Με τίποτα δεν πρέπει να συνδέσουμε την αντράκλα με τον άντρακλα. Η αντράκλα είναι είδος λάχανου και όταν αφορά κάποιο άτομο συνδέεται αυτομάτως με τον μάπα, το βλήτο, τον αποχαυνωμένο. Υπάρχει και η εκδοχή του αντρούκλα, αλλά δεν έχει καμία σχέση με τον αντράκλα.

Τι να μας πει και ο Ντίνος; Αυτός είναι συνέχεια στην κοσμάρα του και άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε... Κάνει ό,τι του πει η Φροσάρα του η αντράκλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας με πολλά αστέρια. Συναντάται και στον υπερθετικό «αντρούκλαρος» με άμετρο κάλλος.

Αυτό το είδος άντρα συνδυάζει ότι καλύτερο για μια γυναίκα. Ευγενικός, γαλαντόμος και πάνω απ' όλα άριστος παίχτης στο γήπεδο του σεξ. Ποτέ δεν σου χαλάει χατήρι και πάντα ξέρει τι θέλεις πριν καν το ζητήσεις.

Φιλενάδα γνώρισα χτές έναν αντρούκλα άλλο πράγμα! Δεν ήξερα αν έβλεπα όνειρο ή αν ήταν αληθινός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που δεν αξίζει τίποτα.

Δεν ξέρει να ρίχνει δίχτυα και αν κατά τύχη πιάσει κάτι δεν θα ξέρει πώς να το μαγειρέψει με αποτέλεσμα να καταντάει σαβουρογάμης. Είναι κακός παραμυθατζής και λέει όλο παπαριές.

Όποιος γνωρίζει έναν ψώλα, τον αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να μην του κάνει χαλάστρα ή κουτσουκέλα.

Άσε με βρε Κική με τον ψώλα! Δεν θέλω ούτε να τον δω ξανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν μιλάμε βέβαια για τον φούρναρη που κοντεύει να ξεπουλήσει, αλλά γι’ αυτόν που πλησιάζει η ώρα να συναντηθεί με τον Χάρο και να πάρει ότι θα πάρουμε όλοι οι θνητοί δηλ. ένα μέτρο γης και να κοιτάει τα ραδίκια ανάποδα.

Επίσης, λίγα είναι τα ψωμιά σ' αυτόν που δεν έχει μπάρμπα στην Κορώνη, ούτε τα ανάλογα προσόντα (μπαλκόνια με θέα, ισόγειο ευάερο, ευήλιο και προσιτό απ' όλες τις πλευρές, υπόγειο με κολόνες σμιλεμένες από τον καλύτερο τεχνίτη), ώστε να μπορέσει να κρατήσει την δουλεία του σε δύσκολες ώρες περικοπών σκλαβωμένου (εργατικού) δυναμικού.

Ακόμα λίγα είναι τα ψωμιά σε μια σχέση, όταν ο ένας από τους δυο κάνει τη μια κουτσουκέλα πίσω από την άλλη και δεν δίνεται άφεση αμαρτιών.

Η καρέκλα του Φίλιππου τρίζει... Μάλλον είναι λίγα τα ψωμιά του στην εταιρεία...

Μετρημένα τα ψωμιά της Λάουρας στη σχέση της. Κάθε βράδυ καυγαδίζουν γιατί η Λάουρα έχει συνέχεια πονοκέφαλο... άσε τα μηνύματα που βρήκε στο κινητό της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από πολύμηνη πολιορκία, επιτέλους ο Μήτσος καταφέρνει να ρίξει το κάστρο, να μπει στην Τροία, και να μπορέσει επιτέλους να δει χαρά στο πούτσο του.

Σε συνάντηση με φίλους για καφέ ο Μήτσος μπορεί με μεγάλο καμάρι να ανακοινώσει το γεγονός: «Δοξάστε με! Επιτέλους την έριξα!».

Απάντηση πολύ πιθανή από τους κολλητούς: «Δοξάστε τον! Επιτέλους γάμησε!».

- Τι έγινε μεγάλε με την Πιπίτσα; Τα κατάφερες ή ακόμα την έχεις στο πίτσι;
- Δοξάστε με! Εχθές το βράδυ έγινε μεγάλο γλέντι! - Άξιος άξιος!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος ο αντρούκλας, ο μεγάλος.

Επίσης για θηλυκά συνήθως στο ουδέτερο: μπιτάτο μωρό, μπιτάτο μουνί.

Όταν αφορά αντικείμενο, κάτι πολύ καλό που αξίζει τον θαυμασμό.

Φυσικά, η βαθμολόγηση γίνεται σε μπιτάκια. Όσα πιο πολλά μπιτάκια τόσο ανεβαίνει και το κασέ.

- Πάμε το βράδυ στο καφέ της γωνίας; Δεν έχει καλή μουσική αλλά έχει μπιτάτη σερβιτόρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεν έχουμε διεξόδους διαφυγής είμαστε εγκλωβισμένοι.

  • Ο άνθρωπος που κάθε στιγμή που ανασαίνει είναι και ευρώ που χρωστάει είναι εγκλωβισμένος οικονομικά.
  • Ο άνθρωπος που δεν έχει διεξόδους εκτόνωσης είναι εγκλωβισμένος ψυχολογικά.
  • Ο κλέφτης που τον έπιασαν στα πράσα και τον έχουν στριμώξει είναι εγκλωβισμένος στο μαγαζί που δεν έχει πίσω πόρτα.
  • Το αρσενικό κατ' ευφημισμόν που οι θηλυκές ορμόνες του υπερισχύουν και δεν το παραδέχεται ενώ όλοι βλέπουν τη διαφορά, είναι ένα εγκλωβισμένο μουνί σε αντρικό σώμα.
  • Το ίδιο ισχύει και για θηλυκά που έχουν χοντρή φωνή και συμπεριφορά νταλικέρη (α λα νταλίκ), αλλά επιμένουν να φοράνε φουστάνι και γοβίδιο δεκάποντο.

- Ρε φίλε τι παίζει με τη Βαρβάρα απέναντι;
- Άστα... βράσε ρύζι... της μίλησα προχθές και μάλλον είναι εγκλωβισμένος....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίναμε φιτίλια όπως γίνομαι μπίλιες.

Όταν γινόμαστε φιτίλια στολίζουμε με ό,τι βρισιές έχουμε στο λεξιλόγιό μας και, ακόμα ακόμα, προσφέρουμε και κάποιο μπουκέτο, έτσι για να μας θυμάται ο αντίπαλος.

Θέλω να είσαι μπροστά όταν θα συναντήσω τον Μήτσο! θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο γκρρρ θα γίνουμε φιτίλια.... γκρρρρ... ακούς δικαιολογία που βρήκε όταν τον είδα με τη Φρόσω.... νομίζει οτι τρώω κουτόχορτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «τσόντα» (βεν. zonta - zontare). Η τσόντα: πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε ρούχο για μάκρεμα ή φάρδεμα, προσθήκη σε οποιοδήποτε κατασκεύασμα, εμβόλιμες σκηνές πορνό κατά την προβολή ταινίας με άλλο θέμα, γενικά πορνοταινία ή εικόνα σεξουαλικού περιεχομένου. Πολύ παρεξηγημένη λέξη τελικά.

Τώρα, τσοντάρω, διαλέγουμε και παίρνουμε:

Ή φαρδαίνουμε το ρούχο, γιατί ακολουθήσαμε τη δίαιτα του ανανά και χτίσαμε κοιλιακούς, ή πήραμε μια καφετιέρα και το καλώδιο δεν φτάνει στην πρίζα, οπότε χρειαζόμαστε μια τσόντα–προέκταση, ή τσοντάρουμε σε ιδέες και λήμματα στο slang, ή παρακολουθούμε ένα καουμπόικο (κατά προτίμηση κατ' οίκον), είτε με παρέα απολαμβάνοντας... δύο, τρίο, γενικά ένα νούμερο στη νιοστή, είτε μόνοι μας στο Αυνανιστάν. Μπορεί να γίνουμε και θεατές live show σε κάποια παραλία ή δασάκι. Η παρακολούθηση τέτοιων ταινιών γίνεται από τσοντόβιους, ή μικρούς τυμπανιστηρτζήδες, ή απλά από πλάκα, ή για να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας. Ακόμα τσοντάρουμε όταν γινόμαστε οι ίδιοι πρωταγωνιστές σε πορνοταινία (βλέπε τσοντού).

Μεταφορικά, το τσοντάρω σημαίνει την συμβολή μας στη συμπλήρωση χρηματικού ποσού για κάποιο σκοπό. Καλά να τσοντάρεις σε φίλο που του λείπουν για καφέ, γιατί ή του κόπηκε η επιχορήγηση του μπαμπά ή ήταν στη λίστα περικοπών εργατοωρών και εσύ έχεις πιο άνετη τσέπη. Εκεί που τα πράγματα είναι μαύρα κι άραχλα κι εκεί σε θέλω κάβουρα, είναι να χρειάζεται να κάνεις δεύτερη και τρίτη δουλειά για να τσοντάρεις το μηνιαίο εισόδημά σου.

  1. Κολλητέ μου θα τσοντάρεις να βγω με τη Φρόσω γιατί δεν μου ήρθε ακόμα η επιταγή;

  2. Πήγαμε με τον Μήτσο στην παραλία και έγινε του μουνιού το ξέσκισμα, αλλά μου βγήκε ξινό, γιατί σε κάποια επανάληψη, όπως σήκωσα το κεφάλι μου είδα κάποιον με το κινητό του να μας στοχεύει. Ελπίζω να μη τσοντάρουμε στο διαδίκτυο!!!

  3. Ο Φάνης, τώρα με τον ερχομό του τρίτου μας, αναγκάζεται να δουλεύει πιτσαφέρτας για να τσοντάρει στο μισθό και δεν τον βλέπω σχεδόν καθόλου. Έτσι όπως το πάμε θα χρειαστώ να τσοντάρω και σε άντρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιδιορθώνω φθαρμένο ρούχο ή αντικείμενο με ραφή ή επικόλληση άλλου κομματιού. Μεταφορικά, δικαιολογώ ή τακτοποιώ πρόχειρα.

Μπαλώνομαι, πάλι μεταφορικά, έχω κέρδος, τακτοποιούμαι οικονομικά, βολεύομαι.

  1. Μέχρι τώρα δεν μπαλώναμε τις κάλτσες, χαλαρά τις πετάγαμε και παίρναμε καινούριες. Τώρα όμως, πού σφίγγουν οι κώλοι μας, και θα μπαλώσουμε και θα φάμε το χθεσινό φαγητό...

  2. Όσο και να προσπάθησε, δεν μπόρεσε να τα μπαλώσει για να μην καταλάβει η μάνα της οτι εχτές βράδυ γύρισε σπίτι ταρέλα, πίτα, λιώμα, λιάρδα από τα ξύδια.

  3. Προσπαθεί να τα μπαλώσει κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Τόσα στόματα έχει να θρέψει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified