλευρά πριν καλά-καλά προλάβει η άλλη να αντιδράσει.

β. στο σεξ: η συνεύρεση με έναν μόνο παρτενέρ, δηλ το σεξ για δύο και όχι παρτούζα. Επίσης: το μονοπώλιο στην απόλαυση, πχ μόνο τσιμπούκι ή μόνο γλειφομούνι.

1.α.
Τι να πρωτοθυμηθούμε; Το συγκλονιστικό μονότερμα απέναντι στη Λα Κορούνια στη Καλογρέζα επί Κυράστα (το Νοέμβρη του 1999) που δεν επιβραβεύτηκε ούτε καν με νίκη, μιας και μας ισοφάρισε ο Μακάι στο τέλος (1-1) στη μοναδική επίθεση της πιο φορμαρισμένης ευρωπαϊκής ομάδας, εκείνη την εποχή; (από ιστιοσελίδα)

1.β.
Και εμεις εχουμε δικαιωματα φιλε...αλλα δεν παιρνουμε συνεχεια μονοτερμα τους moderators...αμα δεν μας αρεσει κατι, απλα σηκωνομαστε και φευγουμε.
(από φόρουμ)

2.α.
Τουρκικό μονότερμα στο Αιγαίο με παραβιάσεις
Στο γήπεδο ισοπαλία, στο Αιγαίο, Ελλάδα-Τουρκία 0-35. Η «μάχη» συνεχίζεται σχεδόν καθημερινά την τελευταία εβδομάδα και αφού αποχώρησαν από τον ελληνικό εναέριο χώρο τα ΝΑΤΟϊκά ιπτάμενα ραντάρ που περιπολούσαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. («Ελευθεροτυπία»)

2.β.
Μονο Για Σεχ Απο Θεσσαλονικη Για Μονοτερμα Η Διπλο
επικοινωνήστε με τον καταχωρητή
ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΚΟΠΕΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ.ΜΟΝΕΣ ΤΟΥΣ Η ΜΕ ΠΑΡΕΑ.ΜΟΝΟ ΕΜΦΑΝΙΣΙΜΕΣ ΚΑΙ ΚΟΥΚΛΑΡΕΣ.
(από το διαδίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified