Μην τα λες όλα, μην εκτίθεσαι, κράτα μια πατινή, όποιος και να είναι ο εξομολογητής σου (συνήθως οι εξομολογήτριες είναι καλύτερες).

Δεν μιλάμε για την κλασική εξομολόγηση στον παπά, αλλά την γλιστρίδα που μας πιάνει να τα πούμε όλα, (θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει), μα όλα, λες και περιμένουμε ένα μπράβο που τελικά, αν ειπωθεί, θα είναι μέσα από τα δόντια γεμάτο ζήλια (ξέρετε τι θέλω να πω κορίτσια, συζητήσεις για γκόμενους αναμεταξύ σας) και δηλητήριο πικρό.

Γι' αυτό σε λέω, κράτα κόντρα στην εξομολόγηση, κράτα λίγο ντεε...

- Γιατί τέτοιο ύφος Κλέλια, και τέτοια κατεβασμένα μούτρα; (πρόσεχε μη βρεις στο πεζοδρόμιο με το πηγούνι σου)
- Τι να σου πω ρε φιλενάδα, έλεγα στην Μαίρη για τον Μιχάλη, το τι γουστάρει και πώς περνάμε και τώρα τα έχει μαζί του η βρωμιάρα...
- Εμ στα έλεγα εγώ, Κλέλια μου κράτα κόντρα στην εξομολόγηση, αλλά εσύ να τα πεις μη και χάσεις τη φιλενάδα, μη χέσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος αμολάει μαλακίες με την σέσουλα, δηλαδή χωρίς μέτρο. Καλούμπα καλείται το κουβάρι του σπάγκου που χρησιμοποιούμε στον αετό που πετάμε την Καθαρά Δευτέρα.

Την καλούμπα συναντάμε και σε τραγούδι («Αμόλα καλούμπα Κούλα, αμόλα καλού-κακού») με την έννοια «δίνε του γρήγορα Κούλα, κινδυνεύεις».

Καλά ρε αυτός αμολάει τις μαλακιές με την καλούμπα!

Βλ. επίσης αμόλα καλούμπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Έχω αρχίσει να νευριάζω πρόσεχε γιατί τα νεύρα μου διαγράφονται».

Το λέμε δείχνοντας με τον δείκτη του χεριού μας το κάτω μέρος του καρπού μας που περνάνε τα νεύρα. Φυσικά η κίνηση έχει μεταφορική σημασία, καθώς τα νεύρα δεν αλλάζουν μέγεθος όταν κάποιος νευριάσει.

Δεν βρίσκω την δόση μου και βλέπω τα νεύρα μου να διαγράφονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με το ανωτέρω που βασίζεται στο «με το νι και με το σίγμα», δηλαδή «πέστα μου τα πάντα όλα», «πέστα με λεπτομέρεια».

Έτσι, και το «θα κάνω την εργασία» ή και «θα έρθω» στο πι και φι, δηλαδή σε χρόνο dt, αν παντρευτεί με το «με το νι και με το σίγμα» γίνεται «με το πι και το φι»και έτσι μετατρέπεται σε πέστα όλα και γρήγορα.

(Ντριν ντριν ντριν - ήχος τηλεφώνου από το παρελθόν - ντριν ντριν ντριν):
-Έλα, ποιος... α εσύ είσαι Μαριάνα... τί; τί είπες;;; Έλα μωρή τώρα για καφέ και θα μου τα πεις με το πι και το φι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ο ορισμός, αλλά η άποψη μου είναι διαφορετική και εξηγούμαι:

Αβανταδόρος είναι ο βαλτός επί τούτου να αβαντάρει μια κατάσταση να την προωθεί προς την κατεύθυνση που έχει πληρωθεί να σπρώξει.

Ο παπατζής έχει αβανταδόρο για να παίζει τον παπά και να κερδίζει χρήματα από τον παπατζή με απώτερο σκοπό ο αιμοδότης να τσιμπήσει να ποντάρει και να ανεβάσει τον τζίρο του παπατζή.

Επίσης, σε δημοπρασίες παίζει πολύ ο αβανταδόρος, με σκοπό να αυξήσει την τιμή του προς δημοπράτηση αντικειμένου.

- Δεν ξαναπάω δημοπρασία Γιώργο φίλε μου!

- Γιατί ρε Πάνο;

- Ε τι γιατί είχαν 4 αβανταδόρους και ανέβασαν την τιμή κοντά στο καινούργιο, σκέτη απάτη φίλε Τζορτζ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμφισβήτηση των λεγομένων του Άλλου μέχρι αποδείξεως γραμμένων στο χαρτί. Τα γραπτά μένουν.

Πού το είδες γραμμένο κυρία μου να βάζεις γλάστρες στο δρόμο και να λες ότι εδώ θα παρκάρει ο γιος μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγονταν τα παραπαίδια στα μαγαζιά χασάπικα, μανάβικα κ.α.

Τα παιδάκια λοιπόν αυτά ετών από 12 έως 20 είχαν εκτός από το σκούπισμα και το κουβάλημα από την αποθήκη στο μαγαζί εμπορευμάτων, και την αποστολή των αγαθών στα σπίτια των πελατών.

Και εδώ παίζει το παίγνιον τότε που ο αέρας ήτο καθαρός και ο έρωτας βρώμικος. Τα παιδάκια αυτά τα χρησιμοποιούσαν οι πελάτισσες (εκτός από την μεταφορά των εμπορευμάτων) για ικανοποίηση των σεξουαλικών ορέξεων τους με το ανάλογο χαρτζιλικάκι. Στα πεταχτά και γρήγορα γινόταν η δουλειά και με τα στραβά μάτια και την ανοχή του μαγαζάτορα, διότι και ο πιτσιρικάς ήταν σε ηλικία εφήβου και έπρεπε να αδειάζουν οι αδένες του τακτικά αλλά και οι κυρίες ήταν τακτικότερες πελάτισσες στο μαγαζί του.

- Έλα Ματίνα μου πάρε τηλέφωνο τον κυρ Τάσο το χασάπη και πέσ’ του να σου στείλει δυο κιλά αρνάκι.

- Έλα μωρή είναι καλό το χασαπάκι; πιο καλό από το μαναβάκι ;

- Πάρε Ματίνα μου πάρε που σου λεω 17 χρόνων μπουμπουκάκι σου λεω πάρε τηλέφωνο...

(από dryhammer, 27/05/14)(από Khan, 27/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λύθηκα στα γέλια

Γέλασα τόσο πολύ μα τόσο πολύ που λύθηκε ο αφαλός μου.
Από το πολύ γέλιο κινείται η κοιλιά μας (αν είναι και λίγο μεγάλη) πάνω-κάτω, με αποτέλεσμα να λυθεί ο αφαλός μας (μεταφορικά έτσι; μην το πάρουμε κυριολεκτικά γιατί θα λυθώ στα γέλια).

Λύθηκα στα γέλια όταν μου είπε ότι το κρασί εξατμίζεται στο ψυγείο,
θέλοντας να κρύψει ότι το έπινε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στις χαζομάρες, κάτι αντίστοιχο με το άρες, μάρες, κουκουνάρες.

Άρες μάρες κουκουνάρες λες άσε τα χαζά και μίλα καθαρά παλιοχαζοβιόλη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είσαι κάθαρμα - το Κάθαρμα.

Σε αρχαιότατους χρόνους, όταν μια πόλη προσβαλλόταν με επιδημία ή άλλα θανατικά, θυσίαζαν, για να εξιλεώσουν το θείο, έναν από τους πολίτες, είτε εγκληματίας θα ήταν αυτός είτε κανένας άχρηστος και φαύλος ή και σλάνγκος.

Αυτούς, λοιπόν, που θυσίαζαν, τους αποκαλούσαν «καθάρματα». Αργότερα σαν καθάρματα χρησιμοποιούσαν ζώα (για να ξεπλύνει η ντροπή το άγος), που τα τύλιγαν με ταινίες και άλλες πολύτιμες διακοσμήσεις. Η απαλλαγή από το μόλυσμα, ο καθαρισμός, ο αγνισμός, με θρησκευτική συνήθως σημασία καλείται κυρίως «κάθαρσις».

Σήμερα σημάνει ανάξιος, τιποτένιος, ελεεινός.

Xρήση του ορισμού σήμερα: Tελικά στο πολιτικό σκηνικό είναι καθάρματα όλοι τους!

Xρήση παλαιόθεν έννοιας σήμερoν:
Tελικά στο πολιτικό σκηνικό υπάρχουν καθάρματα σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified