(Άκλιτο ουσιαστικό) Το λαχείο που κερδίζει στον λήγοντα.
Από το Γαλλικό ρήμα amortir που σημαίνει να ξεπληρώνεις μια αγορά με τα έσοδα που σου αποφέρει η ίδια η αγορά.
Ένα λαχείο είναι η ζωή, ας είναι κι αμορτί.
(από τραγούδι)
(Άκλιτο ουσιαστικό) Το λαχείο που κερδίζει στον λήγοντα.
Από το Γαλλικό ρήμα amortir που σημαίνει να ξεπληρώνεις μια αγορά με τα έσοδα που σου αποφέρει η ίδια η αγορά.
Ένα λαχείο είναι η ζωή, ας είναι κι αμορτί.
(από τραγούδι)
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος την έχει δει και κοκορεύεται ή προσπαθεί να την πει σε κάποιον άλλον, όλα αυτά συνήθως έμμεσα γιατί μάλλον δεν τον παίρνει αλλιώς. Χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.
Καλό παλικάρι ο Τάκης αλλά πουλάει πολύ πρόλογο ρε φίλε.
Μου πουλάς πρόλογο;
Got a better definition? Add it!
Υπάρχει το «άθλημα» του μπιλιάρδου και (υπήρχε;) το μπιλιάρδο στις υπόγες με σκεβρωμένες στέκες, ληγμένα σάντουιτς κ.τ.λ. Στην ορολογία του δεύτερου είδους, Θανάσης είναι η στέκα η οποία φέρει στην άκρη της ειδικό στήριγμα (γέφυρα) για να χτυπάει ο παίκτης μακρινές μπαλιές.
Ρε συ πιάσε τον Θανάση, ούτε με τα κυάλια δεν τη βλέπω τη μπάλα από 'δώ που είμαι.
Got a better definition? Add it!
Άτομο που εμφανίζεται από το πουθενά, χωρίς εμφανή προσόντα, και επιτυγχάνει το σχεδόν ακατόρθωτο.
Συχνά αποκαλείται και «τσολιάς», παντρεύοντας έτσι διαφορετικούς πολιτισμούς.
Έμαθες για τον Τάκη; Χρωστούσε 20 μαθήματα τελευταίο έτος και πήρε την υποτροφία για εξωτερικό ο νίντζα.
Got a better definition? Add it!
Επίσης: ΤΚΤ9
Συνήθως υπάρχει και ένα δεύτερο Τ. Η σημασία προφανώς η ίδια.
Του είπε ότι θέλει να μείνει μόνη της να σκεφτεί... ΤΚΤ9.
βλ. και του κώλου τα εννιάμερα
Got a better definition? Add it!