Έκφραση για άτομα με μυαλό κουκούτσι και κάτω. Βέβαια και για άτομα που κάποια στιγμή έχουν απενεργοποιήσει το μυαλό τους και όταν εκείνη τη στιγμή σε μια ερώτηση που θα τους γίνει απαντούν τελείως ηλίθια.

Γιατί το έκανες αυτό; Μου φαίνεται ότι όταν έβρεχε ο Θεός μυαλά εσύ κράταγες ομπρέλα!!

Δες και όταν έβρεχε ο Θεός..., άι κιου ραδικιού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέω κακίες, ή βγάζω στη φόρα τα άπλυτα γνωστού μου. Συνήθως το θάψιμο γίνεται στον κολλητό μας, καθώς γνωρίζουμε και πολλές λεπτομέρειες από τη ζωή του.

Στο σπορ του θαψίματος επιδίδονται άτομα που δεν έχουν να ασχοληθούν με κάτι άλλο και συνήθως έχουν εντύπωση πως οι δικές τους πράξεις είναι ανώτερες και καλύτερες όλων.

Οι κατίνες της παρέας, όταν σε καλούν για καφέ, φροντίζουν να έχουν τα φτυάρια τους έτοιμα, γεμάτα από τις κακίες τους για τη «φίλη» που απουσιάζει και μόλις τα αδειάσουν τα ξαναγεμίζουν με τα δικά σου χαμπέρια. Όσο πιο μεγάλο φτυάρι, τόσο πιο βαθύ το θάψιμο. Να σημειωθεί ότι, το άτομο που θάβεται είναι ζωντανό και ακμαιότατο, αλλά η τύχη του μετά την ταφή εξαρτάται από τους παρευρισκόμενους στην τελετή.

Τελετές θαψίματος είναι συχνές ανάμεσα σε συναδέλφους στη δουλειά, με σκοπό την ευνοϊκότερη μεταχείριση του νεκροθάφτη, ανάμεσα στις κυρα-περμαθούλες της γειτονιάς και, γενικά, σε κάθε παρέα που έχει τελειώσει τα υπόλοιπα νέα, αλλά για να μην τελειώσει ο καφές στο μουγγό, βγαίνουν τα φτυάρια για όποιον έχει άχτι (π.χ. τον προϊστάμενο πωλήσεων της εταιρείας).

- Τόνια θα πάμε για καφέ σήμερα; Έχω να σου πω νέα για τη Σούλα...
- Ναι ναι... να πάρω μαζί μου το μεγάλο φτυάρι ή το μικρό;

(από vip, 05/04/09)Φτυάρι κι αυτό (από GATZMAN, 14/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύφιλη: γνωστό αφροδίσιο μεταδοτικό νόσημα, που τα παλαιότερα χρόνια ως γνωστόν ήταν ανίατος λόγω ελλείψεως ανάλογης φαρμακευτικής αγωγής.

Η νόσος κατέληγε σε τρέλα. Όταν λοιπόν κάποιος συφιλιάζεται σημαίνει ότι τρελαίνεται.

Πήγα να ζητήσω ένα χαρτί από την εφορία και, μόλις έφτασα μετά από ώρες στο κατάλληλο γραφείο, η υπάλληλος λιμάριζε τα νύχια της! Συφιλιάστηκα! Χρειάστηκαν πέντε νομάτοι να την πάρουν από τα χέρια μου!!!

Friedrich Nietzsche: Οι κακές γλώσσες λένε ότι η "τρέλα" του και το "τρελό" βλέμμα στα τελευταία χρόνια της ζωής του οφείλονται σε επίσκεψη σε συφιλιάρα. (από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μμμ! τι ωραίο επιφώνημα! Μμμ! μουγκανίζουν οι αγελάδες Μμμ! αναφωνούμε όταν θαυμάζουμε, αναρωτιόμαστε, αμφιβάλλουμε, σκεφτόμαστε, ηδονιζόμαστε, επιβραβεύουμε. Όσο πιο πολλά τα μ, τόσο πιο έντονα τα συναισθήματα.

Μμμμμ ναι ναι ναι μμμμμμναι μμμμμ ... τι μου κάνεις μάνα μου; μμμμμ μμμμ μμμμμμμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη που αποδεικνύει οτι δεν υπάρχουν «κακές» λέξεις, αλλά σλανγκικές σκέψεις. Βουτώ / βυθίζω σε υγρό / αρπάζω, κλέβω / χειρονομώ με ασελγή πρόθεση.

Α΄περίπτωση: κάνω παπάρα τον παπαρολεβιέ μου σε μουνόγαλα και φτιάχνω πρώτης τάξεως παπαροζούμι. Ο βούτας εδώ είναι πηδήκουλας.

Β΄περίπτωση: Εδώ έχουμε δύο ειδών βούτες, αυτούς που τιμωρεί ο νόμος και αυτούς που φτιάχνουν τους νόμους. Οι κυβερνώντες και οι αντιπρόσωποί τους έχουν ένα χρυσό κανόνα: Πάρε όσο πιο μεγάλο κουτάλι μπορείς και βούτα το όσο πιο βαθιά μπορείς στο βάζο με το μέλι.

Γ΄περίπτωση: Δεν μπορώ να αντισταθώ στα μπαλκόνια ή στα καπούλια της κουμπάρας και βουτώ. Ο βούτας εδώ είναι φαν του ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας.

Ακόμα βουτώ στα βαθιά όταν αναλαμβάνω μανίκια.

  1. Μεγάλη νύχτα πέρασα χτες με τον Κούλη και δεν του φαινότανε! Βούταγε και με έκανε να παραμιλάω... Βιάγκρα είχε πάρει;

  2. Γιατί ο κ. Αλογοσκούφης είναι ένας κινητός οπισθοδρομικός κλέφτης.
    Σαν να μην έφτανε αυτό, στο τέλος κινητής τηλεφωνίας (που ουσιαστικά είναι φόρος του κράτους), προστίθεται ΚΑΙ ο ΦΠΑ +19% (που είναι και αυτός φόρος του κράτους). Φόρος στον φόρο λοιπόν, η υπέρτατη ΑΠΑΤΗ κατά των πολιτών. Η απόλυτη ΚΛΕΨΙΑ!

  3. Δεν άντεξα σου λέω!! Μου φέρνει το πρώτο ποτό και η μύτη μου χώθηκε στους εξώστες της, φέρνει το δεύτερο και όπως έσκυψε να πιάσει την απόδειξη που τάχα της έπεσε δεν άντεξα σου λέω και τη βούτηξα!!

(από nick, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι ανάξιος να ονομασθεί, ο επαίσχυντος.
Οι γιαγιάδες αναφέρονται στον διάβολο για να μην τον καλέσουν με το όνομά του. Συνώνυμο και ευρέως διαδεδομένο και εξαποδώ.

Ακατονόμαστο λέμε και τον άνθρωπο τον διαβολικό, τον σατανικό και αυτόν που θα θέλαμε πολύ να μην τον ξαναδούμε ποτέ στα μάτια μας.

  1. Άσ' τα βρε Κική μου. Δύσκολα τα φέρνω βόλτα. Κι εκείνος ο ακατονόμαστος πάλι δεν έδωσε τη διατροφή και πάλι θα τρέχουμε στα δικαστήρια.

  2. Μαρήήή, πάλι σε έβαλε ο ακατονόμαστος και δε λιβάνισες το σπίτι σου;

Ακατονόμαστος (από GATZMAN, 23/03/09)Μου περισσεύουν 3 εκατομμύρια δραχμές: Νταλάρας,  Νταλάρας, Νταλάρας! (από Vrastaman, 23/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βιβλίο εκπαίδευσης του κάθε θνητού ημίθεου και θεού που κυκλοφόρησε στη γη. Η διαφορά του με το paybook είναι ότι δεν είναι απόρρητο.

Σύμφωνα με τις γραφές, θα έρθει κάποια στιγμή να πληρωθούμε ανάλογα με αυτό που γράφει τo πέιμπουκ μας. Λέγεται μάλιστα ότι ο κλειδοκράτορας των πυλών του παραδείσου έχει αντίγραφα απ' όλους και του τα έχει εμπιστευθεί ο παντοδύναμος, δίνοντάς του μάλιστα και την εξουσία να έχει και τον πρώτο λόγο για το ποια πόρτα θα σε αφήσει να διαβείς. Δεν γνωρίζω εάν ο κλειδοκράτορας έχει κάνει κονέ με τύπους Ευφραίμ και μπορείς να επηρεάσεις την κρίση του λαδώνοντάς τον με τενεκέ από το χωριό ή με κάνα φακελάκι, και αν ισχύει και εδώ το αν έχεις δόντι ή μαχαίρι. Οι Ιταλοί απ' ο,τι φαίνεται πρέπει να έχουν πολύ καλές σχέσεις, γιατί του έχουν φτιάξει καλό μέγαρο και το εκμεταλλεύονται δεόντως. Τό 'να χέρι νίβει τ' άλλο...

Το πέιμπουκ των θεών αφορά πιο πολύ σε ζητήματα σεξουαλικής εκπαίδευσης και λιγότερο σε άλλες εκπαιδεύσεις. Η Λίλιαν και η παρέα της φροντίζουν πάντα να εμπλουτίζουν τις σελίδες του πέιμπουκ του εκάστοτε μαθητευομένου ώστε αυτοί να μπορούν να δώσουν ποικιλία και χαρά στα σκέλια των παρθένων και άβγαλτων που με τη σειρά τους αυτοί θα μεταδώσουν τις γνώσεις σε άλλους. Η παρέα της Λίλιαν φροντίζει ακόμη να γίνεται γνωστό το περιεχόμενο του πέιμπουκ.

  1. Ήταν 3 φίλες οι οποίες πέθαναν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Φτάνουν στις πύλες του Παραδείσου και ο Άγιος Πέτρος ρωτάει την πρώτη:
    - Πόσες φορές έχεις απατήσει τον άντρα σου;
    - Μια-δυο.
    - Βάλτε τη στο ασημένιο δωμάτιο.
    Ρωτάει τη δεύτερη:
    - Εσύ πόσες φορές έχεις απατήσει τον άντρα σου;
    - Καμία.
    - Εύγε. Βάλτε τη στο χρυσό δωμάτιο.
    Ρωτάει και την τρίτη:
    - Εσύ πόσες φορές έχεις απατήσει τον άντρα σου;
    - Α! Εγώ όσες φορές μου ζητήθηκε, το έκανα.
    - Αυτή βάλτε τη στο δικό μου δωμάτιο.

  2. Στην πόρτα του Παράδεισου, ο κλειδοκράτορας Άγιος Πέτρος ρωτάει έναν που, φουριόζος, πάει να μπει μέσα:
    - Εσύ τι είσαι;
    - Γιατρός!
    - Εντάξει! Για τους προμηθευτές μας, η είσοδος είναι ελεύθερη!

(από vip, 21/03/09)(από vip, 21/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαρκής απασχόληση του κώλου με την τσίρλα σε τέτοια συχνότητα που αναγάγει το τσιρλίντινγκ σε χόμπυ ή άθλημα.

Με το τσιρλίντινγκ ασχολείται κάποιος λόγω ανωτέρας βίας που ασκείται στο άντερό του από το χλαπάκιασμα που ρίχνει διαρκώς ή ακόμη από μια μπουκιά που πάνω της έχει χέσει μύγα ή από μερίδα σε φαγάδικο που ο μάγειρας σου σέρβιρε για να μην πετάξει την προχθεσινή σπεσιαλιτέ.

Ο απασχολούμενος με το τσιρλίντινγκ δημιουργεί προβλήματα τόσο στον εαυτό του όσο και στους γύρω του. Όταν βρίσκεται με παρέα χάνει τα καλύτερα καλαμπούρια γιατί απουσιάζει διαρκώς στη χέστρα και τα βρακιά του είναι διαρκώς στην μπίχλα και ζέχνουν. Οι γύρω του δεν μπορούν να επισκεφτούν την χέστρα μετά από την χρήση της από αυτόν αν δεν αεριστεί πρώτα πολύ καλά ο χώρος. Άσε που αν μένεις στο ίδιο σπίτι δεν μπορείς να απολαύσεις το διάβασμα της εφημερίδας στον καμπινέ γιατί ξέρεις οτι πριν προλάβεις να καθήσεις θ' ακούσεις την γνωστή ατάκα: Αργείςςςςς; Αν ταξιδεύεις μαζί του πρέπει να διαλέγεις διαδρομή που να μπορείς να κάνεις στην άκρη για να μπορεί ν' αφήσει το ανάλογο λίπασμα στο χώμα.

- Θα έρθει στην εκδρομή ο Ρούλης; - Μπααα! Αυτές τις μέρες έχει άλλη ασχολία. Κάνει τσιρλίντινγκ!

Κάνει τσιρλίντινγκ. (από Hank, 07/02/09)(από vip, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «τσόντα» (βεν. zonta - zontare). Η τσόντα: πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε ρούχο για μάκρεμα ή φάρδεμα, προσθήκη σε οποιοδήποτε κατασκεύασμα, εμβόλιμες σκηνές πορνό κατά την προβολή ταινίας με άλλο θέμα, γενικά πορνοταινία ή εικόνα σεξουαλικού περιεχομένου. Πολύ παρεξηγημένη λέξη τελικά.

Τώρα, τσοντάρω, διαλέγουμε και παίρνουμε:

Ή φαρδαίνουμε το ρούχο, γιατί ακολουθήσαμε τη δίαιτα του ανανά και χτίσαμε κοιλιακούς, ή πήραμε μια καφετιέρα και το καλώδιο δεν φτάνει στην πρίζα, οπότε χρειαζόμαστε μια τσόντα–προέκταση, ή τσοντάρουμε σε ιδέες και λήμματα στο slang, ή παρακολουθούμε ένα καουμπόικο (κατά προτίμηση κατ' οίκον), είτε με παρέα απολαμβάνοντας... δύο, τρίο, γενικά ένα νούμερο στη νιοστή, είτε μόνοι μας στο Αυνανιστάν. Μπορεί να γίνουμε και θεατές live show σε κάποια παραλία ή δασάκι. Η παρακολούθηση τέτοιων ταινιών γίνεται από τσοντόβιους, ή μικρούς τυμπανιστηρτζήδες, ή απλά από πλάκα, ή για να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας. Ακόμα τσοντάρουμε όταν γινόμαστε οι ίδιοι πρωταγωνιστές σε πορνοταινία (βλέπε τσοντού).

Μεταφορικά, το τσοντάρω σημαίνει την συμβολή μας στη συμπλήρωση χρηματικού ποσού για κάποιο σκοπό. Καλά να τσοντάρεις σε φίλο που του λείπουν για καφέ, γιατί ή του κόπηκε η επιχορήγηση του μπαμπά ή ήταν στη λίστα περικοπών εργατοωρών και εσύ έχεις πιο άνετη τσέπη. Εκεί που τα πράγματα είναι μαύρα κι άραχλα κι εκεί σε θέλω κάβουρα, είναι να χρειάζεται να κάνεις δεύτερη και τρίτη δουλειά για να τσοντάρεις το μηνιαίο εισόδημά σου.

  1. Κολλητέ μου θα τσοντάρεις να βγω με τη Φρόσω γιατί δεν μου ήρθε ακόμα η επιταγή;

  2. Πήγαμε με τον Μήτσο στην παραλία και έγινε του μουνιού το ξέσκισμα, αλλά μου βγήκε ξινό, γιατί σε κάποια επανάληψη, όπως σήκωσα το κεφάλι μου είδα κάποιον με το κινητό του να μας στοχεύει. Ελπίζω να μη τσοντάρουμε στο διαδίκτυο!!!

  3. Ο Φάνης, τώρα με τον ερχομό του τρίτου μας, αναγκάζεται να δουλεύει πιτσαφέρτας για να τσοντάρει στο μισθό και δεν τον βλέπω σχεδόν καθόλου. Έτσι όπως το πάμε θα χρειαστώ να τσοντάρω και σε άντρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος ο αντρούκλας, ο μεγάλος.

Επίσης για θηλυκά συνήθως στο ουδέτερο: μπιτάτο μωρό, μπιτάτο μουνί.

Όταν αφορά αντικείμενο, κάτι πολύ καλό που αξίζει τον θαυμασμό.

Φυσικά, η βαθμολόγηση γίνεται σε μπιτάκια. Όσα πιο πολλά μπιτάκια τόσο ανεβαίνει και το κασέ.

- Πάμε το βράδυ στο καφέ της γωνίας; Δεν έχει καλή μουσική αλλά έχει μπιτάτη σερβιτόρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified