(Άκλιτο ουσιαστικό) Το λαχείο που κερδίζει στον λήγοντα.

Από το Γαλλικό ρήμα amortir που σημαίνει να ξεπληρώνεις μια αγορά με τα έσοδα που σου αποφέρει η ίδια η αγορά.

Ένα λαχείο είναι η ζωή, ας είναι κι αμορτί.

(από τραγούδι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος την έχει δει και κοκορεύεται ή προσπαθεί να την πει σε κάποιον άλλον, όλα αυτά συνήθως έμμεσα γιατί μάλλον δεν τον παίρνει αλλιώς. Χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.

  1. Καλό παλικάρι ο Τάκης αλλά πουλάει πολύ πρόλογο ρε φίλε.

  2. Μου πουλάς πρόλογο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει το «άθλημα» του μπιλιάρδου και (υπήρχε;) το μπιλιάρδο στις υπόγες με σκεβρωμένες στέκες, ληγμένα σάντουιτς κ.τ.λ. Στην ορολογία του δεύτερου είδους, Θανάσης είναι η στέκα η οποία φέρει στην άκρη της ειδικό στήριγμα (γέφυρα) για να χτυπάει ο παίκτης μακρινές μπαλιές.

Ρε συ πιάσε τον Θανάση, ούτε με τα κυάλια δεν τη βλέπω τη μπάλα από 'δώ που είμαι.

Θανάσης Βισκαδουράκης (από nasos, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που εμφανίζεται από το πουθενά, χωρίς εμφανή προσόντα, και επιτυγχάνει το σχεδόν ακατόρθωτο.

Συχνά αποκαλείται και «τσολιάς», παντρεύοντας έτσι διαφορετικούς πολιτισμούς.

Έμαθες για τον Τάκη; Χρωστούσε 20 μαθήματα τελευταίο έτος και πήρε την υποτροφία για εξωτερικό ο νίντζα.

(από EvoOz, 05/03/09)(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης: ΤΚΤ9

Συνήθως υπάρχει και ένα δεύτερο Τ. Η σημασία προφανώς η ίδια.

Του είπε ότι θέλει να μείνει μόνη της να σκεφτεί... ΤΚΤ9.

βλ. και του κώλου τα εννιάμερα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified