1. Ο πιπιλογαμούλης. Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

  2. Ο πεοθηλαστής ομοφυλόφιλος που κάνει σουσέλ. Δηλαδή, ως πιπίλα σλανγκίζεται το πέος.

Πιπίλας είναι και το παρατσούκλι του Μιχάλη Ασλάνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «καταπραΰνω, ηρεμώ». Αλλά ετυμολογείται από το «ευνή» που σημαίνει γαμήλιο κρεβάτι. Οπότε μπορεί να σλανγκιστεί, ότι σημαίνει καταπραΰνω δια της μεθόδου του αχαλίνωτου σεξ. Δηλαδή αυτό που κάνουν οι κάθε λογής Γιόκο Όνο για να ψωλαγωγήσουν τους άντρες τους.

-Άρχισε να ουρλιάζει ο Μένιος με τις αγριοφωνάρες του αλλά η Λάουρα κατάφερε γρήγορα να τον κατευνάσει.
-Και πώς τα κατάφερε;
-Η παλιά καλή μέθοδος: Πίπα της ειρήνης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των «τσουτσούνι» και «παίζω». Σημαίνει τον αυνάνα, τον μαλάκα.

- Τι κάνεις εκεί ρε τσουτσουνοπαίκτη καραγκιοζοπαίκτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «ευαίσθητη χορδή», «αγγίζω την ευαίσθητη πορδή» κάποιου. Είναι η κλαψιάρικη, παραπονεμένη πορδή, ή η ντροπαλή πορδή.

- Πολύ ωραία η φασολάδα, που έφτιαξες σήμερα, Μαρίκα! Άγγιξε τις ευαίσθητες πορδές μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφάνουσλυ από το αγγλικό large. Είναι αυτός που:

  1. Έχει λαρτζερία, δηλαδή γενναιοδωρία, χουβαρντοσύνη.

  2. Είναι πολύ ανοιχτός και προχώ στα θέματα σεξουαλικής ηθικής. Δηλαδή η Λόλα που τα ανέχεται όλα, ο τύπος που πρεσβεύει το «διαφωνώ ότι η ανωμαλία σου είναι σέξι, αλλά θα υπερασπιστώ και με την ζωή μου ακόμη το δικαίωμά σου να την εκπληρώσεις». Λειτουργεί κι ως αυτοευφημισμός για τον ανωμαλιάρη.

Γυναίκα, φέρε και καμιά φίλη σου να κάνουμε όλοι μαζί γούστα! Αφού με ξέρεις, είμαι και πολύ λαρτζ σε αυτά τα θέματα... Μόνο να είναι καμιά νοστιμούλα, μην μας φέρεις κάναν σουγκλάκο!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πανί που εκτελούσε χρέη πάμπερς. Μεταφορικά, αντίστοιχο του «μουνόπανο».

Μεγάλο κωλόπανο ο Νενέκος! Συγχύστηκα βραδιάτικα με τον αλήτη!

Got a better definition? Add it!

Published

Εφόσον ετυμολογείται από την σαύρα, σημαίνει την ακαυλία ή μαλακοκαυλία.

Ο Μαθουσαλίδης έχει φτάσει πλέον σε μια εποχή μακάριας ασαυρίας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εγχείρηση αλλαγής φύλου. Το προϊόν της εκτός από τρανσέξουαλ λέγεται και «εγχειρισμένος/η».

-Την είδες την Πάολα; Μιλάμε για εγχείρηση, έτσι;
-Ναι, την απεόφοβη!

Got a better definition? Add it!

Published